Το πραγματικό πρόβλημα με τη συνέντευξη της κυρίας Μπαζιάνα είναι το αποτύπωμα που άφησε, δηλαδή εκείνο μιας επιτηδευμένης επικοινωνιακής προσπάθειας να δοθεί στις συνέπειες των αποτυχιών του κ. Τσίπρα μια «συμπαθής» προσωπική ανάγνωση. Σαν η χώρα αυτή να μην είναι τίποτε άλλο παρά ένα σκηνικό για τους πειραματισμούς του κ. Τσίπρα και να ζητείται από τους πολίτες της, που πληρώνουν τις αποτυχίες της διακυβέρνησής του, να θεωρήσουν τις θυσίες τους απλές παράπλευρες απώλειες μιας «συμπαθούς» ιστορίας προσωπικών αναζητήσεων του κ. Τσίπρα.
Νομίζω πως η ανάρτησή μου συζητήθηκε γιατί έγραψα αυτό που αισθανόμουν τη στιγμή εκείνη. Οτι δηλαδή είναι υποκριτικό να λέει κανείς ότι κλαίει στις επετείους ενός δημοψηφίσματος που έφερε τη χώρα στο χείλος του γκρεμού. Το δημοψήφισμα δεν ήταν ούτε ατύχημα ούτε καιρικό φαινόμενο. Ηταν συνειδητή επιλογή του κ. Τσίπρα, ο οποίος εν γνώσει του προκάλεσε τεράστια ζημιά στη χώρα. Εκανε και άλλες συνειδητές επιλογές όμως. Ηταν συνειδητή επιλογή να διαψεύσει όσους τον ψήφισαν και να διαιρεί τους Ελληνες με διχαστικό λόγο. Ηταν συνειδητή επιλογή να συνδιαλέγεται με παλιά και νέα διαπλοκή. Ηταν συνειδητή επιλογή να κυβερνά με καθεστωτικές λογικές και νοοτροπίες. Ηταν συνειδητή επιλογή να φτωχοποιεί τους πολίτες με την άδικη άμεση και έμμεση υπερφορολόγηση. Κι όμως, όλη η τωρινή παράσταση αισιοδοξίας της κυβέρνησης «ανεβαίνει» την ώρα που χιλιάδες συμπολίτες μας, άνθρωποι στον άμεσο περίγυρο του καθενός μας και ο καθένας μας σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, καλούμαστε να πληρώσουμε το τίμημα αστοχιών και αποτυχιών, για τις οποίες ούτε μία λέξη συγγνώμης δεν έχει ακουστεί. Αν προσθέσεις όλα τα παραπάνω, φαντάζομαι ότι η ανάρτησή μου συγκαταλέγεται στον εύλογο προβληματισμό που προκάλεσαν οι πολιτικές τοποθετήσεις της κυρίας Μπαζιάνα.
Οι Ελληνες σήμερα δεν εμπιστεύονται γενικά τους πολιτικούς. Περιμένουν από την πολιτική και τους πολιτικούς περισσότερα. Και ασφαλώς περιμένουν περισσότερα και από τις γυναίκες πολιτικούς. Και το στοίχημα για όλους μας είναι ένα: να δώσουμε μια προοπτική μιλώντας τη γλώσσα της αλήθειας. Να διατυπώσουμε προτάσεις εφαρμόσιμες αλλά όχι τετριμμένες, να ματαιώσουμε τον μηδενισμό του «όλοι ίδιοι είναι» και να πείσουμε ότι εμείς είμαστε διαφορετικοί. Να χτίσουμε την αισιοδοξία της υπευθυνότητας. Να γκρεμίσουμε στεγανά που προκάλεσαν ο διχασμός και ο φανατισμός. Και, ασφαλώς, στο στοίχημα αυτό, που απαιτεί περισσότερο απ’ όλα μια ζυγισμένη ενσυναίσθηση, τολμώ να πω ότι οι γυναίκες έχουν ένα προβάδισμα.
Κατρίν Ντενέβ ή #Metoo; Κάθε συζήτηση που διαπνέεται από φανατισμό κρύβει κινδύνους. Και εδώ ο κίνδυνος είναι μεγάλος. Ο στόχος δεν είναι, προφανώς, να φτάσουμε στο σημείο μιας απόλυτα κανονικοποιημένης και αποστειρωμένης κοινωνικής συμπεριφοράς. Αλλά ούτε φυσικά και να ανεχόμαστε συμπεριφορές που προσβάλλουν ή μειώνουν άλλους ανθρώπους. Και πολύ περισσότερο, ενέργειες ηθικής ή φυσικής βίας.
Η πρόσφατη ανάδειξη των περιπτώσεων σεξουαλικής κακοποίησης και κατακραυγής για τους δράστες είναι ένα πολύ σημαντικό βήμα να σπάσει το πέπλο της σιωπής και της ντροπής που καλύπτει τη σεξουαλική κακοποίηση. Οχι μόνο για να τιμωρείται κάθε τέτοια πράξη, όσο περισσότερο για να φτάσουμε στο σημείο να είναι αδιανόητες τέτοιες πράξεις και συμπεριφορές. Αλλά ας μην ξεχνάμε ότι πρέπει να διανύσουμε ακόμη πολύ δρόμο. Γιατί πέρα από επώνυμες περιπτώσεις, στις οποίες εστιάζεται πολλές φορές η συζήτηση, υπάρχουν πολύ περισσότερες «ανώνυμες» γυναίκες, για τις οποίες μια απλή παρακίνηση δεν αρκεί για να ξεφύγουν από τον κλοιό της φυσικής και ηθικής κακοποίησης. Χρειάζονται θεσμοί, δομές και πολιτικές στήριξης και ένταξης, ώστε οι καταγγελίες να οδηγήσουν τελικά σε ουσιαστικά αποτελέσματα.
Η ανανέωση σε πρόσωπα και ιδέες είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να προσαρμοζόμαστε σε νέες καταστάσεις και να ανταποκρινόμαστε σε νέες προκλήσεις. Και μιλώντας για την πολιτική, η ανανέωση είναι πάντα ένας βασικός όρος για να διατηρούνται η νομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος και η αμφίδρομη σχέση του με την κοινωνία. Και νομίζω ότι στη Νέα Δημοκρατία αυτήν την ισορροπία ο Κυριάκος Μητσοτάκης την έχει πετύχει.
Η καθαρή έξοδος από την κρίση δεν είναι κοντά. Ούτε η καθαρή έξοδος από τα Μνημόνια. Με τις υπογραφές των κυρίων Τσίπρα και Καμμένου, η Ελλάδα έχει δεσμευτεί σε μια δέσμη υποχρεώσεων που θα λήξει το 2060, ένα Μνημόνιο χωρίς χρήματα, με τη δημόσια περιουσία υπό ξένη διαχείριση για 99 χρόνια. Και είναι –ας μην ξεχνάμε –ένα εντελώς αχρείαστο Μνημόνιο στο οποίο οδηγηθήκαμε εξαιτίας των εγκληματικών λαθών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Οσο για την κρίση; Επειτα από μια διετή ακροβασία στο χείλος του γκρεμού και ύστερα από τόσες θυσίες, περικοπές και φόρους, η οικονομία βρίσκεται σε στασιμότητα και η κυβέρνηση πανηγυρίζει μάλιστα για αυτό. Για να ξεφύγουμε από αυτό το τέλμα χρειαζόμαστε μια έκρηξη δημιουργικότητας, ανάπτυξης, επενδύσεων και αισιοδοξίας, για την οποία οι πολίτες αυτής της χώρας είναι έτοιμοι. Η «καθαρή έξοδος» μπορεί να υπάρξει μόνο με καθαρή έξοδο του κ. Τσίπρα και του κ. Καμμένου από τις καρέκλες της εξουσίας, στις οποίες παραμένουν βουλιμικά γαντζωμένοι.