Η δημόσια συζήτηση για το Μακεδονικό έχει όλα τα χαρακτηριστικά της ελληνικής παθολογίας: εσωστρεφής, θυμική, αυτοαναφορική, αυτοϊκανοποιούμενη και αφόρητα εθνοκεντρική.
Καταγγέλλουμε το γειτονικό κράτος για προσπάθεια μονοπώλησης του ονόματος, τη στιγμή που υποστηρίζουμε ότι εμείς και μόνον εμείς έχουμε δικαίωμα στη χρήση του.
Χρησιμοποιούμε ιστορικά επιχειρήματα περί αρχαίας Μακεδονίας, αναφέροντας ότι τα σλαβικά φύλα ήλθαν στην περιοχή της Μακεδονίας τον 7ο μ.Χ. αιώνα. Η παρουσία για 14 αιώνες στην περιοχή δεν είναι αρκετή για να τεκμηριώσει δικαιώματα στον όρο Μακεδονία;
Αναφερόμαστε στις αλυτρωτικές τους επιδιώξεις και ταυτόχρονα ζητάμε δημοψήφισμα για να αποφασίσουμε εμείς για το όνομά τους.
Διατρανώνουμε ότι δεν θα δεχτούμε το όνομα Μακεδονία και τα παράγωγά του, όταν από το 1993 αποκαλούμε επισήμως τη χώρα αυτή ως FYROΜακεδονία και από το 1944 ως Λαϊκή και στη συνέχεια Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας, στο πλαίσιο της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας.
Συζητάμε για εμάς και αυτούς, χωρίς να μας προβληματίζει το τι συμβαίνει στον διεθνή περίγυρο, στη μεγάλη εικόνα.
Το ζήτημα του ονόματος της χώρας χωρίς όνομα προέκυψε για δύο λόγους: πρώτον, επειδή υπάρχει μια μετριοπαθής κυβέρνηση στη γειτονική χώρα και, δεύτερον, που είναι το πλέον σημαντικό, επειδή η ένταξή της στο ΝΑΤΟ είναι μια ασπίδα στις ρωσικές βλέψεις στην περιοχή. Βλέψεις που είναι ιδιαίτερα ορατές τόσο στη Σερβία όσο και στην Ελλάδα.
Οι δυτικές φιλελεύθερες δημοκρατίες έχουν διαγνώσει τον κίνδυνο από τις ρωσικές πρακτικές που στόχο έχουν την υπονόμευσή τους. Κατανοούν ότι η παντοιότροπη ενίσχυση των ακροδεξιών κομμάτων από τη Ρωσία, οι μυστικές επαφές με τον Τραμπ, η βοήθεια στους Brexiteers, η βιομηχανία των fake news, η ανάμειξη στις πρόσφατες εκλογές στη Γαλλία και τη Γερμανία, όλα αυτά συνιστούν μείζονα απειλή για το δημοκρατικό μας πολίτευμα. Τα Βαλκάνια είναι μια ασταθής περιοχή, που αποτελεί προνομιακό στόχο της ρωσικής πολιτικής. Είναι ενδεικτικές οι δηλώσεις που έκανε ο ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ ζητώντας από την Ελλάδα να μη συμβιβαστεί στο θέμα του ονόματος. Η ένταξη της γειτονικής χώρας στο ΝΑΤΟ είναι απαραίτητη, δεδομένου ότι έχει ήδη υποστεί τις συνέπειες της ρωσικής πολιτικής που υποστήριξε με κάθε τρόπο τον εθνικιστή πρώην πρωθυπουργό Γκρούεφσκι.
Αυτή η διεθνοπολιτική διάσταση είναι ασύμβατη με τον εθνικό αυτισμό που φαντασιώνεται ότι είμαστε ένα γαλατικό χωριό. Ακριβώς όπως έγινε με τις εκλογές του 1920 που οδήγησαν στην εθνική καταστροφή του 1922.
Μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης αντιμετωπίζει το ζήτημα ως διμερές, ενώ η πολιτική διαχείριση αυτού του ζητήματος γίνεται, και πάλι, αντικείμενο της εσωτερικής μικροπολιτικής. Ο εθνικολαϊκισμός αναζωπυρώνεται. Η ασυναρτησία περί την ονοματοδοσία είναι και πάλι στην πρώτη γραμμή.
Σε αυτό το ευρύτερο πλαίσιο, η ανάγκη της επίλυσης του θέματος του ονόματος, με μια συμβιβαστική λύση, είναι επείγουσα. Είναι ουσιαστικά ένα μεγάλο πολιτικό στοίχημα για το εάν η Ελλάδα μπορεί να πορευτεί με όρους του 21ου αιώνα ή αν θα μείνει καθηλωμένη στο παρελθόν και στον εθνικό αυτισμό.
Ο Πέτρος Παπασαραντόπουλος είναι εκδότης και συγγραφέας