Το Mακεδονικό έπρεπε να είχε λυθεί από τη δεκαετία του ’90. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε δηλώσει –post factum –ότι υπήρχε εθνικά συμφέρουσα λύση («σύνθετη ονομασία»), αλλά δεν την έφερε στη Βουλή γιατί φοβόταν ότι δεν θα περνούσε από την κοινοβουλευτική του πλειοψηφία (στη συνέχεια, βεβαίως, ο κύριος Σαμαράς τον έβγαλε από το δίλημμα…). Εκτοτε συμβαίνει το εξής παράδοξο: η γειτονική χώρα δεν έχει ούτε κατά διάνοια την οικονομική, πολιτική ή στρατιωτική ισχύ να απειλήσει τη δική μας, το Ονοματολογικό όμως δηλητηριάζει συνεχώς τις διμερείς σχέσεις και την ατμόσφαιρα στην περιοχή. Λειτουργεί ως όχημα αλυτρωτισμού για τους ακραίους της άλλης πλευράς και, αντανακλαστικά, ως καύσιμο εθνικισμού για τους «δικούς» μας.
Γιατί τώρα; Γιατί, λόγω επώνυμων ευθυνών που δεν είναι η ώρα τώρα να αποδοθούν, ήδη η πλειονότητα των χωρών του ΟΗΕ έχει αναγνωρίσει την ΠΓΔΜ με το συνταγματικό της όνομα. Κάθε μέρα που περνά διαιωνίζει ως τετελεσμένο γεγονός τη χρήση του ονόματος αυτού, de jure ή de facto. Και τούτο παρά τη διαρκή αιμορραγία διπλωματικού κεφαλαίου, που θα μπορούσε να επενδυθεί με απείρως μεγαλύτερη απόδοση στα άλλα εθνικά θέματα. Και στην περίπτωση αυτή, συνεπώς, το τέλμα δεν είναι υπέρ των εθνικών μας συμφερόντων. Εμείς έχουμε αποδείξει ότι είμαστε κυβέρνηση που δεν παραδίδεται στην αδράνεια, αλλά θέλει να επιλύει χρονίζοντα προβλήματα, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, από τη σαρία έως τους δασικούς χάρτες και το Κτηματολόγιο. Πρέπει όμως να γίνει, επίσης, συνείδηση ότι επιδιώκουμε έντιμη συμφωνία, όχι μόνο για λόγους αποκατάστασης της Ιστορίας, αλλά και γιατί η σταθεροποίηση όλων των χωρών της περιοχής μας, συμπεριλαμβανομένων των Σκοπίων, και η υποστήριξη της ευρωπαϊκής και διεθνούς προοπτικής τους συνάδουν απολύτως και με τα δικά μας εθνικά συμφέροντα.
Ποια είναι, επομένως, η εθνικά συμφέρουσα λύση; Μια συμφωνία που θα περιλαμβάνει, αφενός, μια ονομασία γενικής χρήσης –erga omnes -, η οποία θα διακρίνει σαφώς το γειτονικό κράτος από την ιστορική, ελληνική Μακεδονία, θα ξεχωρίζει δηλαδή τη γεωγραφία από την ιστορία. Αφετέρου, θα εξαλείφει κάθε εστία αλυτρωτισμού, με την έννοια της αμφισβήτησης των συνόρων, σε όλες τις κρατικές πρακτικές. Ορθά τόνισε σχετικά ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ότι, υπό την άποψη αυτή, το Μακεδονικό δεν είναι μόνο θέμα σεβασμού της Ιστορίας, αλλά και θέμα σεβασμού του διεθνούς δικαίου. Είναι, βέβαια, αυτονόητο και ότι οποιαδήποτε λύση δεν μπορεί παρά να αποτελεί έναν έντιμο συμβιβασμό, που θα λαμβάνει υπόψη και την υποκειμενική αίσθηση ταυτότητας που έχει δημιουργηθεί μεταπολεμικά στους γείτονες.
Υπάρχει «παράθυρο ευκαιρίας» για παρόμοια συμφωνία; Χωρίς τίποτα να είναι δεδομένο, για πρώτη φορά έπειτα από δεκαετίες, ναι, υπάρχει. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στην απομάκρυνση της νέας κυβέρνησης της ΠΓΔΜ από την άγονη εθνικιστική πολιτική των προηγούμενων κυβερνήσεων, αλλά και στην ενεργητική και συστηματική εκ μέρους μας διπλωματική προσπάθεια. Εξι διαπραγματευτικοί κύκλοι έχουν διεξαχθεί για την ενίσχυση της διαφάνειας και της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και ήδη η συζήτηση έχει αναβαθμιστεί σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών. Η μπάλα, βεβαίως, βρίσκεται κυρίως στο γήπεδο της άλλης πλευράς. Πρέπει να αποδείξει στην πράξη ότι εννοεί όσα μέχρι σήμερα έχουν ειπωθεί στα λόγια.
Ποιος δεν θέλει λύση; Οσοι έχουν τον πατριωτισμό επάγγελμα, όσοι φοβούνται ότι θα αποκαλυφθούν άλυτες εσωτερικές τους αντιθέσεις, όσοι απλώς θέλουν να ψαρέψουν στα θολά νερά διχάζοντας τον ελληνικό λαό. Είναι ολοφάνερο ότι όσοι προσπαθούν να μεταθέσουν τη συζήτηση από τη λογική στο θυμικό, από τον πατριωτισμό στην πατριδοκαπηλία, όσοι χαρακτηρίζουν «συριζοκομιτατζήδες» αυτούς που επιδιώκουν την εθνική λύση, υπερασπίζονται άλλα, ιδιοτελή συμφέροντα, και όχι τα εθνικά. Το Μακεδονικό όμως απαιτεί ομοψυχία, η οποία δεν πρέπει να υπονομευθεί από μισαλλοδοξία και ακρότητες που στο παρελθόν οδήγησαν σε διχασμούς και εθνικές ήττες.
Ενα είναι το διακύβευμα: όλοι οι λογικά σκεπτόμενοι Ελληνες να ενεργήσουμε εθνικά.
Ο Γιώργος Κατρούγκαλος είναι αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών