Δημήτρης Ραυτόπουλος, κριτικός λογοτεχνίας
Το λάθος του λάθους
Λίγα έργα μεταπολεμικών πεζογράφων μας έτυχαν υποδοχής τόσο θερμής –μέχρι αμετροέπειας –όσο «Το λάθος» του Αντώνη Σαμαράκη· από τους λίγους προφήτες που αναγνωρίσθηκαν ζώντες στην εαυτών πατρίδα και ανά τας Ευρώπας: αποκαλυπτικό, λαμπρό, συγκλονιστικό· καινούργιο ρίγος, καθηλώνει· ιδιοφυΐα· από τα καλύτερα της λογοτεχνίας μας… (παραλείπω τα εισαγωγικά, αλλά είναι ακριβώς οι λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον)· από σεβαστά και καθιερωμένα ονόματα: Ε. Παπανούτσος, Αλκης Θρύλος, Β. Βαρίκας, Α. Καραντώνης, Π. Χάρης, Αλ. Κοτζιάς…
Αν δεν κάνω λάθος ήμουν απόλυτη μειοψηφία άρνησης του θαύματος*. Καταλόγιζα στο μυθιστόρημα αυτό, όπως και στα προηγούμενα διηγήματα του συγγραφέα, εκτός ολίγων εξαιρέσεων, τάση προς τον εντυπωσιασμό, στα εφέ, στη βεβιασμένη και κραυγαλέα συμβολοποίηση και τη συσσώρευση ασημαντολογίας, έναν γλυκερό ανθρωπισμό που καταντούσε ανθρωπακισμός και την εύκολη, θαυματική διαφοροποίηση των συνειδήσεων: Ενας άνθρωπος πυροβολεί ξαφνικά έναν τοίχο εργοστασίου που μυστηριωδώς έκανε κακούς τους ανθρώπους μιας αυλής. Ενας άλλος πετροβολάει βιτρίνες ζαχαροπλαστείου, ένας τρίτος τραβάει το σήμα κινδύνου. Ποιοτική μεταβολή από συσσώρευση ποσοτικών τοιούτων, σαν να λέμε (αν και δεν τολμούσε να πει το είδος της διαλεκτικής της).
Το «Λάθος» υποτίθεται ότι είναι του ολοκληρωτισμού και συνίσταται (το λάθος) στο ότι δεν υπολόγισε τον ανθρώπινο παράγοντα. Ετσι, αποτυγχάνει το σατανικό σχέδιο μιας αστυνομίας να κάνει τον κατηγορούμενο επαναστάτη να «σπάσει», να ομολογήσει ή να προδοθεί. Φτάνει γι’ αυτή την αποτυχία μια λέξη σταυρολέξου που ρίχνεται την κρίσιμη στιγμή…
Για να είναι Ο ολοκληρωτισμός, παντοίος, γενικός, είναι τόσο άχρους και άοσμος ώστε τελικά δεν είναι κανένας. Για να είναι η πόλη αόριστη (καημένε Κάφκα…) δεν είναι καμιά· αν χρειάζεται όνομα οδού είναι η «οδός Ταχυδρομείου».
Η συσσώρευση αφόρητης ασημαντολογίας παριστάνει την απροσδιοριστία, τη ρευστή ατμόσφαιρα, την ασαφή σαφήνεια: «Υστερα έξυσα το δεξί μου αυτί –το δεξί;», «είχαμε σηκώσει τα παντελόνια ίσαμε το γόνατο, λίγο πιο πάνω ή πιο κάτω» –Η τουαλέτα «μύριζε. Οχι πολύ! Πάντως μύριζε» –«Ξέρετε έχω μυωπία, τρεις βαθμούς μυωπία. Φοβάμαι τώρα τελευταία πως ανέβηκε. Μπορεί να ‘ναι και τέσσερα ή και πέντε» –το τασάκι στο καφενείο ήταν «φτηνό από αλουμίνιο. Διαφημιστικό μιας εταιρείας, αεροπορικής μάλλον. Δεν πρόσεξε».
Εν ολίγοις… το λάθος τελικά γελοιοποιείται: μεταφέρεται από την ιδέα στη λογοτεχνική της μορφή, στον λόγο. Πρόκειται για τον πιο γλυκερό ανθρωπισμό που διαθέτει η «λογοτεχνία» «καλής θελήσεως» και «πολιτικής ορθότητας» που δεν κακοκαρδίζει κανένα, εκτός από τις ίδιες αυτές έννοιες εκτός εισαγωγικών. Νομίζω ότι ο συγγραφέας βρήκε την καλύτερη έκφρασή του στη «Γερουσία των εφήβων».
* Η κριτική μου για «Το Λάθος»: «Επιθεώρηση Τέχνης» 137-138, 1966 και «Κρίσιμη λογοτεχνία», Καστανιώτης 1986, σελ. 161-172

Μανώλης Φάμελλος, μουσικός
«The wall» των Pink Floyd
Λόγω ιδιοσυγκρασίας ίσως, πάντοτε προτιμούσα τα «σιωπηλά» αριστουργήματα παρά εκείνα που φωνάζουν σε όλους τους τόνους για την παρουσία τους. Για παράδειγμα, το αγαπημένο μου συγκρότημα των 90s, οι REM (που όμως κατέγραψε μια σπουδαία πορεία και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980), καταξιώθηκε με το άλμπουμ «Out of time» του 1991. Εγώ όμως τους προτιμούσα στην προηγούμενη, κάπως πιο ιδιωτική εκδοχή τους, αλλά και σε αυτήν που ακολούθησε με το «Automatic for the people» αμέσως μετά. Νιώθω άβολα με τις κορυφές, με καλλιτεχνικά επιτεύγματα που συχνά αποκτούν μυθικές διαστάσεις κι έτσι με έναν τρόπο βγαίνουν έξω από την κριτική αλλά και από τον δημιουργικό διάλογο που θα μπορούσαμε να έχουμε μαζί τους. Αναγνωρίζω σαφώς το μεγαλείο του άλμπουμ «The wall» των Pink Floyd, αλλά ο επικός του χαρακτήρας, το franchise που ακολούθησε και βέβαια το γνωστό σκάλωμα που παθαίνουμε σε πολλές αντίστοιχες περιπτώσεις ως κοινό (στη χώρα αυτή όπου δύσκολα γυρνάει ο τροχός) με απομάκρυναν για δεκαετίες και μόλις πρόσφατα κατάφερα να το ξανακούσω.
Για να πειράξω και κάποιους φίλους, δεν θεωρώ σε καμία περίπτωση το «White album» των Beatles κατώτερο από το «Sgt Peppers», ούτε νομίζω πως περισσεύει κάποιο από τα τραγούδια του. Μου αρέσει το ότι με αφήνει με την αίσθηση πως το παιχνίδι είναι ανοικτό και όλα είναι δυνατά. Οι μουσικοί δεν είναι μάγοι, μετέχουν και αυτοί στη μεγάλη ανθρώπινη περιπέτεια, και την περιπέτεια αυτή τη σκηνοθετούν οι ατέλειές μας. Σε κάποιον που αναζητά μια νέα καλλιτεχνική έκφραση με γενναιότητα αναγνωρίζω και την αστοχία και το λάθος και την αποτυχία και μπορώ να πω πως μου κινεί το ίδιο ή και ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον.

Ντένης Ζαχαρόπουλος, καλλιτεχνικός διευθυντής των συλλογών και μουσείων Δήμου Αθηναίων
Τζεφ Κουνς, Βολανάκης, Ιακωβίδης
Ο Ανσελμ Κίφερ ή ο Τζεφ Κουνς είναι, κατά τη γνώμη μου, καθαρά υπερτιμημένοι καλλιτέχνες και έκαναν ό,τι μπορούσαν για να κερδίσουν αυτήν τη θέση διότι την κατασκεύασαν ιδεολογικά και με σύστημα χωρίς κατ’ ανάγκην καλλιτεχνικό ταλέντο ή όραμα, δεδομένου ότι βασικός τους στόχος ήταν η εμπορική επιτυχία, και αναδείχθηκαν ως υποδειγματικοί επιχειρηματίες. Ο Γκέρχαρντ Ρίχτερ είναι υπερτιμημένος οικονομικά τα τελευταία χρόνια, αλλά παραμένει από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες της εποχής μας. Από τη δεκαετία του 1960 μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 1990 δεν είχε ούτε μεγάλη δημοσιότητα ούτε οικονομική επιτυχία, αλλά πάντα ένα τεράστιο καλλιτεχνικό και θεωρητικό κύρος σε έναν στενό κύκλο κριτικών, συλλεκτών και μουσείων.
Ο Γεώργιος Ιακωβίδης ή ο Κωνσταντίνος Βολανάκης είναι υπερτιμημένοι οικονομικά και καλλιτεχνικά σε σχέση με σύγχρονούς τους όπως οι Νικόλαος Γύζης, Πολυχρόνης Λεμπέσης και Νικόλαος Ξυδιάς – Τυπάλδος, παρότι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο θεσμικά και αισθητικά στην ελληνική κοινωνία. Τέλος, υπάρχουν υπερτιμημένοι καλλιτέχνες με σχετικά χαμηλές τιμές, διότι άλλοι εξ αυτών ήταν «επιφανείς καθηγητές» ή «των Ανακτόρων» ή γενικά «άρεσαν» ή είχαν «μεγάλη δημοσιότητα». Ιδιαίτερα στην Ελλάδα ελλείψει πραγματικής αγοράς –με σπάνιες εξαιρέσεις καλλιτεχνών με τόσο διεθνή καλλιτεχνική όσο και οικονομική αναγνώριση –οι περισσότεροι υπερτιμώνται με δημοσιότητα, τίτλους, παράσημα, πολιτική υποστήριξη, επιρροή στο γούστο (συνήθως το κακό γούστο), προσκλήσεις σε κότερα. Ευτυχώς υπάρχουν αρκετοί καλλιτέχνες τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς που διατηρούν το κύρος και το έργο της τέχνης πέρα από οικονομικά κριτήρια.

Γιώργος Τζιρτζιλάκης, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Το Κέντρο Πολιτισμού του Ρέντσο Πιάνο
H αποπεράτωση του Κέντρου Πολιτισμού του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος από τον δημοφιλή ιταλό αρχιτέκτονα Ρέντσο Πιάνο φούντωσε τον θαυμασμό αλλά και την ουρμπανιστική αισιοδοξία των κατοίκων της πόλης που υπεραναπληρώνουν την διαρρηγμένη αυτοπεποίθησή τους. Ωστόσο, νομίζω ότι πρόκειται για ένα υπερτιμημένο κτήριο το οποίο αντιμετώπισε το ευαίσθητο και κατακρεουργημένο τοπίο της περιοχής με κάποια σχεδιαστική αλαζονεία, προσθέτοντας στις αλλεπάλληλες επιχωματώσεις και τα μπαζώματα της περιοχής νέες, οι οποίες υπερυψώνουν το έδαφος, δημιουργώντας έναν «τεχνητό λόφο» στο νοτιοανατολικό άκρο του οικοπέδου. Το κτίριο αυτής της παραθαλάσσιας τεχνητής ακρόπολης, στην καλύτερη περίπτωση, γίνεται μια πλατφόρμα θέασης που αποσπά από το ερειπωμένο κέντρο της πόλης μιας σειρά κρίσιμες πολιτιστικές δραστηριότητες (Βιβλιοθήκη και Λυρική Σκηνή), ενδίδοντας απερίσκεπτα σ’ ένα από τα μείζονα ιδεολογήματα των περασμένων δεκαετιών, στην «αποκέντρωση» και την εξιδανίκευση της suburbia. Τις δραματικές επιπτώσεις μιας τέτοιας επιλογής τις μεγιστοποιεί σήμερα η κρίση στο κέντρο της πόλης. Σε μια τόσο φιλόδοξη τοπογραφική «χειρονομία» προστίθενται η προβληματική υλικότητα των εσωτερικών χώρων του κτιρίου –που δύσκολα διαφοροποιούνται από τα προϊόντα της τρέχουσας οικοδομικής αγοράς –και η ανορθόδοξη, έως τώρα, σύνδεση με τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Συγχωρήστε με, αλλά φοβάμαι ότι υπερηφανευόμαστε για ένα είδος πολιτισμικού Φιτσκαράλντο που εγκαταστάθηκε στο Φαληρικό Δέλτα διανθισμένο με ρητορική «αειφορίας», «γεωθερμίας» και ούτω καθεξής. Το παράξενο είναι ότι όλη αυτή η έξαψη της θετικότητας που συνεπήρε πολλούς αλλά και η διάθεση ρεμβασμού και γαλήνης που αισθανόμαστε περπατώντας στους χώρους του πάρκου βασίζονται στο πλεόνασμα αυτής της επίπλαστης τοπογραφίας και των εδαφικών επιστρωματώσεων και των σχετικών απωθήσεων που τη συνοδεύουν. Το μπάζωμα, εξάλλου, είναι η πιο ανθεκτική αλληγορία ολόκληρου του νεοελληνικού πολιτισμού. Η αρχιτεκτονική της οικολογίζουσας εξαφάνισης του προϋπάρχοντος διαχέεται πλέον από τη φαληρική τοπογραφία στην κοινωνία.
Γιώργος Τριανταφύλλου, αρχιτέκτων
Κτίριο Οne Kleomenous, μελέτη Mirage στην Τήνο, κατοικία στην Ανάβυσσο
Η έννοια του «υπερτιμημένου» στην ελληνική αρχιτεκτονική αφορά κυρίως κάποια υπερ-προβαλλόμενα έργα και όχι συγκεκριμένους αρχιτέκτονες. Πρόκειται για έργα με εντυπωσιακό ή ουτοπικό χαρακτήρα, που τα ΜΜΕ προβάλλουν επίμονα, χωρίς μάλιστα να έχουν διακριθεί σε όποιες κριτικές διαδικασίες, όπως έγκυροι αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί. Τα έργα αυτά δεν είναι δυνατόν να χαρακτηρίσουν και τους αρχιτέκτονές τους υπερτιμημένους στον βαθμό που αποτελούν μάλλον εξαιρέσεις ή μεμονωμένες περιπτώσεις σε σχέση με το σύνολο του έργου τους. Το κτίριο Οne Kleomenous στον Λυκαβηττό των αρχιτεκτόνων Δημήτρη και Γιάννη Τσίγκου (γραφείο Omniview) αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα υλοποιημένου και πολυδημοσιευμένου έργου που προκαλεί με τους καθ’ υπερβολή καμπυλόσχημους τόνους πλακών από πωρόλιθο, τοποθετημένους κάθετα γύρω από τον συμβατικό ορθογώνιο μπετονένιο σκελετό του, με καμπύλες που παραπέμπουν στις ισοϋψείς καμπύλες του εδάφους του Λυκαβηττού (!). Αντίστοιχα, η μελέτη για μια κατοικία στην Τήνο με τίτλο Mirage, του ταλαντούχου αρχιτέκτονα Στέλιου Κόη, που στηρίζεται σε μια απλή ιδέα, έχει εντυπωσιάσει, διακριθεί και πολυδημοσιευτεί, παρόλο που δεν αποκαλύπτεται ότι πρόκειται απλά και μόνο για μια παραπλανητική φωτορεαλιστική ουτοπική απεικόνιση, που δεν είναι εφικτό να υλοποιηθεί σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία και τους όρους δόμησης. Διαπίστωση που το καθιστά ελκυστικό λόγω του ανέφικτου και ταυτόχρονα υπερτιμημένο.
Υπάρχουν ακόμη και έργα στην Ελλάδα που έχουν υπερτιμηθεί κυρίως από την πληθώρα των ερευνητών αρχιτεκτόνων που έχουν ασχοληθεί με αυτά σε υπερβολικό βαθμό και για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ορισμένα θεωρούνται μάλιστα η πεμπτουσία της ελληνικής αρχιτεκτονικής. Πρόκειται κυρίως για έργα σημαντικών και καταξιωμένων αρχιτεκτόνων που δεν είναι εν ζωή και καταλήγουν να θεωρούνται υπερτιμημένα αν κανείς τα συγκρίνει με αντίστοιχα παραδείγματα στον διεθνή χώρο. Ενδεικτική περίπτωση η κατοικία στην Ανάβυσσο του Αρη Κωνσταντινίδη.
Ιρις Λυκουριώτη, αρχιτέκτων
Οι αστέρες αρχιτέκτονες ή το 1%
Το 2014 ο αμερικανός αρχιτέκτονας Φρανκ Γκέρι, στην επίσημη συνέντευξη Τύπου για τη βράβευσή του από τον νυν βασιλιά της Ισπανίας, σήκωσε το μεσαίο του δάκτυλο ως απάντηση σε αυτούς που θεωρούν την αρχιτεκτονική του απλώς θεαματική. Είπε ακόμη ότι το 98% των κτιρίων που κτίζονται (κατά συνέπεια και των αρχιτεκτόνων που τα κτίζουν) είναι απλώς σκουπίδια και μόνο μια μικρή ομάδα αρχιτεκτόνων βγάζει την οικουμένη ασπροπρόσωπη. Και στον κόσμο της αρχιτεκτονικής, λοιπόν, μόνον το παγκόσμιο 1-2% κατέχει όλες τις τιμές (και τις μεγάλες δουλειές), ενώ πίσω του ένα σύστημα από επιχειρήσεις οικοδομικής τεχνολογίας –και τα αντίστοιχα βραβεία που ανήκουν σε ιδιώτες επενδυτές της αγοράς ακινήτων –τους αποδίδει σχεδόν χρηματιστηριακές αξίες. Το περίφημο βραβείο Pritzker είναι ένα ιδιωτικό βραβείο, ανήκει στην εταιρεία Hyatt των ξενοδοχείων, των καζίνων και των επενδύσεων. Αποδίδεται στο κεφάλι που προωθεί τις κυρίαρχες ιδέες, τις τεχνολογίες, τα είδη υλικών κατασκευών κ.λπ. Αυτά με ρυθμό που μοιάζει με αυτόν των τάσεων της haute couture, ανοίγουν αγορές ή αλλιώς ροές χρημάτων, κατακλύζοντας τα αρχιτεκτονικά περιοδικά, επηρεάζοντας ακόμη και τα curricula των αρχιτεκτονικών σχολών, κατευθύνοντας κατάλληλα εκπαιδευμένες στρατιές εργαζομένων που συνωστίζονται σε ουρές πρακτικάριων έξω από τα μεγάλα αυτά γραφεία. Η επικαιρότητα κατασκευάζει τις ροές εργασίας, την ιστορία και τις αξίες στη νεοφιλελεύθερη συνθήκη, την οποία διανύουμε. Την ιστορία κατακλύζουν ανδρικά ονόματα προερχόμενα από εύρωστες κοινωνικές τάξεις. Την ιστοριογραφία κατακλύζει η ατομική ιστορία του (συνήθως) ανδρός αρχιτέκτονα, αποκομμένη από τις κοινωνικές συνθήκες εντός των οποίων εγγράφεται το έργο του. Από την ιστορία απουσιάζουν οι γυναίκες και οι ανώνυμοι εργαζόμενοι (και) των βραβευμένων γραφείων. Αλήθεια, ένας αρχιτέκτονας που αγαπώ κατά τα άλλα, ο Αρης Κωνσταντινίδης, πώς θα μπορούσε να κριθεί αν όχι και από τις αντιφάσεις της εποχής του; Το όνομά του συνώνυμο απολύτως με το πρόγραμμα των Ξενία δεν επισκιάζει την ίδια στιγμή τη μεγάλη ομάδα εργαζομένων ή άλλων αρχιτεκτόνων που ασχολήθηκε με αυτό το τεράστιο δημόσιο πρόγραμμα; Αλήθεια, έχει αποτιμηθεί αυτό το πρόγραμμα και οι πρωταγωνιστές του αν αναλογιστούμε ότι έγινε μέσα στα πλαίσια του περίφημου Σχεδίου Μάρσαλ το οποίο σηματοδότησε και την αλλαγή του οικονομικού μοντέλου της Ελλάδας, ενώ υποστηρίχθηκε επικοινωνιακά από την πλούσια παραγωγή «τουριστικών» ταινιών της εποχής; Αν και υποστηρίζω θερμά τη σχετική αυτονομία του μοναδικού έργου και την αξία του, θεωρώ ότι οι συνθήκες σήμερα είναι τόσο «μονοπωλιακές» που καλό είναι να είμαστε πολύ πιο επιφυλακτικοί/ές με τους μεγάλους άνδρες – αστέρες αρχιτέκτονες.

Ανδρέας Μήτσου, συγγραφέας
Ο «εθνικός» Παλαμάς
«Τι πιο ασήμαντο από ένα αγκάθι αχινού, κι όμως, κάποτε, είδα στο μισοσκόταδο την τομή του. Ηταν ένα σοφό, περίτεχνο κέντημα, μεγάλο σαν ένα τάληρο». Εάν δεχτούμε τη γνώμη του Σεφέρη, πως αυτός είναι ο ρόλος της ποίησης, να δίνει μορφή και υπόσταση στο ασήμαντο, να το ανάγει σε περιωπή, στο πολύτιμο και προσωπικό, τότε, πιστεύω, ελάχιστους θα βρούμε χαμηλόφωνους λογοτέχνες που να καταξιώθηκαν από ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Συνήθως δοξάζονται όσοι αναδεικνύουν τα ήδη υπάρχοντα νοητικά σχήματα, τις εγκαθιδρυμένες συλλογικές ιδέες και βεβαιότητες, εκείνο που οι πολλοί έχουν ανάγκη ν’ ακούσουν. Ο Κ. Παλαμάς υπέθαλψε με οίστρο και ζέση και μεταλαμπάδευσε τους καημούς ενός έθνους, εξέφρασε θαυμαστά το φαντασιακό της λαϊκής συνείδησης. Απέβη, γι’ αυτόν κατ’ εξοχήν τον λόγο, ο εθνικός μας ποιητής. Πέρα από την αισθητική αξία του έργου του. Η ζωή και η πολιτεία του όλη προσέλαβαν στο συλλογικό ασυνείδητο επικές διαστάσεις, οι οποίες τον ανύψωσαν σε σύμβολο ενός λαού. Το πομπώδες, ωστόσο, ύφος του, η μεγαλοστομία, η συναισθηματική υπερχείλιση, ο μεγαλοϊδεατισμός και η πατριδολατρεία, γνήσια και αυθεντική πιθανώς τότε, αποτύπωση του ψυχισμού του λαού του –γνωρίσματα που επισκίασαν όμως την τέχνη του –δεν ξέρω ποιον μπορούν να συγκινήσουν σήμερα. Η ποιητική φυσιογνωμία του Παλαμά σφράγισε, σε κάθε περίπτωση, τον καιρό του, καθρεφτίζοντας το ύφος μιας εποχής. Για να καταστεί όμως σήμερα παρηγορητικός ο λόγος, θα πρέπει, ίσως, να εστιάσει ο ποιητής στο λίγο, στο μικρό και συγκεκριμένο, το φαινομενικά ασήμαντο, με χαμηλόφωνους καινούργιους τρόπους.
«Και τα παλιά βιολιά χτυπάς, με δοξαριές καινούργιες», όπως θα έλεγε κι ο ίδιος ο Παλαμάς.
Ευγενία Μπογιάνου, συγγραφέας
Ο Ταχτσής (πέρα από το “Τρίτο στεφάνι”)
Το 1962 ο Κώστας Ταχτσής δημοσιεύει το «Τρίτο στεφάνι». Στην αρχή περνάει σχεδόν απαρατήρητο, στη συνέχεια όμως αποκτά ισχυρή θέση στην ιστορία της νεότερης πεζογραφίας μας. Ο συγγραφέας, με πλούσια ρέουσα, σχεδόν προφορική γλώσσα, φέρνει στο κέντρο της πρόζας του την ελληνική μικροαστική τάξη, αναδεικνύει εκείνα τα διακριτά γνωρίσματα που την χαρακτηρίζουν ως κοινωνικό στρώμα, δημιουργώντας συγχρόνως δυο εμβληματικές αξέχαστες γυναικείες μορφές, που βγαίνουν από τα σπλάγχνα της τάξης αυτής. Συστήνει με άλλα λόγια στο αναγνωστικό κοινό μια καθημερινή, άγνωστη όμως εν πολλοίς Ελλάδα. Ο Ταχτσής, επί χρόνια και δίχως να καταφέρει να καταθέσει ένα δεύτερο μεγάλο βιβλίο –αλλά και όσα προηγήθηκαν υπολείπονται κι αυτά σε ποιότητα -, συγγραφέας του ενός βιβλίου εντέλει, βρίσκεται στο επίκεντρο της δημοσιότητας, καλλιεργώντας ο ίδιος έναν μύθο γύρω από τη ζωή του που έχει να κάνει με τη δηλωμένη ομοφυλοφιλία του σε μια εποχή που ήταν εξαιρετικά σπάνιο κάτι τέτοιο, όπως και με τις σχέσεις του με την «κάτω» νύχτα. Σχέσεις που ίσως οδήγησαν στη δολοφονία του τον Αύγουστο του 1988, που παραμένει μέχρι και σήμερα ανεξιχνίαστη. Πολλές φορές, η πολυτάραχη ζωή κάποιου έχει ως αποτέλεσμα να επισκιάσει το έργο του. Στην περίπτωση του Ταχτσή νομίζω πως συμβαίνει το αντίθετο. Με όλο το σεβασμό σε ένα αγέραστο μυθιστόρημα, πρέπει να είμαστε ακριβείς ως προς την αξία, που φυσικά δεν σημαίνει απαξία, τού καθ’ όλου έργου του.

Γιάννης Σκουρλέτης, σκηνοθέτης, bijoux de kant
Η γενιά του ’30
Oνόματα δεν θα δώσω. Θα δώσω όμως γενιά, μια γενιά υπερτιμημένη για χίλιους λόγους, αλλά όχι πάντα γι’ αυτούς που της έπρεπε η υπερτίμηση. Μιλάω για τη γενιά του ’30, τη γενιά που θέλησε να φέρει την ελληνικότητα σ’ ένα εκτός συνόρων πεδίο, μακριά από Μεγάλες Ιδέες και άλλα δαιμόνια. Αυτή η γενιά διανοήθηκε έναν λόγο διεθνή, ευρωπαϊκό και ελληνικό ταυτόχρονα, και άρθρωσε μια δυναμική πολιτισμικού πλουραλισμού. Δεν ευτύχησε όμως με τον τρόπο της αρχικής της επιθυμίας. Αν και η πρόθεσή της ήταν ένα ανοιχτό τοπίο ελληνικότητας πέρα από πατριδολαγνείες και στείρα ιδεολογήματα, δεν γλίτωσε από τις φολκλόρ εκδοχές αυτού του τοπίου, τόσο μέσα στον σκληρό της πυρήνα όσο και στο επίπεδο των α λα μανιέρ μιμητών και επιγόνων. Κρίμα! Ηταν μια σπουδαία γενιά που κατά την ταπεινή μου γνώμη παγιδεύτηκε στον καθρέφτη της υπερτίμησής της…
Γιώργος Κουμεντάκης, καλλιτεχνικός διευθυντής Εθνικής Λυρικής Σκηνής
Οι αμερικανοί μινιμαλιστές (πλην Στιβ Ράιχ)
Οταν εμφανίστηκε η σχολή του αμερικανικού μουσικού μινιμαλισμού, θεωρήθηκε ως μια τάση η οποία θα άφηνε ένα σοβαρό αποτύπωμα στη γλώσσα της παγκόσμιας κλασικής μουσικής. Πολύ σύντομα οι προσδοκίες διαψεύστηκαν. Οι έννοιες του ελαχίστου και των αφηρημένων μετασχηματισμών τελικά κατέληξαν στην έννοια της επαναληπτικότητας, η πολυμορφία ξέπεσε στο μονοδιάστατο, η αποστασιοποίηση του συναισθήματος οδήγησε στον απόλυτο νεορομαντισμό, ο πειραματισμός στη βιομηχανοποίηση του είδους, η δημιουργική φαντασία στη μανιέρα, και το ερευνητικό στοιχείο στην εμπορική λογική. Ως λαμπρή εξαίρεση στον κανόνα αυτόν θα ανέφερα τον Στιβ Ράιχ, η αξία του οποίου έχει ξεπεράσει κατά πολύ τις αστοχίες της σχολής του μινιμαλισμού.
Νάσος Βαγενάς, Κριτικός λογοτεχνίας
«Το ημερολόγιο της Αλοννήσου» του Θανάση Βαλτινού
Εκτός από τους υπερεκτιμημένους συγγραφείς υπάρχουν και υπερεκτιμημένα έργα. Υπερεκτιμημένα είναι τα μέτρια (ή και αποτυχημένα) έργα σημαντικών συγγραφέων, τα οποία ενίοτε θεωρούνται σημαντικά επειδή ο συγγραφέας τους είναι σημαντικός. Το φαινόμενο θα μπορούσε να ονομαστεί «ο φετιχισμός του ονόματος» (λ.χ.: επειδή ο Ρολάν Μπαρτ είναι ο Ρολάν Μπαρτ, αποκλείεται να γράφει και μέτρια ή και ανόητα πράγματα).
Ενα, πρόσφατο, υπερεκτιμώμενο, κατά τη γνώμη μου, έργο είναι «Το ημερολόγιο της Αλοννήσου» του Θανάση Βαλτινού. Ο Βαλτινός είναι, βέβαια, ένας από τους σημαντικότερους, σήμερα, πεζογράφους μας. Ομως παρότι η λογοτεχνική ποιότητα αυτού του κειμένου του βρίσκεται μακράν εκείνης άλλων έργων του (πρόκειται περισσότερο για πρόπλασμα λογοτεχνικού έργου), το κείμενο αυτό έγινε ομόφωνα δεκτό από την κριτική με χαρακτηρισμούς διθυραμβικούς, που φτάνουν έως το να χαιρετίζεται ως έργο που τροποποιεί την έννοια και της ίδιας της λογοτεχνίας, επαναδιατάσσοντας τις σχέσεις της με τον κόσμο («Το κείμενο αυτό», διαβάζουμε, «ιδρύει νέες σχέσεις του λόγου και της τέχνης με την πραγματικότητα»).
Είναι δύσκολο να εξηγήσει κανείς το μέγεθος αυτών των επαίνων, όταν σκέφτεται ότι οι περισσότεροι από τους κριτικούς του «Ημερολογίου της Αλοννήσου» είναι σημαντικοί κριτικοί. Εχει κανείς την αίσθηση ότι πρόκειται περισσότερο για μιαν εκδήλωση κριτικής αβρότητας προς έναν σεβαστό συγγραφέα, για μιαν έκφραση επιθυμίας να μη διαταραχθεί στο ελάχιστο η ομοφωνία τής, κατά τα άλλα, δίκαιης καταξίωσής του.
Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου, μεταφράστρια
Ο Προυστ του Παύλου Ζάννα
Η κριτική είναι το απαραίτητο συμπλήρωμα της καλλιτεχνικής δημιουργίας· δίχως την κριτική το έργο τέχνης καταντά μονόλογος
Παύλος Ζάννας
Η µετάφραση λογοτεχνίας, µια τέχνη ακατόρθωτη, παραµένει τόσο σκανδαλωδώς υποτιµηµένη, που είναι άδικο να θεωρηθεί «υπερτιµηµένος» οποιοσδήποτε έφτασε να υµνηθεί χάρη σε καθαυτό το µεταφραστικό του έργο. Οι µεταφραστές που κέρδισαν ως µεταφραστές µια θέση στην Ιστορία µετριούνται στα δάχτυλα. Αυτοί αποτελούν πρότυπα, αυτοί τιµούν τη δουλειά µας και αξίζουν τον σεβασµό και τον θαυµασµό µας.
Απ’ την άλλη, είναι εξίσου άδικο να µην (επαν)αξιολογείται πραγµατικά µια µετάφραση, επειδή η φήµη της την κατέστησε αναµφισβήτητη ή και επειδή διάφορα κριτήρια, όχι µόνο λογοτεχνικά, αλλά ενίοτε ιστορικά, ιδεολογικά, συντροφικά, την καθαγίασαν, αποθαρρύνοντας την αποτίµηση, αλλά και απαλλάσσοντάς µας, παραδόξως, από την υποχρέωση να τη διαβάσουµε: άδικο για τον µεταφραστή, για το µετάφρασµα, για το πρωτότυπο έργο, για την υπόθεση της µετάφρασης και της λογοτεχνίας γενικώς –η µνηµειοποίηση νοθεύει συχνά τη µνήµη και νεκρώνει τη µνηµόνευση.
Είναι, νοµίζω, η περίπτωση της µετάφρασης του «Αναζητώντας τον χαµένο χρόνο» τού Προυστ από τον Παύλο Ζάννα. Θα έπρεπε κάποτε να µελετηθεί, ως µετάφραση, όπως της αξίζει. Δεν αµφισβητώ την προσφορά του Ζάννα και µάλιστα υπό συνθήκες δυσχερέστατες (µεγάλο µέρος του µεταφραστικού αυτού έργου εκπονήθηκε –καθ’ υπόδειξη του Τσίρκα και µε την ενθάρρυνση του Σεφέρη –όσο ήταν κρατούµενος στην Αίγινα κατά την περίοδο της χούντας). Αλλά, µε κίνδυνο να εξοργίσω τους θιασώτες της, τολµώ να πω ότι, καίτοι εµπνευσµένη και οπωσδήποτε ανεκτίµητη, η απόδοσή του, εµφορούµενη από δηµοτικιστικό φρόνηµα, είναι σ’ ένα ποσοστό γλωσσικά παρωχηµένη και µάλλον αποκλίνουσα από το µεγαλοαστικό προυστικό ιδίωµα: λέξεις όπως «κοµµάρα», «καπνίλα», «χοντροµπουκάλα», «λουλουδισµένο», «παλτουδιά», ακόµη και «εκκλησιά», είναι αδιανόητες για τον Προυστ, και τύποι όπως «ευγενικότατος» ή «πληχτικές» ηχούν παράταιροι.
Προπαντός όµως, βρίσκω αληθινά ανεξήγητο (εκτός αν πρυτάνευσαν ιδεολογικού τύπου αναστολές) το ότι ο Ζάννας παρέβλεψε θεμελιώδεις βιβλικές αναφορές, αρχής γενομένης από την πρώτη κιόλας σελίδα: εκεί, ο αφηγητής Μαρσέλ κάνει, ενόσω κοιμάται, σκέψεις που του γεννούν την πεποίθηση πως ο ίδιος είναι ό,τι έχει μόλις διαβάσει. «Αυτή η πεποίθηση», μεταφράζει ο Ζάννας, «βαστούσε λίγα δευτερόλεπτα ύστερα από τον ξύπνο μου· δεν μου φαινόταν παράλογη, αλλά βάραινε τα μάτια μου σαν αχλή και τα εμπόδιζε να αντιληφθούν πως το κερί δεν ήταν πια αναμμένο». Ομως, δεν πρόκειται καθόλου για «αχλή» (πώς μπορεί άλλωστε η αχλή να «βαραίνει» οτιδήποτε;). Το πρωτότυπο μιλά για écailles (ήτοι λέπια, λεπίδες αρχαϊστί): «Cette croyance […] pesait comme des écailles sur mes yeux…». Ο Προυστ παραπέμπει στο περίφημο θαύμα της μεταστροφής του Σαούλ (του Αποστόλου Παύλου) καθ’ οδόν προς τη Δαμασκό, όπου ο μεγάλος αυτός διώκτης των χριστιανών τυφλώθηκε, βλέποντας λάμψη εξ ουρανού και ακούγοντας τη φωνή του Κυρίου, αλλά εν συνεχεία ανέκτησε το φως του, όταν ο Ανανίας ακούμπησε επάνω του τα χέρια του: «καὶ εὐθέως ἀπέπεσον ἀπὸ τῶν ὀφθαλµῶν αὐτοῦ ὡσεὶ λεπίδες, ἀνέβλεψέ τε, καὶ ἀναστὰς ἐβαπτίσθη» (Πράξ. 9, 18).
Κανείς δεν φαίνεται να πρόσεξε αυτό τον καίριο υπαινιγµό και, αν δεν κάνω λάθος, σε καµιά από τις διαδοχικές ελληνικές εκδόσεις τού «Αναζητώντας» δεν απαντά η παραµικρή επεξηγηµατική σηµείωση. Και όµως, η συγκεκριµένη αναφορά προοικονοµεί την κοµβική θεµατική της τύφλωσης του Μαρσέλ µπροστά στα σήµατα που εκπέµπει το παρελθόν και της αγωνιώδους προσπάθειάς του να τα καταστήσει ορατά, να τα αποκρυπτογραφήσει, ώστε στο όραµα του «χαµένου χρόνου» να θεµελιώσει το έργο του. Πέραν αυτού, η µνεία στο θαύµα της Δαµασκού συνδέεται άµεσα µε το επακόλουθο επεισόδιο της εµβληµατικής Μικρής Μαντλέν, του γλυκού που ο ήρωας γεύεται βουτηγμένο σε αφέψημα και που μετατρέπεται σ’ ένα είδος θείας μετάληψης (κάτι που έχει επίσης μείνει ασχολίαστο): πρόκειται και εδώ για θαύμα που φωτίζει αίφνης τα πρόσωπα και τα πράγματα του χθες, δίνοντάς τους «μορφή και υλική υπόσταση» και αποκαλύπτοντας στον ήρωα «το τεράστιο οικοδόμημα της ανάμνησης».
Βασίλης Μαζωμένος, σκηνοθέτης
«Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο»
Για να κατανοήσουµε την επιτυχία µιας τέτοιας ταινίας, του Νίκου Τζίµα, (λέγεται πως έκοψε πάνω από 2.000.000 εισιτήρια στις αρχές της δεκαετίας του 1980) πρέπει να δούµε το ιστορικό της πλαίσιο και την ανάγκη µιας µεγάλης αποκλεισµένης µερίδας πολιτών να βρουν δικαίωση, έστω και µέσω του κινηµατογράφου. Θα µπορούσε άνετα να είναι ένα ιστορικό ντοκιµαντέρ, ψύχραιµο, αλλά τελικά παραµένει ένα απλοϊκό, συναισθηµατικά φορτωµένο ιστορικό δράµα. Η ταινία µπορεί να κουβαλά το φορτίο µιας ιστορικής αδικίας, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό για να ξεπεράσει την επί τούτου λαϊκότητά της, προκειµένου να καταστεί εύπεπτη στο κοινό µέσο γούστο, που εύκολα θα περνούσε από τα λαϊκά θεάµατα του Φίνου στο νέο αφήγηµα του ΠΑΣΟΚ, το οποίο ήταν στα πρόθυρα της εξουσίας. Η ηθογραφική διάστασή της αναδεικνύει τις ρυτίδες της και την καθιστά «µνηµείο» άλλης εποχής. Οι Αµερικανοί, θέλοντας να ξορκίσουν τα δικά τους ιστορικά απωθηµένα για το Βιετνάµ, έφτιαξαν µερικές αξεπέραστες ταινίες. Εµείς;
ΓΝΩΜΗ

Γιώργος Βέλτσος

Πρώτος τον λίθον βαλέτω
Εχετε σκεφτεί ότι με αυτήν την «έρευνα» ωθείτε ενδεχομένως τους καλεσμένους στη χειρότερη πλευρά του εαυτού τους; Τη μνησικακία δηλαδή, υπό το πρόσχημα μιας υποτιθέμενης τόλμης και εν ονόματι μιας εξίσου υποτιθέμενης ειλικρίνειας;
Και πιστεύετε ότι η «αξιολόγηση» εκ μέρους όσων απαντούν –που προφανώς τη δικαιολογούν στον εαυτό τους από την ιδέα και μόνον του «κρίνειν» –δεν περιέχει μια ορισμένη αρνητικότητα, αποκλείοντας την αυτοκριτική του κρίνοντος; Εξάλλου, δεν θα πρέπει να εντάξουμε το εγχείρημα των ερωταπαντήσεών μας σ’ ένα ευρύτερο ιστορικο-πολιτικό πεδίο όπου η οικονομία έχοντας υπερκεράσει όλους τους τομείς, μετακυλίει και στη γλώσσα τους δικούς της όρους όπως «αξιολόγηση», «υποτίμηση», «υπερτίμηση» διαβρώνοντας έτσι την πολιτική, τον πολιτισμό και την παιδεία με λειτουργία «οίκων αξιολόγησης»;
Δεν θα πρέπει ακόμη να σκεφτούμε από ποια θέση προσκαλείται κάποιος να απαντήσει: του υποτιμημένου ή του υπερτιμημένου; Ή μήπως κάποιου η ουδετερότητα του οποίου αποκρύπτει την εμπαθέστερη παρέμβαση κάτω από πολλά προσχήματα;
Εχετε προεξοφλήσει –και με ποια κριτήρια –πως εγώ που απαντώ δεν είμαι και δεν θέλω να θεωρώ τον εαυτό μου ότι είμαι ούτε το ένα ούτε το άλλο και πως εντέλει ο λόγος για τον οποίο απαντώ είναι για να κρατήσω την αξία της ιδιαιτερότητας και όχι της ταυτότητας με τον εαυτό μου;
Πώς λοιπόν να μη σκεφτώ ότι πίσω από την πρόσκληση των «ΝΕΩΝ», η επιλογή μου και μόνο από την εφημερίδα με οδηγεί –μεταξύ άλλων πειρασμών –στο να υποθέσω ότι εξαιρούμαι από το δίπολο «υποτιμημένος – υπερτιμημένος»;
Οπότε, είναι φυσικό να διερωτώμαι αν τα media που ερωτούν εξαιρούν ή εντάσσουν, καθιερώνουν εντέλει, το ζεύγμα «υποτιμημένων – υπερτιμημένων». Ή αν επιπλέον κάνουν κάτι περισσότερο: οδηγούν με τη συνδρομή του υπερτιμημένου ή την αδιαφορία του υποτιμημένου ή τέλος την αντικειμενικότητα του ουδέτερου στην ενίσχυση του ζεύγματος το οποίο υποτίθεται ότι θέλουν να το κρίνουν, να το αποκαλύψουν και παιδαγωγικά να το ανατρέψουν, επιτελώντας μάλιστα, για ακόμη μια φορά, τον ρόλο τους: τη δημιουργία του εξιλαστήριου θύματος. Δηλαδή, τη δημιουργία μιας ομόθυμης κοινωνίας η οποία στρέφεται εναντίον αυτών που του υποδεικνύουν τα μέσα ως ενόχου.
Και μην επικαλεστείτε, παρακαλώ, το επιχείρημα της δημοκρατικής συμμετοχής, που απέδιδαν οι εκδότες και οι διευθυντές στις εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας. Δηλαδή, ότι οι αναγνώστες που αγοράζουν την εφημερίδα ψηφίζουν υπέρ της εφημερίδας. Διότι τότε θα προέκυπτε ένα άλλο ζήτημα: ποιοι είναι αυτοί οι αναγνώστες, τι σημαίνει κοινή γνώμη, τι σημαίνει αγορά του φύλλου με ή χωρίς τις εβδομαδιαίες προσφορές και τι σημαίνει μαρασμός του έντυπου από τα social media; Μήπως ο πολιτισμός δεν είναι αυτό που μας υπερασπίζεται από τη βαρβαρότητα αλλά ο χώρος εκείνος όπου σήμερα, αναδεικνύονται άλλες ευφυέστερες μορφές βαρβαρότητας, όπως τo facebook για παράδειγμα;
Επειδή όμως θα έπρεπε – όπως άλλωστε το επιθυμώ – να δώσω και τη συγκεκριμένη απάντηση που θα προσέδιδε στην έρευνά σας αναγνωσιμότητα και σ’ εμένα προβολή, τότε θα σας έλεγα, χωρίς να παραδοξολογώ, πως «υπερτιμημένοι» είναι όσοι θεωρούν τον εαυτό τους «υποτιμημένο» και κινούν συνεχώς τον (χρηματιστηριακό) μηχανισμό των «μέσων» για την καθιέρωσή τους. Αρα, όσοι ετεροπροσδιορίζονται σε σχέση με το ποιοι είναι. Αν μάλιστα αναρωτηθούμε για το «τι αξίζει το αξίζει τους» –εκτός από τη δημοσιευμένη φωτογραφία τους, θα αντιλαμβανόμασταν ότι η διάκριση ανάμεσα σε υπερ- και υπο-τιμημένους αφορά μια άλλη διαφοροποίηση: αυτή της νιτσεϊκής «γενεαλογίας της ηθικής» μεταξύ «κυρίων» και «δούλων». (Ο «κύριος» αναγνωρίζει την αξία του από μόνος του. Δεν υπερτιμάται ούτε υποτιμάται. Τιμά τον εαυτό του). Τώρα, αν στο καθεστώς μιας οικονομίας της αγοράς ο «κύριος», δηλαδή ο δημιουργός, οφείλει να γίνει πόρνη, όπως έλεγε ο Μπωντλαίρ, για να διαφημίσει και να πουλήσει τον εαυτό του, τότε, εξίσου συνένοχος με την πουτάνα είναι και ο πελάτης. (Δεν συζητάμε για τον προαγωγό).
Χρειάζονται λοιπόν ονόματα; Ναι, χρειάζονται στο μέτρο που λέγονται όχι επ’ ευκαιρία «ειδικών αφιερωμάτων» αλλά στις περιπτώσεις που τα ανακοινώνεις ευθαρσώς, παρεμβαίνοντας στο δημόσιο λόγο χωρίς να διστάζεις να γίνεις, υπογράφοντας, «κακός».
Συμβαίνει να είμαστε πάντα από τη μία πλευρά: την καλή (του υποτιμημένου;) ή την κακή (του υπερτιμημένου;). Και στις δύο περιπτώσεις ωστόσο, πρόκειται για την όψη του ίδιου νομίσματος. Οπότε, ποιος «πρώτος βαλέτω λίθον»;
ΓΝΩΜΗ

Πέτρος Μάρκαρης, συγγραφέας

Υπερτίμηση, αλλά πού;
Η υπερτίμηση στη λογοτεχνία και την τέχνη δεν είναι σημερινό φαινόμενο. Υπήρχαν πάντα υπερτιμημένα έργα, όπως υπήρχαν και υποτιμημένα, η αξία των οποίων αναγνωρίστηκε εκ των υστέρων ή δεν αναγνωρίστηκε ποτέ. Υπερτιμημένες στην εποχή μας δεν είναι η λογοτεχνία και η τέχνη, αλλά η οικονομία. Η παγκοσμιοποίηση επέβαλε την κυριαρχία της οικονομίας. Η επιτυχία μιας χώρας και της κυβέρνησής της κρίνεται σχεδόν μονολιθικά από την οικονομία. Η πολιτική έχει περάσει σε δεύτερο επίπεδο και ο πολιτισμός έχει εξοβελιστεί στο περιθώριο.
Ας μην παρεξηγηθώ. Δεν υποτιμώ τη σημασία της οικονομίας για τις χώρες, τους πολίτες, και την ευημερία τους. Ούτε υποβαθμίζω την κινητήρια δύναμη της οικονομίας. Ωστόσο, πριν από την παγκοσμιοποίηση, η δομή μιας χώρας βασιζόταν σε ένα τρίγωνο, που τα σκέλη του ήταν η πολιτική, η οικονομία και ο πολιτισμός. Η υπερτίμηση της οικονομίας κατάργησε το τρίγωνο και το αντικατάστησε με μια ευθεία: την οικονομία. Την εποχή που δεν υπήρχε ακόμα η ενιαία Ευρώπη και οι ευρωπαϊκές χώρες συχνά πολεμούσαν μεταξύ τους, είτε με όπλα είτε με την ιδεολογία και την πολιτική, όπως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο κοινά αποδεκτός συνδετικός κρίκος ήταν ο ευρωπαϊκός πολιτισμός.
Σήμερα έχουμε την αυταπάτη ότι η οικονομία μπορεί να αντικαταστήσει ως σύνδεσμος τον πολιτισμό. Αλλά η καπιταλιστική – χρηματοπιστωτική οικονομία είναι από τη φύση της ανταγωνιστική και στοχεύει στο κέρδος και όχι στις αξίες. Αυτές τις παράγει ο πολιτισμός. Εχουμε ταυτίσει την ανάπτυξη με την οικονομία. Υπάρχει, όμως, και μια πολιτισμική και πολιτιστική ανάπτυξη που την έχουμε σπρώξει στο περιθώριο. Θα πρέπει να επαναφέρουμε την οικονομία στις σωστές της διαστάσεις και να χτίσουμε πάλι το τρίγωνο πολιτική – οικονομία – πολιτισμός αν θέλουμε να βγούμε από την κρίση. Γιατί η κρίση δεν είναι μόνο οικονομική. Κάποτε πρέπει να το καταλάβουμε.