Δεν φταίνε οι μέρες που είναι γκαστρωμένες. Φταίμε εμείς που είμαστε στέρφοι.
Φταίει που, ο καταπεπτωκώς κόκκινος άγγελος, το Μακεδονικό, το πολυνομοσχέδιο, ο φόνος ενός βαρυποινίτη και κάνα δυο σφαλιάρες που πέσανε σε κάτι καμαρίνια, έχουν τον ίδιο χρόνο στις ειδήσεις και πολύ φοβάμαι πιάνουν και τον ίδιο χώρο εντός μας.
Στις παρέες η ίδια ένταση για τα μέζεα του Ζουράρι (άλλο κάρο με πατάτες) και η ονομασία του ακατονόμαστου κρατιδίου.
Σαν τον παλιό θεατρώνη.
Κάναν ανάγνωση ο θίασος στο καινούργιο έργο. Διάβαζε ο υποβολέας τις σκηνικές οδηγίες.
– Ανοίγοντας η αυλαία αποκαλύπτεται η αλέα ενός αρχοντικού. Μια διπλή καμπύλη κλίμακα οδηγεί στη βεράντα που είναι πνιγμένη σ’ ένα εξωτικό αναρριχώμενο ολάνθιστο φυτό. Η πόρτα του μεγάρου δρύινη με κρυστάλλινους ρόμβους, και στο υπέρθυρο εικονίζεται ανάγλυφος έρως με επίχρυση φαρέτρα και βέλη. Αριστερά ένα περίπτερο κήπου γυάλινο. Μπροστά ένα τεράστιο σιντριβάνι με τον Ποσειδώνα και τα ιερά άλογά του. Στο βάθος λίμνη με ιριδίζοντα νερά. Μπροστά δεξιά ένα αιωνόβιο πλατάνι ρίχνει την παχιά σκιά του στο προσκήνιο. Στον καταγάλανο ουρανό ταξιδεύουν άσπρα μικρά σύννεφα… και πάει λέγοντας.
Οταν τελειώνει την περιγραφή του σκηνικού ο υποβολεύς, ακούγεται ήρεμη η φωνή του θεατρώνη-παραγωγού.
– Ολα ομού μια λινάτσα.
Ετσι κι εμείς στριμώχνουμε σ’ ένα τσουβάλι τους πάντες και τα πάντα κι άντε να βγάλεις ζωή μετά.
Δεν βγαίνει μάστορα.
Δεν βγαίνει.
Δεν θέλω να πω μεγάλη κουβέντα, αλλά είναι φορές που σκέφτομαι, λέω, πως είμαστε ένας λαός που χρόνια, αιώνες τώρα έχουμε κλειστεί σ’ ένα κουκούλι που το πλέξαμε με τα σαλιαρίσματά μας, και ζούμε εκεί μέσα στριμωγμένοι, αυτάρεσκοι, αυτοθαυμαζόμενοι, ήρωες ενός χρυσού παρελθόντος που αγνοούμε, περιμένοντας την ώρα που θα σκάσει μύτη και θα βγει από μέσα το σκουλήκι μεταμορφωμένο σε μια πολυποίκιλτη έγχρωμη πεταλούδα, νύμφη διάστικτη ονειρικών σχεδίων και θα πλανιέται πια ελεύθερη και πανέμορφη στο ολόχρυσο του ήλιου.
Αποκλεισμένοι σ’ αυτόν τον δύσμορφο ασκό περιμένουμε το θαύμα.
Στο μεταξύ δυο κύριοι στο μετρό ψάχνουν ονόματα να βαφτίσουνε τα Σκόπια.
Η ασυναρτησία.
Ο ένας «Βόρεια Μακεδονία», «Οχι» λέει ο άλλος, «Είναι σα να λέμε Βόρεια Κορέα, Νότια Κορέα».
– «Τότε Ανω Μακεδονία».
– «Σιγά μη και την πούμε Ανω Νέο Τέρμα ρε φίλε».
Στο πολυκατάστημα μια κυρία νομίζει ότι κάνει χιούμορ παραφράζοντας μια φράση της κυρίας Πρωθυπουργού και ζητάει…
– Μπορώ να έχω μια ευρωπαϊκή φασιστική μπότα παρακαλώ; κατά προτίμηση Louis Vouitton.
Η πωλήτρια δεν μιλάει. Τι να πει; Εχει να πληρωθεί τρεις μήνες.
Ολα ομού μια λινάτσα.
Μια λινάτσα όλα.
Στο σπίτι βλέπω τα μηνύματα. Τελευταίο, κάτω κάτω, ένας στίχος του Σεφέρη.
«Τρεις χιλιάδες χρόνια και περισσότερα
πάνω στους ίδιους βράχους
πληρώνουμε το παραλλαγμένο παραμύθι
λυπήσου εκείνους που περιμένουν!».
Κοιτάω τον αριθμό. Δεν μου λέει τίποτα.
Αγνωστος ο αποστολεύς.