Οσοι έχουν οικειότητα με το έργο της συγγραφέως – και δεν είναι λίγοι στη χώρα μας – γνωρίζουν ότι εκκινεί το μυθοπλαστικό της ταξίδι από πρόσωπα που βρίσκονται στα σπλάγχνα του ιστορικού μας ορίζοντα. Οι ήρωές της βρίσκονται συνήθως σε τροχιά αμφισβήτησης των σκληρών καταναγκασμών της εποχής τους και παράλληλα οδοιπορούν σ’ ένα μονοπάτι όπου οι προσδοκίες τους συντρίβονται. Για παράδειγμα, στον κυκλικό ιστορικό χρόνο βιβλίων όπως τα «Φωτιές του Ιούδα, στάχτες του Οιδίποδα», «Ελένη ή ο Κανένας», «Ενα σχεδόν γαλάζιο χέρι» (όλα από τις εκδόσεις Καστανιώτη), η πολυμεταφρασμένη Ρέα Γαλανάκη παρεμβάλλει τη μαρτυρία του προφορικού λόγου ανάμεσα στη μεγάλη Ιστορία και τη μυθοπλασία. Προσπαθώντας με αυτόν τον τρόπο να ξεκλειδώσει άγνωστες μα σημαντικές πτυχές του ιστορικού γίγνεσθαι και να συνομιλήσει με τα διαχρονικά ζητήματα που την απασχολούν, όπως: παράνοια, διαφθορά, έμφυλη ταυτότητα, απαγορεύσεις, κρυφές επιθυμίες, αρχαίο δράμα, ιδεολογικός προσανατολισμός και άλλα πολλά.

Η καινούργια της δουλειά είναι μοιρασμένη σε δύο μέρη. Οι φαινομενικά ασύνδετες νουβέλες έχουν ως κοινό σημείο συνάντησης το στοιχείο της λήθης. Δηλαδή τι χάνεται και τι μένει από το ανθρώπινο χνάρι. Ακόμη κι αν πρόκειται για πρόσωπα του μύθου που εξανθρωπίζονται. Η Ρέα Γαλανάκη βαδίζει ψηλαφιστά στον χώρο του άρρητου, του απαγορευμένου και του υποφωτισμένου. Η βασική αρχή της συγγραφέως να εξερευνά ό,τι ζει και αναπνέει στη σκιά, απαντάται εδώ με τρόπο ευθύ. Στη συγκεκριμένη δυαδική νουβέλα εξυφαίνεται και ένας διάλογος νοοτροπιών, καθότι η Ρέα Γαλανάκη γράφει για χαρακτήρες που έστω και λίγο αισθάνεται ότι της μοιάζουν, ανεξαρτήτως φύλου.

Στον Πύργο της Τήνου

Η πρώτη νουβέλα έχει ως επίκεντρο τον Γιαννούλη Χαλεπά, στην τελευταία φάση της ζωής του, μετά το εξιτήριο από το φρενοκομείο της Κέρκυρας. Ο μεγάλος μας γλύπτης, ράκος από την παραμονή του εκεί και την καταπίεση της μητέρας του, που παρ’ όλα αυτά τον σώζει από τον ισόβιο εγκλεισμό, σχεδόν φυτοζωεί. Δεν πιάνει στα χέρια του ξανά το μάρμαρο, σαν να τιμωρεί το ταλέντο του, από τη μια μεριά και από την άλλη υφίσταται τις τρομακτικές νουθεσίες της μητέρας του που σπάει ό,τι γλυπτό βρίσκει μπροστά της. Φυλακισμένος στη μήτρα των μαρμαρογλυπτών (τον Πύργο της Τήνου), βγάζοντας τα προς το ζην ως βοσκός, ο Χαλεπάς ανακατεύει, στα κρυφά σχεδόν, κόκκινο πηλό και νερό. Με τα υλικά του Θεού, όπως λέγονται, κατασκευάζει μια σειρά αγαλματιδίων όπου προεξάρχουσα θέση έχει το περίπου εξήντα εκατοστών έργο «Αθηνά βοσκοπούλα».

Μεταξύ καρδιάς και νου

Η θεά Αθηνά, όχι με τη μυθική της πανοπλία, αλλά ως μια απλή χωριατοπούλα με ποδήρες ένδυμα, βαρύ στήθος, αδρό πρόσωπο και τα μανίκια της ανασκουμπωμένα, είναι έτοιμη να τυροκομήσει κάτω από τον ευπρόσδεκτο ήλιο της άνοιξης. Η θεά παρθένος που, αντί για δόρυ, κουβαλά το μελαγχολικό μειδίαμα της γονιμότητας. Γύρω από το αγαλματίδιο και τον γλύπτη, η Ρέα Γαλανάκη αφουγκράζεται τη μαγική φωνή αναμεταξύ καρδιάς και νου, καλωσορίζοντας τη διαύγεια των παλαιών συμβολισμών. Αναπτύσσει την αφήγησή της με κάθετες τομές και όχι με περιγράμματα. Ετσι βγάζει τον ατμό από το καπάκι της επίσημης Ιστορίας για να αναδείξει ζητήματα αποσιωπημένα, τα οποία καθιστούν τις προσωπικότητες όλο και πιο περίπλοκες.

Η Αριάδνη της Κρήτης αποτελείται αρχικά από τα συστατικά του μύθου που έπλασαν οι Ελληνες και ο Θησέας γι’ αυτήν. Εν προκειμένω μια ανδρική μυθιστορία για μια γυναίκα με πάθη. Η Αριάδνη του βιβλίου δεν είναι μόνο μια μινωιτικη ζωγραφιά, αλλά και μια γυναίκα που για πρώτη φορά αφηγείται την ιστορία από τη δική της σκοπιά. Δεν είναι μόνο η κόρη – μητέρα που προδόθηκε κατά έναν τρόπο, αλλά με την ιερότητα που της προσδίδει η πένα της συγγραφέως μετατρέπεται σε μια βλαστική θεά. Η κόρη του βασιλιά Μίνωα θα μείνει μακριά από τις σκοτεινές βουλές του Θησέα, που εμπεριέχουν πολιτικό τακτικισμό. Εκτός αυτού, ο Θησέας εκπροσωπεί τη νέα Ελλάδα που αναζητά με κάθε τρόπο να σβήσει τον παλιό κόσμο. Η Αριάδνη σταδιακά κλείνεται στον εαυτό της και συναντά την ταπεινότητα του Χαλεπά. Δυο παρίες, κατά κάποιον τρόπο. Ο γλύπτης, ένας σταματημένος καλλιτέχνης, και η Αριάδνη, μια οντότητα μακριά από τον θρύλο της, που «αποζητά» τη φθορά του χρόνου. Αποκτά τη δική της γλώσσα στη νουβέλα, έχει τη δική της υπόσταση και ίσως η ιστορία της να ήταν μέρος ενός τελετουργικού που έπρεπε να συμβεί. Η διήγηση της Ρέας Γαλανάκη εδώ αποφεύγει να υποπέσει σε οποιουσδήποτε νεοφεμινιστικούς διδακτισμούς.

Στοχασμοί

Οι τεκτονικές αλλαγές στους χαρακτήρες

Οι ιστορικές πηγές έχουν διερευνηθεί εις βάθος, μόνο που το γεγονός αυτό δεν σταματά τη συγγραφέα από το να τοποθετήσει τη δική της συνθήκη στην καρδιά του μύθου. Επεμβαίνει εκεί που χρειάζεται, πλάθοντας τους ήρωες από την αρχή. Οι αλλεπάλληλοι ποιητικοί συνειρμοί τονίζουν τις σκιές γύρω από τα πρόσωπα, λύνοντας τα μάγια στη μυθοποιημένη αλήθεια. Οι ήρωες βγαίνουν γυμνοί στο φως, αποδεχόμενοι τη μεταμόρφωση, την τέχνη και το πεπρωμένο τους. Η Ρέα Γαλανάκη που έχει τιμηθεί δύο φορές με το Κρατικό Βραβείο (1999 και 2005), όπως επίσης έχει λάβει το Βραβείο Πεζογραφίας Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών και το Βραβείο Αναγνωστών του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου (2006), μας παραδίδει ένα βιβλίο στοχαστικό. Βασισμένο πάνω στις τεκτονικές αλλαγές που υφίστανται οι χαρακτήρες εσωτερικά και ακολούθως τις κάνουν να αντανακλούν στο ιστορικό τους πλαίσιο. Ο Χαλεπάς, που αποχαιρετά τα αγάλματα μα όχι την τέχνη του, ξένος μέσα σε οικείο περιβάλλον, κυριευμένος από τον μέγα πόθο της δημιουργίας, υπό τον κίνδυνο της τιμωρίας, φτιάχνει μια μικρή θεά. Μια δουλευταρού βοσκοπούλα, που τα γυμνά της χέρια αρδεύουν τη γη. Κάποια στιγμή θα συναντήσει την ιέρεια της Γης, Αριάδνη. Την έσχατη κληρονόμο ενός πολιτισμού που διαλύεται. Εζησε έναν έρωτα άναρχο και τώρα συλλογίζεται. Ο μέγιστος λαβύρινθος είναι αυτός που ανοίγεται μέσα της. Ο μίτος ήταν το κλειδί της νίκης κατά του παράξενου αδελφού της. Μια βασιλοπούλα που παραστράτησε από τον προγραμματισμένο ρόλο της. Και που για να βρει την απόλυτη αλήθεια, θα πρέπει να καταδυθεί στα ερέβη του θανάτου.

Ρέα Γαλανάκη

Δυο γυναίκες, δυο θεές

Εκδ. Καστανιώτη, 2017, σελ. 224

Τιμή: 14,80 ευρώ