Στην επιστολή του, μεταξύ άλλων αναφέρει, ότι σε όλη του τη ζωή απέδειξε πόσο πραγματικά ταγμένος είναι στην υπόθεση της ειρηνικής συνύπαρξης των δύο λαών προσθέτοντας ότι«όταν όμως βλέπω την υπόθεση αυτή της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών μας να γίνεται πρόσχημα στα χέρια κάποιων σκοτεινών δυνάμεων που εκμεταλλεύονται τους λαούς και το τελικό αποτέλεσμα να είναι να κινδυνεύει αυτή τη στιγμή η εδαφική ακεραιότητα της πατρίδας μου, δεν είναι δυνατόν να μην αντιδράσω με όλες μου τις δυνάμεις».
Κύριε Νακόσκι,
Υποθέτω ότι είσθε πολύ νέος και επομένως δεν γνωρίζετε ορισμένα γεγονότα που συνέβησαν πριν από πάρα πολλά χρόνια και που εξηγούν τη σημερινή στάση μου στο θέμα των σχέσεων ανάμεσα στους δύο λαούς μας.
Το δυστύχημα για τη χώρα μας ήταν ότι μετά την απελευθέρωσή της από τους Γερμανούς οδηγηθήκαμε στον Εμφύλιο πόλεμο κατά τον οποίο η Κυβέρνηση των Αθηνών εξαρτούσε την επιβίωσή της από την βοήθεια των Δυτικών Δυνάμεων. Ηταν εντελώς εξαρτημένη και όπως φάνηκε, ειδικά οι Αγγλοι δεν ήθελαν να ενοχληθεί ο Τίτο, με την ελπίδα ότι θα έκανε αυτό που τελικά έκανε. Δηλαδή να διακόψει τις σχέσεις του με την Μόσχα. Γι’ αυτόν τον λόγο οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν διαμαρτυρήθηκαν τότε, ενώ όλος ο κόσμος γνώριζε ότι με το όνομα αυτό ο Γιουγκοσλαύος ηγέτης δημιουργούσε τον Δούρειο Ιππο για να επαναλάβει αυτό που έκανε ως άνθρωπος της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Δηλαδή την δημιουργία της Μακεδονίας του Αιγαίου.
Τότε λοιπόν ο ίδιος ο Τίτο μου ζήτησε να γράψω τη μουσική για μια σκοπιανή ταινία. Οταν διάβασα το σενάριο, το οποίο εμφάνιζε εμάς τους Ελληνες ως κατακτητές της Θεσσαλονίκης και καταπιεστές των κατοίκων της, τότε όχι μόνο αρνήθηκα να γράψω τη μουσική αλλά είχα και το θάρρος να έρθω σε έντονη αντιπαράθεση με τον Τίτο. Διότι διαπίστωσα ότι ήταν ο ίδιος που θεωρούσε ότι αφού η Μακεδονία «η δική του» ήταν ιστορική αναγκαιότητα σύμφωνα με τη δική του «κομμουνιστική» αντίληψη, νομιμοποιείτο να δημιουργήσει ένα κομμουνιστικό κράτος σε βάρος μιας χώρας καπιταλιστικής όπως ήταν η Ελλάδα.
Οι σχέσεις μας τότε διαταράχθηκαν, ιδίως όταν του τόνισα ότι δεν έπρεπε αυτός που έθεσε την πατρίδα του πάνω από τη Μόσχα και τον Στάλιν να μη μπορεί να εκτιμήσει τον δικό μου πατριωτισμό που κι εγώ έχω το θάρρος να τον θέτω πάνω απ’ όλα.
Οταν όμως βλέπω την υπόθεση αυτή της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών μας να γίνεται πρόσχημα στα χέρια κάποιων σκοτεινών δυνάμεων που εκμεταλλεύονται τους λαούς και το τελικό αποτέλεσμα να είναι να κινδυνεύει αυτή τη στιγμή η εδαφική ακεραιότητα της πατρίδας μου, δεν είναι δυνατόν να μην αντιδράσω με όλες μου τις δυνάμεις.
Μίκης Θεοδωράκης
Κάποτε στα Σκόπια
Κύριε Θεοδωράκη,
Πραγματικά μένω έκπληκτος διαβάζοντας τα σχόλιά σας στη σημερινή έκδοση της εφημερίδας «Πρώτο Θέμα», όπου συσχετίζετε το πρόβλημα στη χώρα σας με το όνομα της πατρίδας μου. Η έκπληξή μου συνίσταται σε πολλούς λόγους:
Πρώτον, από ένα άτομο όπως εσάς, καταξιωμένο καλλιτέχνη παγκοσμίως, περίμενα τουλάχιστο λίγο περισσότερο κοσμοπολιτισμό. Εμείς οι καλλιτέχνες έχουμε την ευχαρίστηση να εργαζόμαστε σε ένα ευγενές επάγγελμα το οποίο μας επιτρέπει να ταξιδεύουμε ανά τον κόσμο και να μιλάμε μια γλώσσα [η μουσική] που επιτρέπει να ρίχνει τείχη και να γκρεμίζει συγκρούσεις. Αυτό μας επιτρέπει όλους να είμαστε ενωμένοι σε μία μεγάλη οικογένεια όπου οι πολιτιστικές διαφορές μεταξύ των εθνών μας αναπαριστούν τον πλούτο της ανθρώπινης έκφρασης.
Δεύτερον, το 1997, το δημοφιλέστερό σας έργο, ο «Ζορμπάς», παρουσιάστηκε στο Μακεδονικό Εθνικό Θέατρο παρουσία του πρώην προέδρου Κίρο Γκλιγκόροφ (…) και μεταδόθηκε ζωντανά από την ελληνική τηλεόραση. Προσωπικά ως μαθητής στο γυμνάσιο των Σκοπίων παρακολούθησα όλες τις πρόβες και η μητέρα μου συμμετείχε στην παράσταση. (…) Τότε επισκεφτήκατε τον τάφο του Ζορμπά στο νεκροταφείο στο Μπούτελ. Αυτή ακριβώς η ιστορία του Ζορμπά θα μπορούσε να είναι ένα από τα θετικά παραδείγματα για τις επαφές μεταξύ των πολιτισμών των λαών των Βαλκανίων, αλλά θα μπορούσε και να μας δώσει ώθηση στην αναζήτηση εποικοδομητικών λύσεων.
Μπλαγκόζα Νακόσκι