Γκρέμισαν το γλυπτό στο Φάληρο. Η αντίδραση κάποιων, επειδή κατά τη γνώμη τους συμβόλιζε το δαιμονικό, το κακό, κατέληξε στη βίαιη αποκαθήλωση. Υπάρχουν εφημερίδες, περιοδικά που η βασική τους ειδησεογραφία αφορά το δεισιδαιμονικό πέραν. Σημάδια, προφητείες, χρησμοί, τάματα ως πρωτοσέλιδα μιας σκοτεινής επικαιρότητας. Μια έξαρση δεισιδαιμονιών, μια γενική αστρολογική υποψία ότι επίκειται το κακό ή ότι το εκπροσωπεί κάποιος. Εκπομπές σε Β κανάλια με θέμα τις προλήψεις, η μαρτυρία κάποιου κεφάλα που είχε την προσωπική εμπειρία της «συνάντησης με τον Σατανά», ένα μεταμοντέρνο αμάλγαμα ανατολικών παραθρησκειών, ένα πίτουρο μυαλό που σιγά σιγά ξεμαδερώνεται.
Στα παιδικά μου χρόνια υπήρχε μια σμυρνιά γριά, μελαχρινή με χαρακιές ρυτίδες στο πρόσωπο, που ξεμάτιαζε βασκαμένα παιδιά. Ψιθύριζε διάφορα και στο τέλος σταύρωνε με λαδωμένο βαμβάκι το μέτωπο του παθόντος. «Βασκαμένο ήταν το παιδί». Το νιάνιαρο μπορούσε άφοβα πλέον να ξανακυλιστεί στα χώματα, αφού η καθησυχασμένη μάνα του δεν θα το μάλωνε. Η μακαρίτισσα η Βασιλειάδου διάβαζε το φλιτζάνι του καφέ, «να, εδώ φαίνεται καθαρά» –το ανείδωτο, το ανείπωτο.
Ο κόσμος κυλιέται στη δεισιδαιμονία, τυλίγεται σε μια πάχνη κακόσχημης μεταφυσικής. Βεβαίως η λαϊκή παράδοση βρίθει από δοξασίες, από εικονογραφικές μαρτυρίες του οξαποδώ. Ολόκληροι πολιτισμοί στη Λατινική Αμερική, στην Αφρική, στην Απω Ανατολή αναπτύσσονται με την εξαίσια αφομοίωση των θρύλων, των ξωτικών, των τεράτων. Θέατρο, ζωγραφική, ποίηση βρίσκουν με βουλιμία υλικό στο δεισιδαιμονικό υπόστρωμα. Λατινοαμερικανοί συγγραφείς –ο Μάρκες, ο Μπόρχες -, ζωγράφοι –η Κάλο, ο Ταμάγιο -, το ιαπωνικό σινεμά –ο Μιζογκούτσι με το «Ουγκέτσου Μονογκατάρι», ο Κουροσάβα κ.λπ. Η τέχνη η ίδια είναι μια μορφή πρόληψης, μια θητεία στα οράματα και στους οιωνούς.
Εντούτοις, εκείνο που καθιστά αποκρουστική την υπόθεση του Παλαιού Φαλήρου δεν είναι οι επιτηδευμένες φοβίες αλλά η αγελαία εκδήλωσή της. Η λιντσαριστική ορμητικότητά της. Πριν από μερικά χρόνια ο Καρατζαφέρης είχε αποκαθηλώσει το έργο ενός βέλγου εικαστικού σε μια ομαδική έκθεση στην Αθήνα. Το έργο αποκαθηλώθηκε γιατί ήταν «ασεβές». Ετσι κρίθηκε, έτσι δικάστηκε.
Πέρα λοιπόν από το υπερπέραν όπου ο καθένας έχει δικαίωμα να «ζήσει», να μετοικήσει (ή κατ’ άλλους να αποδημήσει), πέρα από τους φόβους και τα οράματα, πέρα εν τέλει από την ποιότητα ενός έργου, υπάρχει μια περιέχουσα πολιτισμική συνθήκη. Μια συνθήκη σχέσεων, μια δημοκρατική, ανεκτική συνθήκη, που μπορεί να «σηκώσει» το καρούμπαλο, την εμμονή και τα κολλήματα, ακόμα και την αισθητική κάποιου, αλλά που λόγω αυτής της ανοχής δεν μπορεί να συγχωρέσει την αδικοπραξία. Ναι, η αγελαία αντίδραση που τάχα μου πνίγεται από ένα κάλπικο δίκαιο είναι μια εκδοχή λαϊκής οίησης. Μια αίσθηση απόλυτου δίκιου με το οποίο, θες – δεν θες, πρέπει να νομοθετηθείς, να συμμορφωθείς.
Οι κυνηγοί μαγισσών έχουν πολλές φορές οπισθοδρομήσει τον τόπο μας. Και άλλους τόπους. Επιχειρήσεις αρετής, μαζικής συμμορφωτικής βίας έχουν υπάρξει και στο παρελθόν και στον προωθημένο κόσμο. Δεν είμαστε οι πρώτοι κυνηγοί. Εχουμε όμως μια μεγάλη ευθραυστότητα, άρα μια ροπή, το δέλεαρ μιας εύγλωττης βίας, που μπορεί πανεύκολα να κατασκευάσει τα άλλοθί της.
Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Σάμου, πρόεδρος της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων