Δεν είναι μόνο ένα στοίχημα κόντρα στην εγχώρια Ιστορία –«Καθ’ όλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης», είπε ο Γιώργος Καμίνης, «ο χαρακτηρισμός “σοσιαλδημοκράτης” θεωρήθηκε από το σύνολο σχεδόν των κατεστημένων δυνάμεων της Αριστεράς κάτι σαν βρισιά». Είναι και κόντρα στον χρόνο: η σοσιαλδημοκρατία τώρα τελευταία δεν αισθάνεται πουθενά πολύ καλά, ούτε καν εκεί όπου ο «σοσιαλδημοκράτης» δεν ήταν βρισιά, αλλά τίτλος τιμής.
Αλλά είναι ακριβώς αυτή η υπερβολική αντιξοότητα που κάνουν όσα είπε προχθές ο Καμίνης να μοιάζουν σε αυτόν τον τόπο και σε αυτήν τη συγκυρία σχεδόν επαναστατικά. Να ακούγονται σαν το σοσιαλδημοκρατικό μανιφέστο που δεν γράφτηκε ποτέ στον ελληνικό 20ό αιώνα και τώρα διεκδικεί μια θέση στον 21ο όχι μόνο προγραμματικά αλλά και σαν ένα κείμενο απαραίτητου ιστορικού αναστοχασμού και αναμέτρησης με ένα καθόλου φωτεινό παρελθόν: «Στη χώρα μας», είπε ακόμη ο Καμίνης, «αλλεπάλληλοι πολιτικοί διχασμοί, δικτατορίες και ένοπλες εμφύλιες συρράξεις δεν επέτρεψαν να αναπτυχθεί ένα γνήσιο σοσιαλδημοκρατικό κίνημα, αφού ένα τέτοιο κίνημα, εξ ορισμού ρεφορμιστικό, προϋποθέτει συνθήκες σχετικής δημοκρατικής ομαλότητας».
Δύσκολα μπορεί να διαφωνήσει κανείς ότι στη διαπίστωση «στη μεταπολεμική Ελλάδα οι πολιτικές συνθήκες ευνόησαν τον αριστερό και δεξιό πολωτικό ριζοσπαστισμό» βρίσκεται μια από τις αιτίες της «επικράτησης της αριστερής βίας σε πανεπιστήμια και γειτονιές της Αθήνας, η κολοβή καταδίκη της τρομοκρατίας, αλλά και του εκφασισμού της Ακρας Δεξιάς». Και μπορεί να δει κάτι παραπάνω στην πρόβλεψη ότι «με τη χρεοκοπία της Αριστεράς του πολωτικού ριζοσπαστισμού στη χώρα μας, μπορούμε να πούμε ότι η σοσιαλδημοκρατία έχει σήμερα μοναδική ευκαιρία να διεκδικήσει την πολιτική ηγεμονία». Μπορεί να δει πώς θα ήταν η χαμένη μας δημοκρατική ομαλότητα εάν η σοσιαλδημοκρατία δεν είχε καταχωρισθεί ως βρισιά.