Ο τέως υφυπουργός (με τα βουντού) είναι αυτός που είναι –το θέμα όμως που εγείρεται είναι γιατί όλοι εκείνοι, από όλες τις παρατάξεις που τώρα τον μυκτηρίζουν, τον έχουν πάρει άπαντες και κατά καιρούς στο δικό τους κόμμα; Και το ΚΚΕ και η Νέα Δημοκρατία, οι ΑΝΕΛ, οι Πυρίκαυστοι, οι Πυρίμαχοι, οι PYREX, και ο Μίκης Θεοδωράκης στη Σπίθα. Ο ΣΥΡΙΖΑ τους ξεπέρασε όλους κάνοντάς τον υφυπουργό, διότι «γεννήθηκε κομμουνιστής, όπως άλλοι γεννήθηκαν κωφάλαλοι». Ή κουφάλα-λοι.
Και τον παραίτησαν όχι όταν είπε ας πάρουν τα νησιά οι Τούρκοι και άλλα χειρότερα, αλλά επειδή ειρωνεύτηκε δυο ποδοσφαιρικές ομάδες, πράγμα προφανώς πολύ βαρύτερο. Εθνικά αβάσταχτο.
Αυτή είναι η χώρα. Και ξαναρωτώ: Γιατί όλα τα κόμματα θέλουν έναν Ζουράρι, και μάλιστα εν πλήρει επιγνώσει; Εδώ είναι το κυρίως πρόβλημα της ελληνικής πολιτικής και κοινωνίας και όχι στον Ζουράρι καθαυτό, ο οποίος δικαιωματικά απολαμβάνει το παίγνιο. Διαφαίνεται ένας αδίστακτος κυνισμός, όχι στον πυρίκαυστο, αλλά στους κομματικούς και όχι μόνον μηχανισμούς, που ενώ γνωρίζουν περί τίνος πρόκειται, τον χρησιμοποιούν ωστόσο εν ψυχρώ. Ως καρύκευμα, υποτίθεται, ως φίρμα, ως σοβαρό διανοούμενο, ως ένα είδος μορφωμένου Ψωμιάδη, ως παοκτσή, ως φωτοσκίαση, ως τι; Κανείς δεν ξέρει, ούτε οι ίδιοι.
Το ωραιότερο όμως βρίσκεται στο ότι ο Ζουράρις είναι αυτός που δουλεύει τους πάντες συστηματικά, εκτρέφοντας βαθιά περιφρόνηση προς όλους, ξέροντας εντός του την εκτεταμένη αναξιότητα και την πολιτική άνοια που δέρνει το πολιτικό τοπίο. Παίζει μαζί τους ειρωνικά θεωρώντας τους ηλίθιους, αξιοκαταφρόνητους, θέτει υπεράνω όλων το περιούσιο «εγώ» του, πιστεύοντας ακράδαντα πως είναι ευφυέστερος όλων. Και ίσως είναι, εν προκειμένω, αφού τους χρησιμοποιεί αυτός, ξέροντας καλά πως νομίζουν ότι τον χρησιμοποιούν εκείνοι. Εξαπατάει τους απατεώνες. Φοράει το μαύρο γιλεκάκι και τα πεδιλάκια του μέσα στη Βουλή, φοράει τα μπλουζάκια του, πετάει κανένα πυρότουβλο, παίρνει και τα φράγκα. Είναι κομπλέ.
Ο Ζουράρις παίζει, ως Ελλην αεί παις. Το χόμπι του είναι η πρόκληση ως αυταξία. Απλώς για να τον προσέξουν ή να τον αγαπήσουν εκείνη τη στιγμή που μιλάει. Εχει αυτή την αέναη ανάγκη της διαρκούς καταξίωσης της στιγμής, αδιαφορώντας για τις συνέπειες και το γενικότερο τοπίο –όπως η γάτα που για ένα ψάρι πούλησε το σπίτι. Είναι μια βαθιά ψυχική ανάγκη αυτό, όταν πιστεύεις στο «γεννήθηκα θεά, δοξάστε με». Είναι βασικό, κυρίαρχο χαρακτηριστικό αυτοθαυμαζόμενου Ελληνα που το έχουν κι άλλοι πολιτικοί και όχι μόνο –η πιο θεαματική περίπτωση ίσως να είναι ο Βαρουφάκης. Κοινά στοιχεία; Αστική οικογένεια, πιθανότατο πρόβλημα αγάπης (ή αναγνώρισης) απ’ την πλευρά κάποιου γονέα στην παιδική ηλικία, ιδιαίτερη ευφυΐα, καλές σπουδές. Ακολουθούν η ταξική προδοσία (ακόμα και ο ΠΑΟΚ αυτό εκφράζει, τη συναναστροφή με τα λαϊκά παιδιά για να γίνει αποδεκτός), η διαρκής πρόκληση, η επιδειξιομανία, η πιθανώς επαναλαμβανόμενη συμβολική πατροκτονία, από ένα δομημένο ήδη, κυρίαρχο, παραληρηματικό υπερεγώ, στο μέγεθος του Καναδά. Αυτά είναι τα καταφανώς κοινά στοιχεία σε όλους της ταξιανθίας που συνήθως χρησιμοποιούν την υποτιθέμενη Αριστερά ως όχημα εκτροφής της εγωπάθειάς τους –αγαπούν δήθεν τον λαό, ενώ δι’ αυτού χρηματίζουν απλώς τον αυτοδοξαζόμενο εγωτισμό τους. Γιατί όχι, αφού ο λαός προσφέρεται και τους κάνει βουλευτές; Θα ήταν (αστική) αγένεια να αρνηθούν.
Επομένως όλοι αυτοί καλά πράττουν. Και δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς. Οι ιδέες μεγαλείου και το αυτοκρατορικό σύνδρομο απαιτούν διαρκή τροφή. Διαρκή πρόκληση. Αέναο ενδιαφέρον των άλλων, έστω και μέσα από την άρνηση, την κριτική. Αρκεί να ασχολείσαι μαζί τους διότι έτσι υπάρχουν –επομένως δεν ενοχλεί τον Ζουράρι ή τον Βαρουφάκη η απόρριψη, δεν τους αρκεί κανένας έπαινος, διότι είναι εκ γενετής πεπεισμένοι για την έξοχη ανωτερότητά τους σε παγκόσμιο επίπεδο. Περιφρονούν τους πάντες, εντός τους, και καλά κάνουν αφού έτσι νιώθουν καλύτερα. Ετσι ζούνε, έτσι τους αρέσει. Είναι αυτοκράτορες. Αν τους γνωρίσεις από κοντά, το πιθανότερο είναι ότι θα τους συμπαθήσεις, ίσως μάλιστα και να τους θαυμάσεις αν είσαι επαρκώς άσχετος και αξιοσημείωτα αφελής.
Γιατί λοιπόν ο εκάστοτε Τσίπρας γοητεύεται απ’ τον Βαρουφάκη και τον Ζουράρι; Εκεί είναι το ζουμί –κι όχι μόνο ο Τσίπρας, αλλά, όπως ξέρουμε, όλα σχεδόν τα πολιτικά κόμματα. Η απάντηση είναι απλή: γιατί ο Ζουράρις και ο Βαρουφάκης έχουν σε μεγάλο βαθμό δίκιο. Οχι σε απόλυτο, αλλά σε μεγάλο βαθμό –διότι υπάρχει προφανώς και ένας μικρός αριθμός πολύ σημαντικών πολιτικών προσώπων. Αλλά για μεγάλο αριθμό πολιτικών που βρίσκονται σε διάφορα κόμματα με τις γνωστές διαδικασίες και κριτήρια, ο Ζουράρις και ο Βαρουφάκης μάλλον έχουν δίκιο: δεν τυγχάνουν αντάξιοι της θέσης τους, εφόσον είναι εκείνοι που τους θαυμάζουν, τους εγγράφουν στο κόμμα τους και τους κάνουν υπουργούς. Το είπε ο Γκρούτσο Μαρξ και οι ως άνω δύο το ξέρουν: «Ποτέ δεν θα πήγαινα σε μια λέσχη που θα δεχόταν ως μέλος της κάποιον σαν και μένα».
Και βέβαια, τουλάχιστον ο Ζουράρις, ο Βαρουφάκης και μερικοί άλλοι έχουν και ευφυΐα και μόρφωση και χιούμορ, σε αντίθεση με πολλούς πολιτικούς – νοβοπάν. Εξ αυτού, κι όχι μόνο απ’ το διογκωμένο υπερεγώ τους, προκύπτει και η δύσκολα κρυπτόμενη περιφρόνησή τους για τους ντεκαφεϊνέ υποκριτές που σήμερα υπουργοποιούν τις άπιστες και αχειραγώγητες πριμαντόνες και αύριο ανακαλύπτουν το κραυγαλέα προφανές. Ο Ζουράρις το φχαριστιέται και το γλεντάει (συν τον μισθό) και ο Βαρουφάκης το διασκεδάζει κανονικά. Καλώς πράττουν απ’ την πλευρά τους, αφού τους δίνουν την ευκαιρία αμβλύνοα κόμματα. Ενώ όλοι εμείς ζούμε για να εκτρέφουμε αναγκαστικά τα θυλάκια και το «εγώ» τους –πόσο μεγάλη τιμή να μας θεωρούν υποκλινείς και επαρκώς ηλίθιους υπηκόους τους.
Βουντού, βουντού, και πάντα και παντού.