ντί συνέντευξης Τύπου σκέφτεται μια αυτοσχέδια συναυλία με τη μουσική που έχει γράψει ο Αγγελος Τριανταφύλλου (ο Μιτς της παράστασης). Ομαδική ανάγνωση θα γίνει μία φορά πριν από την πρεμιέρα στις 2 Φεβρουαρίου, καθώς ο σκηνοθέτης δεν εμπιστεύεται, κατά δήλωσή του, την υπερανάλυση του έργου. Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός εισχωρεί για πρώτη φορά στον σκηνικό κόσμο του Τενεσί Ουίλιαμς διατηρώντας την εσωτερική θερμοκρασία της προσωπικής ανάγνωσης. Εξού και η «επιστροφή» στον πρωτότυπο τίτλο του έργου: «Το τραμ με το όνομα “Πόθος”».

Κρύβει κάποιο μήνυμα αυτή η μικρή «διόρθωση»;

Είχα την ανάγκη να διαφοροποιηθώ από τον τίτλο του «Λεωφορείου», που θεωρώ ότι έχει κάνει τον κύκλο του και τα έχει πάρει όλα σβάρνα! Η πρόσκληση από το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά ήταν η αφορμή που αναζητούσα εδώ και χρόνια για να ασχοληθώ με το ούτως ειπείν ρεαλιστικό θέατρο του Ουίλιαμς. Διατηρήσαμε τον πραγματικό τίτλο, επειδή υπάρχει και σαν εικόνα μέσα στο έργο. Ετσι φτάνει η Μπλανς στη συνοικία.

Και τραμ και «Πόθος», πάντως. Και πεζή καθημερινότητα και διάθεση για φυγή…

Νομίζω ότι ισχύει για πολλές διαδρομές, οι οποίες μέσα από τη χρήση τους αποκτούν μια ποιητική διάσταση. Κάποια στιγμή πήρα ένα λεωφορείο στη Θεσσαλονίκη και μία από τις στάσεις λεγόταν Χίλια Δέντρα. Το άκουσα σαν ακραία ποίηση. Ο «Πόθος» ή τα «Νεκροταφεία» δεν είναι καν κατασκευές του Ουίλιαμς, αλλά πραγματικά αντικείμενα ή τοποθεσίες. Ετσι κι αλλιώς, ό,τι χρησιμοποιεί ο συγγραφέας έχει και ντοκιμαντερίστικη διάσταση. Αυτή η σύνδεση του πραγματικού –κάπως «κουνημένη» λόγω της χρήσης –φτάνει σ’ εμάς ως ποιητικότητα. Θυμηθείτε και τη Λεωφόρο Unter den Linden στο Βερολίνο.

Γιατί τον περιγράφετε, αλήθεια, ως «ούτως ειπείν ρεαλισμό»;

Νομίζω ότι ο ρεαλισμός είναι το πρόσχημα για να σταθεί κανείς στην ποίηση. Η ζωή είναι πραγματική, δεν είναι ρεαλιστική. Γίνεται εδώ μια σύγχυση που μπορεί να παγιδέψει έναν καλλιτέχνη. Η πραγματικότητα πολλές φορές είναι πιο ακραία ακόμη και από τον νατουραλισμό, αλλά κλείνει μέσα της μια ποίηση που περιμένει την αποκάλυψή της. Δεν αναιρεί, όμως, τίποτε από την ουσία της.

Εμείς ως θεατές νομίζουμε ότι οι ήρωες είναι «δραματικοί» ή «γελοίοι», αλλά εκείνοι παίζουν σοβαρά…

Ναι, βέβαια. Είναι –και οφείλουν να είναι –κυριολεκτικοί. Μία από τις δυσκολίες που έχει ο Ουίλιαμς, όπως και ο Τσέχοφ, είναι το μεγάλο φορτίο πείρας και πληροφορίας που ταυτίζεται με το όνομά τους. Και καμιά φορά γίνεται ασφυκτικό. Για τον Ουίλιαμς ειδικά η μεγαλύτερη δυσκολία είναι η ταινία. Για τον Τσέχοφ όλα αυτά που ξέρουμε για τον Τσέχοφ, όπως αυτό που αναφέρατε. Η επισήμανση του ίδιου ότι τα έργα του είναι «κωμωδίες» –το οποίο πολλές φορές διαβάζουμε ελαφρά τη καρδία –ή ότι οι ήρωές του παίζουν σε γελοίες καταστάσεις, ενώ αυτοί κυριολεκτούν.

Γιατί επιμένετε στην ταινία; Πιστεύετε ότι ο Καζάν μετατόπισε την θεματική;

Το μέσο του κινηματογράφου είναι εμβληματικό. Αν προσθέσει κανείς τους καταπληκτικούς ηθοποιούς (σ.σ.: Μπράντο και Βίβιαν Λι), τη χρυσή περίοδο του Χόλιγουντ, τους θεατές που έχουν δει την ταινία, θα καταλήξει σε μια σαρωτική μυθολογία, η οποία βέβαια άρεσε και στον ίδιο τον Ουίλιαμς. Ταυτόχρονα, όμως, σε επίπεδο γραφής τον συνέθλιβε. Φαίνεται ότι με τον Καζάν έζησαν διάφορες συγκρούσεις, κυρίως επειδή ο σκηνοθέτης ήθελε έναν γειωμένο ρεαλισμό που τον φωνάζει και τον αποζητά η εποχή του. Ενώ ο Ουίλιαμς ήθελε να αναπνέει πιο ελεύθερα η ποίησή του. Φαίνεται ότι ο συγγραφέας έχασε μέρος από το «αλύτρωτο» που έκρυβε το έργο και ο ίδιος. Για μένα όλα τα μεγάλα έργα έχουν αυτό το στοιχείο του «αλύτρωτου». Ευτυχώς ισχύει για μένα η ιδιαίτερη σύμπτωση να μην έχω δει την ταινία –και φυσικά δεν θα τη δω μέχρι την παράσταση!

Ο ίδιος ο Ουίλιαμς αντιστέκεται στις απόλυτες ερμηνείες. Η Μπλανς δεν είναι τόσο εύθραυστη όσο θέλουμε. Και ο Κοβάλσκι δεν είναι μόνο «πίθηκος», όπως τον χαρακτηρίζει η Μπλανς.

Α, βέβαια. Διαθέτουν ρωγμές. Η Μπλανς τις ρωγμές μιας τίγρης και ενός απαιτητικού ατόμου που μπορεί να σε ρουφήξει. Ο Στάνλεϊ, από την άλλη, είναι μπρουτάλ, επειδή έτσι είναι η ζωή και το περιβάλλον στο οποίο ζούσε. Δεν είναι ωστόσο μόνο αυτό. Κάθε σημερινή ερμηνεία οφείλει να φωτίσει τα αντίθετα. Εκεί βρίσκεται και το συγκινητικό στοιχείο στον Ουίλιαμς: η στιγμή που σου τραβάει το χαλί των πρώτων εντυπώσεων κάτω από τα πόδια. Υπάρχουν μάλιστα αρκετές στιγμές τέτοιων αναιρέσεων από τη «γραμμή» του καθενός, που πρέπει να φωτιστούν. Κάποια στιγμή ο Κοβάλσκι προτείνει στην Μπλανς να θάψουν το τσεκούρι του πολέμου. Αλλά είναι εκείνη που του λέει «όχι». Εκεί που νομίζεις ότι ψυχογραφείς τον ήρωα, σου δίνει μια και σε τουμπάρει. Γι’ αυτό ο Ουίλιαμς είναι μεγάλος, βαθύς ποιητής και όχι συμβολιστής.

Ποιο στοιχείο σάς ιντριγκάρει σ’ αυτή την «πρώτη φορά ανάγνωση» του Ουίλιαμς;

Το έργο επί της ουσίας είναι ένα μπλουζ που χορεύεται. Σε κάποιο πάρτι από τη δεκαετία του 1950 ώς σήμερα. Και πιστεύω ότι τα μεγάλα έργα είναι πάντα μουσικές, ακόμη κι όταν «υποδύονται» το θέατρο. Οι ποιητές –όπως ο Ουίλιαμς –ξέρουν πολύ καλά τι θα πει μουσική. Και αυτό μεταφέρεται και στη μετάφραση. Ο Αντώνης Γαλέος υπογράφει μια θαυμάσια μετάφραση και παίρνει μέτρα μουσικής αντίληψης. Επειδή, το ξαναλέω, στο έργο το άκουσμα που επικρατεί είναι το μπλουζ: ο γοητευτικότερος τρόπος να αφηγηθείς μια δυστυχία. Τα μπλουζ της Νέας Ορλεάνης είναι ένας ολόκληρος πολιτισμός, αφηγηματικός, που γίνεται έμμετρος για να αφηγηθεί πολύ ωμά μια ιστορία. Θέλει – δεν θέλει, ο Ουίλιαμς πήρε υπόψη του αυτό το κομμάτι του πολιτισμού του. Σ’ αυτό το σημείο ήμουν πολύ τυχερός, επειδή ο Μιτς της παράστασης είναι ο μουσικός Αγγελος Τριανταφύλλου. Γι’ αυτό και βλέπω τον θίασο σαν μια μπάντα που παίζει ένα μπλουζ που αγαπάμε. Κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Στη μετάφραση θ’ ακούσουμε το «δεν θέλω ρεαλισμό, θέλω μαγεία»;

Περίπου. Υπάρχουν φράσεις στο έργο που έχουν πάρει μια διάσταση μυθολογική. Πρέπει να δούμε πώς τη χειριζόμαστε πλέον. Κάθε μετάφραση οφείλει να θεσμοθετεί γλώσσα –τη σημερινή γλώσσα, αλλά όχι με την έννοια της καθημερινότητας.

INFO

«Το τραμ με το όνομα “Πόθος”», Δημοτικό Θεάτρο Πειραιά, από 2/2. Μετάφραση: Αντώνης Γαλέος, μουσική: Αγγελος Τριανταφύλλου, σκηνικά – κοστούμια: Εύα Νάθενα. Παίζουν: Μαρία Ναυπλιώτου, Χάρης Φραγκούλης, Θεοδώρα Τζήμου, Αγγελος Τριανταφύλλου, Ευαγγελία Καρκατσάνη, Αdrian Frieli. Προπώληση: ticketservices.gr

Η Μπλανς και η μούαΑ του Λένιν

Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση για εσάς σκηνοθετικά;

Αυτό που έχουμε στα χέρια μας είναι η κορυφή του παγόβουνου από ένα έργο με διαφορετικές στρώσεις, αποχρώσεις και σχεδιάσματα. Πρέπει να θαυμάσεις και τη διαδρομή που έχει στην πίσω πλευρά του, εκεί όπου αφαιρούνται επίπεδα προφανούς και συμβολισμού. Γι’ αυτό φτάνει σε μια θαυμαστή ισορροπία. Το ίδιο επιδιώκουμε κι εμείς στην παράσταση πιστεύοντας ότι ο έλληνας θεατής μπορεί να καταλάβει καλύτερα πλέον τον «υπαινιγμό» σε μια παράσταση.Υπάρχουν στιγμές που μοιάζουν με πίνακες ζωγραφικής, σαν πλάνα σινεμά: σύντομα και αυτόνομα. Θα μπορούσαν να έχουν και υπότιτλο – «Η Μπλανς στο φεγγαρόφωτο». Θα έπαιρνα μεγάλη χαρά αν αυτές οι εικόνες κατάφερναν να να αναδειχθούν στην παράσταση. Το ίδιο και οι ενσωματωμένες σιωπές, που σου επιτρέπουν να χωρέσεις κι εσύ εκεί μέσα.

Μπορείτε να μου δώσετε μια εικόνα της Μπλανς εκτός έργου;

Ποιος δεν έχει ένα κομμάτι Μπλανς μέσα του; Θα τον λυπόμουν αν δεν είχε. Σκεφτόμουν τελευταία ότι οι κομμουνιστές έκαναν μούμια τον Λένιν. Η ακρότητα του υλισμού έφτασε να μυθοποιήσει μία ύλη που εξ ορισμού γνωρίζει ότι είναι πεπερασμένη. Αν δεν είναι Μπλανς αυτή η κίνηση, τι είναι;

Υπάρχει νήμα που ενώνει τις τελευταίες παραστάσεις σας, τη «Λυσιστράτη», τον «Δον Ζουάν» και το «Τραμ»;

Θα το σκεφτώ τώρα, σε real time, που λένε… Καταρχάς υπάρχει και στα τρία έργα το στοιχείο του “αλύτρωτου”. Η Λυσιστράτη το οδηγεί στην ουτοπία, ο Ζουάν σ’ αυτό που γνωρίζουμε και η Μπλανς στην τρέλα, έτσι όπως την εννοούμε. Θα τολμούσα μάλιστα να πω ότι το πιο αδύνατο κομμάτι του έργου είναι το τέλος. Σαν να μην ήξερε ο Ουίλιαμς πώς να το ολοκληρώσει. Μου θυμίζει ένα αριστούργημα του Μίκλος Γιάντσο, την “Ηλέκτρα”, όπου δεν ήξερε τι τέλος να βάλει. Οπότε εμφάνισε ένα κόκκινο ελικόπτερο για να πάρει την ηρωίδα. Ετσι και ο Ουίλιαμς, φέρνει τον από μηχανής θεό, τον γιατρό με τη νοσοκόμα. Το έργο, όμως, έχει τελειώσει νωρίτερα. Εκεί ειδικά που η Μπλανς λέει: “τώρα που σας τα είπα όλα αυτά αισθάνομαι κάπως καλύτερα”. Νομίζω ότι με έναν τρόπο θα μπορούσε να μείνει εκεί. Ετσι κι αλλιώς πρόκειται για μια τραγωδία χωρίς τέλος. Η τραγωδία δεν έχει ολοκληρωθεί μετά την έξοδο της Ντιμπουά. Είναι εν εξελίξει.

Μπορείτε να φανταστείτε τη Μάρθα τού «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» χωρίς την Μπλανς Ντιμπουά;

Οχι βέβαια. Σ’ αυτή τη σειρά του αμερικανικού ρεαλισμού – Ο’ Νιλ, Ουίλιαμς, Μίλερ – ο κάθε συγγραφέας επηρεάζεται από τους προηγούμενους και μυθολογεί για τους επόμενους. Πολύ περισσότερο απ’ ό,τι συμβαίνει στην Ελλάδα με το αρχαίο δράμα. Ισως επειδή στην Αμερική κυριαρχεί και η μυθολογία του σινεμά και του Μπρόντγουεϊ.