Αλλο Αγορά κι άλλο Αγορές, αγαπητοί αναγνώστες. Η Αγορά λαού που μας παραδόθηκε ως πάγιος θεσμός συνέλευσης, συγκέντρωσης ανθρώπων προς λήψη αποφάσεων, αφού θα προηγούνταν δημόσιος διάλογος ανάμεσα στους έχοντες γνώμη συναθροισμένους, είναι ομηρικός τρόπος ελεύθερης επικοινωνίας για θεμελιώδη δημόσια προβλήματα, ανάγκες και αδιέξοδα. Από τον τρόπο αυτόν δημόσιας συνάντησης ονομάστηκε και Αγορά ο τόπος όπου συμβαίνει η συνάθροιση και εν συνεχεία βγήκε το ρήμα Αγορεύω, ομιλώ στον δημόσιο χώρο ορισμένο για τέτοιου είδους συναθροίσεις ενώπιον των συμπολιτών μου. Η λέξη Αγορά είναι ουσιαστικό του ρήματος Αγείρω που σήμαινε ήδη στην ομηρική γλώσσα συγκεντρώνω, συναθροίζω. Ετσι ήταν φυσιολογικά βέβαιο κάθε προσπάθεια φίμωσης του δημόσιου λόγου να απαγορεύεται, δηλαδή να στερείς το δικαίωμα του άλλου να αγορεύει, να υποστηρίζει στον δημόσιο χώρο συνάθροισης ελεύθερα τη γνώμη του.
Αλλά με τον καιρό ο χώρος της Αγοράς δεν περιοριζόταν αποκλειστικά για την ελεύθερη διακίνηση ιδεών, προτάσεων, λύσεων και βουλήσεων. Εγινε και χώρος διακίνησης προϊόντων, ανταλλαγής μεθόδων παραγωγής, πείρας και επιτευγμάτων. Συχνότατα στη μια πλευρά της Αγοράς ως χώρου συναλλαγών πάσης φύσεως, εκτός από τους πάγκους των σαράφηδων, των αργυραμοιβών που αντάλλασσαν τα ντόπια με τα ξένα, των εμπορευματιών, νομίσματα, ήταν και οι πάγκοι των ενεχυροδανειστών, κοινώς ο «πάγκος της ακούμπας», αφού όσοι είχαν ανάγκη από ρευστό «ακουμπούσαν» τα τιμαλφή της οικογένειας με το δικαίωμα σε συμφωνημένο διάστημα χρόνου να τα ξαναπάρουν αν κατέβαλλαν με τόκο το δάνειο.
Στις μεσαιωνικές Αγορές συναντούσες στους τόπους συνάθροισης κομπογιαννίτες, γιατρούς, οδοντογιατρούς, διακινητές θαυματουργών «μαντζουνιών» για πάσαν νόσον, αλλά και ερωτικά φίλτρα, ονειροκρίτες, σερνικοβότανα, ξόρκια, αναθέματα, βίους αγίων και αποτρεπτικά δαιμονικών καταδέσμων.
Στη μια πλευρά της Αγοράς δέσποζε ο ναός της πόλης, αρχαίας, μεσαιωνικής, νεότερης, συνήθως ο νεότερος πάνω στα θεμέλια του αρχαίου και με εμφανή στην τοιχοποιία του τα αρχιτεκτονικά μέλη του αρχαίου (κιονόκρανα, βωμοί, ακρωτήρια, κέραμοι). Ετσι η Αγορά γινόταν και τόπος, σε τακτές ημερομηνίες, συνάθροισης πιστών και πανηγυριστών (στη λέξη Πανήγυρις πάλι η λέξη Αγορά ξεφυτρώνει) με πάγκους που προσέφεραν αφιερώματα, λαμπάδες, στεφάνια, λαδάκια, μύρο, λιβάνι και σμύρνα, και προσευχητάρια, εικόνες τιμώμενων ηρώων, θεών και θεού.
Και στα αρχαία και μεσαιωνικά χρόνια στην Αγορά και εξαιτίας επετείων θρησκευτικών εξετίθεντο προς πώληση ή αγορά ζώα (ζωοπανήγυρη), οικιακά σκεύη και παλαιότερα πορνοβοσκοί προσέφεραν και ιεροδούλους!
Ετσι, στα πίσω χρόνια (και στα δικά μας ενίοτε;) ο ναός με προσφορά ειδικευμένου ιερέα, του εξομολόγου, δεχόταν να εξαγοράσει τα αμαρτήματα των πιστών με αντάλλαγμα τη μετάνοια και συχνά και μια μεγάλη λαμπάδα. «Ξαγορεύτηκες;» ρωτούσαν το παιδί όταν γύριζε από την εξομολόγηση.
Στην αρχαία Αθήνα, συναθροίσεις λαού γίνονταν βέβαια στην Αγορά, στην Εκκλησία του Δήμου και –στην καθημερινότητα –στα κουρεία και στα γυμνάσια (γυμναστήρια). Εκεί συναντούσε ο Σωκράτης τα φανατικά για γράμματα αγόρια!
Στην Τουρκοκρατία άνθησε ο καφενές με τον ναργιλέ και αργότερα το τσιμπούκι και το στριφτό τσιγάρο. Στον καφενέ καθημερινά σε χωριά και πόλεις οι συμπολίτες έθεταν, ερίζοντας, όλα τα κοινά προβλήματα της κοινότητας, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά, ηθικά, τεχνικά και συχνά πολιτιστικά. Οι καφενέδες συνήθως βρίσκονταν στην πλατεία (Αγορά) του οικισμού απέναντι από την εκκλησία και το κοινοτικό κατάστημα, τη χωροφυλακή και το ταχυδρομείο –οι δημόσιες συναθροίσεις αναγγέλλονταν με τον τελάλη και οι αποφάσεις, όπως στην αρχαία Εκκλησία του Δήμου, παίρνονταν διά βοής. Αποφάσεις που είχαν να δώσουν λύση για τη δίκαιη ύδρευση ή το πότισμα, την αντιμετώπιση ασθενειών των ζώων, τον κοινοτικό φόρο για δημόσια ή κοινοτικά έργα, την αντιμετώπιση θεομηνιών, την προστασία από επιδρομές πεινασμένων άγριων ζώων ή πεινασμένων άγριων ληστών.
Από τους καφενέδες ξεκινούσαν όσοι κληρωτοί του χωριού ή της κωμόπολης έφευγαν για το μέτωπο, στο καφενείο πρώτα ξεπέζευε ο αδειούχος φαντάρος και στο καφενείο προσφερόταν ο καφές της παρηγοριάς μετά την κηδεία ή το μνημόσυνο. Και έξω από το καφενείο, απέναντι από την εκκλησία, στρωνόταν το γαμήλιο γλέντι με τα όργανα και η Αγορά γινόταν χοροστάσι, με τον παπά – ζευγά να σέρνει πρώτος τον χορό.
Περασμένα ξεχασμένα τώρα όλα αυτά.
Τώρα, όπου υπάρχουν ακόμη καφενέδες, ο τελάλης ονομάζεται τηλεόραση που παίζει νυχθημερόν και η πανήγυρις τηλεοπτική συνάθροιση επωνύμων που γλεντούν, τραγουδούν προς τέρψιν εκ του μακρόθεν εντόπιων και μεταναστών και ξενιτεμένων.
Και ξαφνικά, πριν από λίγα χρόνια, η Αγορά λαού μεταμφιέστηκε σε εφιάλτη. Είναι τα λεγόμενα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ο καφενές έγινε παγκόσμια Αγορά όπου ο καθένας «καταθέτει» τη γνώμη του, το μίσος του, τις προκαταλήψεις του, τις στρεβλές ιδέες του, τα κόμπλεξ του, τη θρησκευτική, πολιτική, αθλητική, οικονομική του εξάρτηση, την –κυρίως –αγραμματοσύνη του (αφού εκ των πραγμάτων εκπροσωπεί κατά κανόνα τον μέσο ημιμαθή όρο της χωλής μας εκπαίδευσης), τη ρητορική του ξερόλα. Παλιότερα, στον καφενέ ο εξυπνάκιας ή ο παραπληροφορημένος ή ο βαλτός ξεμπροστιάζονταν, έπεφτε και φάπα, απομονώνονταν και γιουχαΐζονταν. Τώρα, είναι μια (τρομάρα μας) ισότιμη φωνή μέσα στη γενική βαβούρα.
Παλιότερα, ένα κυριακάτικο μετά τη λειτουργία καφενείο αρκούσε για να αντιληφθείς την ιδεολογική, πνευματική και ηθική στάθμη του χωριού ή της γειτονιάς της μεγαλούπολης.
Τώρα στα δίκτυα αποθεώνονται (αλλά ποιος ο θεός;) η αυθαιρεσία, η σάχλα, η συκοφαντία, η κακότητα, ο ωχαδερφισμός, ο χαφιεδισμός, ο λεκτικός βόθρος, ο εκπαιδευτικός όλεθρος αυτού του τόπου. Γιατί όλοι αυτοί που «κοινωνούν» τις απόψεις τους είναι κάτοχοι κρατικών, κυρίως, και ιδιωτικών πτυχίων εκπαίδευσης και βέβαια ψηφίζουν. Αγαπητοί, ασχοληθείτε για λίγο με αυτό το παιχνίδι. Παρακολουθήστε σε μία μόνο ημέρα αυτούς τους οχετούς δικτυωμένης αυθάδειας και με τη φαντασία σας μετατρέψτε το δίκτυο, όποιας υφής, σε κάλπη. Και στοχαστείτε για μία μόνο στιγμή τον όρο «εκλογικό σώμα».