Ο Λούθηρος, θα πρόσθετα, όπως ο κατά Μαρξ γαλλικός πετεινός προανήγγειλε την προλεταριακή επανάσταση, ήταν ο γερμανικός πετεινός που πολύ νωρίτερα προανήγγειλε τις μεταρρυθμιστικές επαναστάσεις του Μακιαβέλι και του Διαφωτισμού. Αυτός – κατά τον Λίποβατς – ανέδειξε τον ρόλο της ατομικότητας και της θέλησης του ατόμου, κάτι που σηματοδοτεί την ειδοποιό διαφορά αυτής της εποχής με την αρχαιότητα. Μιας ατομικότητας που στοιχεία της υπήρχαν ακόμη και στον Μεσαίωνα, αλλά ο Λούθηρος τα μορφοποίησε πνευματικά. Εζησε σε μια μεταβατική περίοδο εισόδου σε μια εποχή κατά την οποία η ατομικότητα μετατρεπόταν σταδιακά στη μήτρα της νεωτερικότητας. Είμαστε όμως ακόμη στο κατώφλι της νεωτερικής ζωής. Στο μουσείο ανθρώπινης ιστορίας ξεναγός μας, από τις αίθουσες του Μεσαίωνα σ’ αυτές της νεωτερικότητας, είναι ο Λούθηρος.
Από τον 12ο αιώνα ήδη, η Καθολική Εκκλησία αναρωτιόταν για το πώς και αν προκύπτει κάποια βεβαιότητα για τη σωτηρία του ατόμου, όχι των πιστών γενικά. Τον 15ο αιώνα ο καρδινάλιος Νικόλαος Κουζάνο εμβαθύνει σε αυτόν τον προβληματισμό αμφισβητώντας τις απαντήσεις της μοναδικής αυθεντίας της παράδοσης, δηλαδή της ίδιας της Εκκλησίας.
Ο Λούθηρος έρχεται να προχωρήσει αυτόν τον προβληματισμό. Ενώ όμως από τη μια διαμορφώνει τη νεωτερική σκέψη, από την άλλη ως θρησκευτική ιδιοφυΐα διαμαρτύρεται ενάντια σ’ αυτήν. Εγκλωβίζεται τότε «στο θεμελιακό ιδεολόγημα της νεωτερικότητας: ότι η ύπαρξη είναι το υπέρτατο αγαθό και ότι ο άνθρωπος θέλει να γίνει ο ίδιος Θεός» (σελ. 24). Την ίδια στιγμή αυτή η ύπαρξη βυθίζεται στο άγχος του ερωτήματος για τη μετά ζωή σωτηρία. Αγχος που καταλαμβάνει ακόμη και τους άθεους.
Ο Λούθηρος ελίσσεται ανάμεσα στην αυτονομία του ανθρώπου της Αναγέννησης και την «αλλονομία» του ανθρώπου του Θεού. Μερικές φορές γλιστρά και πέφτει, όπως γίνεται με τις διφορούμενες θέσεις του για τον ρόλο των καλών έργων στη σωτηρία. Αλλοτε πάλι πατά σταθερά στο έδαφος, όπως εκεί όπου γίνεται λόγος για την προτεραιότητα της πίστης έναντι της αγάπης. Ο Λούθηρος όμως έτσι κι αλλιώς είναι καχύποπτος έναντι των επιτυχιών του ατόμου, γιατί αυτές μπορούν να τον οδηγήσουν στην έπαρση. Ο Λούθηρος δεν είναι Καλβίνος, όπως τόνιζε και ο Βέμπερ.
Ο κινούμενος ανάμεσα στον Νόμο και στο Ευαγγέλιο άνθρωπος του Λούθηρου είναι συγχρόνως αμαρτωλός και δίκαιος. Προέχει εδώ η πραγματική συνύπαρξη της αμαρτίας και της δικαιοσύνης του Θεού. Το κενό μεταξύ αμαρτίας και δικαιοσύνης έρχεται να καλύψει η πίστη, όχι τα καλά έργα, όπως μέχρι τότε ισχυριζόταν η Καθολική Εκκλησία. Η πίστη και απευθείας η Γραφή, μόνο, σώζουν από την πρωταρχική αμαρτία. «Ο σημαντικότερος στόχος του χριστιανού δεν είναι πλέον η αγάπη, αλλά ο καθορισμός της σωτηρίας, ενώ προϋπόθεση για αυτό είναι το άκουσμα του Λόγου της Γραφής και η πίστη σε αυτόν» (σελ. 71).
Αντίθετα όμως από κάποιες επιδερμικές αναγνώσεις του Λούθηρου – που ίσως, θα πρόσθετα, οφείλονται σε ακόμη πιο επιδερμικές αναγνώσεις του Μαξ Βέμπερ –, για αυτόν δεν υπάρχει καμία βεβαιότητα της σωτηρίας. Αυτό που μετρά είναι η απόλυτη εμπιστοσύνη στον Θεό. Τίποτε άλλο. Μόνο η χάρη του Θεού σώζει τον άνθρωπο από την ανυπέρβλητη εμπλοκή του με την αμαρτία. Προσοχή όμως και εδώ. Η ειδοποιός διαφορά του Λούθηρου από προγενέστερούς του καθολικούς θεολόγους, οι οποίοι αναδείκνυαν το ζήτημα της χάρης και της σωτηρίας μέσα από τη «μεταφυσική» σχέση Θεού και ανθρώπου, είναι ότι αυτός, όπως μας υπενθυμίζει ο συγγραφέας, «κινητοποιεί τον κριτικό ορθό Λόγο και την καλή θέληση των δρώντων μέσα στην ιστορία» (σελ. 43). Η απόδοση στον Λούθηρο των χρονικών πρωτείων του κριτικού ορθού λόγου ίσως να έβγαζε από τα ρούχα του έναν επιδερμικό οπαδό του Καντ, όχι όμως και τον ίδιο τον Καντ.
Αλλά για να επιστρέψουμε στον Λούθηρο, πιο σωστά επαναφέροντάς μας σ’ αυτόν, ο Λίποβατς μας υπενθυμίζει ότι για αυτόν «μόνο μέσω του Λόγου εμφανίζεται η αλήθεια για τον Θεό και τον άνθρωπο. Ο Λόγος του Θεού είναι συγχρόνως ένα αληθώς λέγειν και ποιείν και πράττειν… η αληθής γνώση του Θεού βρίσκεται μέσω της πίστης στον Λόγο του Θεού» (σελ. 46). Τα παραπάνω μπορεί εν μέρει να αποτελούσαν επίσης στοιχεία του προβληματισμού τόσο του Ιερού Αυγουστίνου όσο και του Ακινάτη και του Κουζάνου, η προσέγγιση όμως του Λούθηρου είναι καινοτόμος όσον αφορά την προτεραιότητα της ατομικότητας και του εγώ του πιστού. Την προτεραιότητα της συνείδησης, δηλαδή. Με αυτήν, τη συνείδηση, κατά τον Λούθηρο, μιλάμε απευθείας με τον Θεό, «μέσω της σχέσης Του με εμάς».
Αυτό που αναδεικνύει ο Λούθηρος, όπως εξαιρετικά καινοτόμα τον προσεγγίζει ο Λίποβατς, είναι η διαλεκτική θεολογία του. Σε αντίθεση με την καθολική θεολογία και σκέψη που διέπονται από την ήρεμη διαδοχή της αντίθεσης του αμαρτωλού ανθρώπου και του σώζοντος Θεού, στον Λούθηρο έχουμε μια δυναμική εικόνα της σχέσης Θεού και ανθρώπου, όπως αυτή προβάλλει μέσα από πολλές παραλλαγές και αντιθέσεις.
Στον Λούθηρο η θεολογία είναι θεολογία του Σταυρού που απαντά στο ερώτημα της σωτηρίας του ατόμου. Ενα καθυποταγμένο Πιστεύω και όχι μια τυπική ομολογία πίστης στην Εκκλησία. Εδώ η πίστη είναι ανακλαστική. Είναι μια πίστη στον Θεό, η οποία επιστρέφει στο ίδιο το υποκείμενο (εγώ). Είναι μια εγωκεντρική πίστη στην ελεύθερη βούληση του ατόμου. Κάτι που στέκεται πολύ μακριά από την καθολική πίστη και χιλιόμετρα μακριά από την ορθόδοξη πίστη στον κοινοτισμό. Με τα λόγια του Λούθηρου, είναι μια «αρπάζουσα πίστη» (fidesapprehensiva). Ο πιστός «αρπάζει» το μήνυμα της σωτηρίας όχι από τους «διαμεσολαβητές» του Θεού στη γη, αλλά απευθείας από τον Χριστό και από τη Γραφή, χωρίς διαμεσολάβηση της Ιεραρχίας. Η μόνη διαμεσολάβηση που αναγνωρίζεται είναι αυτή μεταξύ του πιστού και του εαυτού του. Ολοι κατανοούμε σήμερα πόσο επαναστατική ήταν για την εποχή της αυτή η μεταρρυθμιστική σκέψη.
Το απόσταγμα
Θεός, Εκκλησία, πιστοί και άθεοι μεταρρυθμίστηκαν επαναστατικά
Στον καθολικισμό η πίστη είναι αποτέλεσμα της ενεργοποιούμενης μέσω των καλών έργων αγάπης, αντιθέτως στον Λούθηρο η πίστη είναι μια θεϊκή πράξη. Ο Λίποβατς παρεμβαίνει εδώ και επισημαίνει, κριτικάροντας τον Λούθηρο, ότι λόγω της ανακλαστικότητας της πίστης της η θεολογία του έχασε τον αρχικό προσωπικό και ατομικό της χαρακτήρα. Ετσι η αντικατάσταση της ιεραρχικής αυθεντίας της Εκκλησίας οδηγείται στην εργαλειοποίηση της αυθεντίας του ατόμου.
Μήπως όμως ο Διαφωτισμός αποτέλεσε μία ακόμη εργαλειοποιημένη αυθεντία του ατόμου; Αν ως Διαφωτισμό εννοούμε κάποιο τέλος της σκέψης, κάτι σαν το χεγκελιανό τέλος της πορείας του πνεύματος προς τον εαυτό του, τότε ναι. Οχι όμως αν δεν υπάρχει αυτό το τέλος. Ο Λίποβατς με μαεστρία μάς εισάγει στον κόσμο της ψυχανάλυσης, όπου και εδώ δίνονται απαντήσεις αλλά και προκύπτουν νέα ερωτήματα σχετικά με το άγχος, την πίστη, την ελπίδα, την ίδια την αγάπη. Ούτε όμως εδώ υπάρχει κάποιο τέλος. Ούτε η καθολική ούτε η ανακλαστική πίστη, αλλά ούτε και ο Διαφωτισμός και η ψυχανάλυση έχουν οριστικές απαντήσεις, γιατί και τα ερωτήματα δεν είναι οριστικά. Μπορεί η διαλεκτική του Λούθηρου – όχι βεβαίως αυτή του Λένιν ή του Στάλιν, για να θυμηθούμε εδώ εκ νέου και την Οκτωβριανή Επανάσταση – να δίνει πιο στέρεες απαντήσεις στους πιστούς. Αλλά πιο στέρεο δεν σημαίνει μονιμότητα και πολύ περισσότερο βεβαιότητα. Στέρεο είναι και το αβέβαιο, όσο αυτό φαντάζει τέτοιο, ενώ στην ουσία είναι εξαρχής αβέβαιο.
Στο όγδοο και στο τελευταίο ένατο κεφάλαιο ο συγγραφέας προσεγγίζει ομοιότητες και διαφορές της σκέψης του Λούθηρου με τόσο διαφορετικές προσωπικότητες, όπως ο ανθρωπιστής και καθολικός ώς το τέλος Ερασμος, ο πατέρας της νεωτερικής πολιτικής σκέψης Μακιαβέλι και ο φιλόσοφος της κοσμικής βεβαιότητας της αμφιβολίας Ντεκάρτ.
Το τίμημα της διαμαρτυρίας του Λούθηρου ήταν η διάσπαση της Εκκλησίας και εκατό χρόνια φανατισμού και θρησκευτικών πολέμων, από όλες τις πλευρές. Αυτή όμως η διαμαρτυρία αποτέλεσε και ένα μεγάλο βήμα στην ευρωπαϊκή Ιστορία, το οποίο οδήγησε στον Διαφωτισμό, στην ανεξιθρησκία, στα ανθρώπινα και στα ατομικά δικαιώματα. Θέματα που κατά τον Λίποβατς αγκαλιάστηκαν από τις Προτεσταντικές Εκκλησίες και από την Καθολική Εκκλησία μετά τη Β’ Σύνοδο του Βατικανού (1962-1965). Οχι όμως και από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Παρά τα από εδώ και από εκεί πετάγματα κάποιων φωτισμένων ιεραρχών όπως ο Αναστάσιος της Αλβανίας, θα πρόσθετα.
Το απόσταγμα από αυτό το βιβλίο είναι πως μετά τον Λούθηρο, αλλά και έπειτα από τέτοιους στοχαστές, όπως οι Ερασμος, Μακιαβέλι και Ντεκάρτ, ούτε η ζωή του Θεού ούτε η ζωή της Εκκλησίας, αλλά ούτε και η ζωή πιστών και άθεων, παρέμεινε ίδια. Ολα μεταρρυθμίστηκαν επαναστατικά.
Θάνος Λίποβατς
Ο Μαρτίνος Λούθηρος και η Επανάσταση της Μεταρρύθμισης
Εκδ. Πόλις, 2017, Σελ. 196
Τιμή: 15 ευρώ