«Μην τολμήσει κανείς να γράψει “καλό παράδεισο” γιατί θα τον τσακίσω!» προειδοποίησε θερμοκέφαλος θαμών του απέραντου διαδικτυακού καφενείου, το οποίο αποκαλείται facebook. «O Τζιμάκος ήξερε πως δεν είμαστε παρά οργανική ύλη και με τον θάνατό μας επιστρέφουμε στην απόλυτη ανυπαρξία. Σιχαινόταν επιπλέον τις ψαλμωδίες και το παπαδαριό!».
Και ιδού που το ίνδαλμά του τον διέψευσε παταγωδώς. Ο Τζίμης Πανούσης κηδεύτηκε χριστιανικότατα, με λαό αλλά και με κλήρο, με «δεύτε λάβετε τελευταίον ασπασμόν», με «Χριστός σε αναπαύσοι εν χώρα ζώντων και πύλας Παραδείσου ανοίξοι σοι»…
Δεν θα πέσω στην ίδια ανόητη παγίδα, να βγάλω εκ του μακρόθεν συμπεράσματα για την κρυμμένη ευσέβεια του Τζίμη Πανούση. Να εκφραστώ με το θράσος του κοινού, που επειδή έχει δει έναν καλλιτέχνη δύο φορές πάνω στην πίστα, αυταπατάται ότι τον γνωρίζει προσωπικά. Που επειδή έχει μερακλώσει ή βαλαντώσει με τα τραγούδια του εννοεί να έχει άποψη και προσδοκία από την όλη συμπεριφορά του.
Θα μιλήσω γενικά.
Υπερβολικός θόρυβος έχει σηκωθεί εσχάτως σχετικά με την τελική κατάληξή μας, του ξέψυχου –εννοώ –σαρκίου μας. Η Εκκλησία, από τη μια, φρίττει στο ενδεχόμενο της αποτέφρωσης, «άμα καούμε», ρωτά, «πώς θα αναστηθούμε τη Δευτέρα Παρουσία εν σώματι;». Τα «απολωλότα πρόβατα», από την άλλη, αφήνουν λεπτομερείς οδηγίες. «Να σκορπίσετε τη στάχτη μου στο πέλαγος». «Στο βουνό». «Να τη βάλετε σε ένα ωραίο βάζο και να τη στολίσετε στο σαλόνι…».
Ειλικρινά απορώ με εκείνους που –ενώ δεν καταδέχονται καμία μεταφυσική πίστη –ασχολούνται τόσο πολύ με το «μετά». Εφόσον θα έχουν ολωσδιόλου εξαφανιστεί, αφού δεν θα είναι ούτε εδώ ούτε εκεί ούτε πουθενά, τι τους νοιάζει εάν το λείψανό τους θα ταφεί ή θα φουρνιστεί; Γιατί δεν αφήνουν τους δικούς τους να αποφασίσουν ελεύθερα, να διαχειριστούν όσο καλύτερα μπορούν το πένθος τους; Ο νεκρός είναι μια απουσία που βαραίνει στους ώμους των ζωντανών.
Ο πλέον άχαρος μεταθανάτιος νεωτερισμός είναι η λεγόμενη «πολιτική» κηδεία. Το φέρετρο τοποθετείται στο εντευκτήριο ή στο προαύλιο του νεκροταφείου, τα στεφάνια στήνονται γύρω του και όσοι έχουν συγκεντρωθεί για το ξόδι περιέρχονται σε αμηχανία. Εκφωνούνται λογύδρια, κάποτε ξερά και μονότονα σαν βιογραφικά σημειώματα –λες και ο Χάρος πρόκειται να προσλάβει τον νεοφερμένο στον Αδη σε θέση εργασίας -, άλλοτε υπέρ το δέον μελοδραματικά, με φανερή την αγωνία του ομιλητή να πείσει για τη συντριβή του. Εάν ο νεκρός έχει υπάρξει μουσικός ή τραγουδιστής –γλεντζές έστω -, σηκώνεται και ένα μπουζούκι, μια κιθάρα, ένα ακορντεόν και παίζουν το αγαπημένο του άσμα. Ο κόσμος πιάνει τον σκοπό και στο τέλος χειροκροτάει. Το όλον της «πολιτικής» κηδείας σού αφήνει την αίσθηση του ανολοκλήρωτου, του πρόχειρου. Θυμίζει αυτοσχεδιαστική παράσταση δίχως κείμενο.
Ο Ιωάννης από τη Δαμασκό έζησε τον 8ο αιώνα. Υπήρξε επιφανής θεολόγος, κυρίως όμως απαράμιλλος υμνογράφος. Συνέθεσε τη Νεκρώσιμη Ακολουθία, ένα από τα σπουδαιότερα έργα της ορθόδοξης γραμματείας, το τελευταίο αντίο της Εκκλησίας προς τους μεταστάντας της επί χίλια διακόσια ήδη χρόνια. Στη Νεκρώσιμη Ακολουθία περιλαμβάνονται χωρία συγκλονιστικά όπως «πάντα σκιάς ασθενέστερα, πάντα ονείρων απατηλότερα –μία ροπή και ταύτα πάντα θάνατος διαδέχεται…». Ή η φοβερή εκείνη εικόνα με τον άνθρωπο που κοιτάζει τα γυμνά κόκαλα και αναρωτιέται «άρα τις έστι, βασιλεύς ή στρατιώτης, ή πλούσιος ή πένης, ή δίκαιος ή αμαρτωλός;». Διαβάζοντας το κείμενο του Δαμασκηνού, θυμάσαι τον Αλμπέρ Καμί. Σε πιάνει δέος εμπρός στην ένταση της υπαρξιακής αγωνίας, στον εφιάλτη τής απουσίας νοήματος, που ωστόσο αίρεται –ή διασκεδάζεται –με την πίστη στον Θεό και στη μέλλουσα ζωή.
Οταν μπορείς να κατευοδώσεις τον αγαπημένο σου με ένα τέτοιο αριστούργημα, με φράσεις που –πιστεύεις, δεν πιστεύεις –σου μαλακώνουν την καρδιά, πώς είναι δυνατόν να το αγνοήσεις;
Θαυμάσια έκαναν οι δικοί του Τζιμάκου που τον αποχαιρέτησαν με την ποίηση του Δαμασκηνού ομοτέχνου του. Που τον έστειλαν σε τόπο φωτεινό και χλοερό, όπου δεν χωράει οδύνη, λύπη, στεναγμός.
Ζωή σε μας.