Το άρθρο αυτό δεν ασχολείται με την τρέχουσα κυβερνητική ή αντιπολιτευτική φορολογική πολιτική. Προσπαθεί να εξετάσει τις διάφορες διαμάχες πάνω στον τρόπο που πρέπει να παρέχονται τα δημόσια αγαθά στο πλαίσιο της τωρινής παγκοσμιοποίησης. Το παραπάνω πρόβλημα σχετίζεται με τα όρια του κράτους πρόνοιας στις οικονομίες και κοινωνίες της ύστερης νεωτερικότητας. Το κοινωνικό κράτος, όπως λειτουργεί σήμερα, αδυνατεί να παράσχει στους πολίτες τις υπηρεσίες που οι τελευταίοι απαιτούν από αυτό. Η ζήτηση για ποιοτικού χαρακτήρα κοινωνικές υπηρεσίες ξεπερνά κατά πολύ την προσφορά. Παίρνοντας την υγεία ως παράδειγμα, στις ανεπτυγμένες χώρες η ραγδαία γήρανση του πληθυσμού σε συνδυασμό με την ανάπτυξη πολυδάπανων ιατρικών τεχνολογιών κάνει κυριολεκτικά αδύνατη τη διαιώνιση ενός συστήματος που έχει σκοπό την παροχή δωρεάν υπηρεσιών σε όλους τους πολίτες –φτωχούς και πλούσιους. Νομίζω ότι το πρόβλημα της αδυναμίας του κράτους πρόνοιας να ανταποκριθεί στη γεωμετρικά αυξάνουσα ζήτηση δεν αμφισβητείται από κανέναν σοβαρό ερευνητή. Ξεκινώντας από αυτή τη διαπίστωση τρεις είναι οι βασικές λύσεις που προτείνονται για το ξεπέρασμα του σημερινού αδιεξόδου.
Η παραδοσιακή Αριστερά υποστηρίζει την αρχή της καθολικότητας των κοινωνικών παροχών, δηλαδή την ιδέα πως πρέπει, σε ό,τι αφορά τα δημόσια αγαθά, να προσφέρονται δωρεάν σε όλους τους πολίτες ανεξαρτήτως οικονομικής ισχύος. Είναι η αρχή πάνω στην οποία θεμελιώθηκε το μεταπολεμικό κράτος πρόνοιας και στην οποία πρέπει να στηριχθεί κάθε κοινωνική μεταρρύθμιση. Ξεκινώντας από αυτή τη θέση, ο μόνος τρόπος υπέρβασης του σημερινού κοινωνικού αδιεξόδου είναι η αύξηση των φόρων. Μόνο με μια ριζική αύξηση της φορολογίας θα μπορέσει το καθολικά προσανατολισμένο κράτος πρόνοιας να επιβιώσει.
Η παραπάνω λύση όμως έχει δύο βασικές αδυναμίες. Πρώτον, διαιωνίζει ένα σύστημα παροχών που είναι εξαιρετικά άδικο. Οπως πολλές εμπειρικές μελέτες έχουν δείξει, η μερίδα του λέοντος των κοινωνικών πόρων στο καθολικά προσανατολισμένο κράτος πρόνοιας πηγαίνει κυρίως στις μεσαίες, σχετικά εύπορες τάξεις και όχι στο περιθωριοποιημένο 1/3 του πληθυσμού που τους έχει περισσότερο ανάγκη. Δεύτερον, η αύξηση της φορολογίας (μέσα στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης που κυριαρχεί αυτή τη στιγμή) αποθαρρύνει τις επενδύσεις, μειώνει την παραγωγικότητα της οικονομίας και οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στο αντίθετο από το προσδοκώμενο αποτέλεσμα: αντί να αυξήσει, μειώνει τα κρατικά έσοδα.
Η νεοφιλελεύθερη στρατηγική για το ξεπέρασμα του σημερινού αδιεξόδου είναι εκ διαμέτρου αντίθετη από αυτή που προτείνει η συμβατική Αριστερά. Κατά τη νεοφιλελεύθερη άποψη, το κοινωνικό κράτος, όπως αυτό αναπτύχθηκε στη Δυτική Ευρώπη στην πρώιμη μεταπολεμική περίοδο, έχει πάρει τόσο τεράστιες διαστάσεις που αποτελεί τροχοπέδη στην ανάπτυξη. Από αυτή την σκοπιά μια βασική προϋπόθεση για παραπέρα ανάπτυξη σήμερα είναι η μείωση της φορολογίας και η ριζική συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας που είναι ένας πατερναλιστικός μηχανισμός, ένας μηχανισμός που ενθαρρύνει τον κοινωνικό παρασιτισμό. Σχηματικά, η νεοφιλελεύθερη φόρμουλα είναι: μείωση της φορολογίας, συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, αύξηση του παραγόμενου πλούτου και διάχυση του πλούτου προς τα κάτω μέσω των αυτόματων μηχανισμών της αγοράς (trickle down effect).
Το κύριο πρόβλημα με αυτή τη λύση είναι πως, αν όχι στη θεωρία τουλάχιστον στην πράξη, ο μηχανισμός της διάχυσης του πλούτου προς τους μη έχοντες δεν λειτουργεί. Οχι μόνο στο επίπεδο του κράτους – έθνους αλλά και στο παγκόσμιο επίπεδο τα αποτελέσματα της νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής είναι η ένταση των ανισοτήτων, η τερατώδης συγκέντρωση πλούτου στα χέρια ενός μικρού αριθμού κροίσων και η παραπέρα περιθωριοποίηση των οικονομικά αδύνατων τάξεων.
Η τρίτη λύση στο σημερινό κοινωνικό αδιέξοδο υποστηρίζει όχι τόσο την αύξηση όσο τη ριζική ανακατανομή των κοινωνικών πόρων. Κατά αυτήν την άποψη, το κοινωνικό κράτος με τους πόρους που διαθέτει σήμερα θα μπορούσε να προσφέρει υψηλού επιπέδου κοινωνικές υπηρεσίες μόνο στα μη εύπορα κοινωνικά στρώματα. Αυτή η αντίληψη λαμβάνει σοβαρά υπόψη της πως, είτε μας αρέσει είτε όχι, ζούμε σε κοινωνίες ενταγμένες σε ένα παγκόσμιο νεοφιλελεύθερο καπιταλιστικό σύστημα. Σε τέτοιες κοινωνίες η αρχή της καθολικότητας των παροχών, αντί να αμβλύνει το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών, το εντείνει. Αυτό σημαίνει, όσον αφορά τις υπηρεσίες του κοινωνικού κράτους, όσο το δυνατόν λιγότερες δωρεάν υπηρεσίες στα εύπορα στρώματα, μερική βοήθεια στα μεσαία και πλήρη κάλυψη αναγκών των οικονομικά ευάλωτων στρωμάτων.
Για να δώσω ένα παράδειγμα στη χώρα μας, για ποιο λόγο η πανεπιστημιακή παιδεία να είναι δωρεάν όχι μόνο για τα παιδιά που προέρχονται από φτωχές οικογένειες αλλά και για αυτά των μεγαλογιατρών και μεγαλοδικηγόρων, παιδιά που, εκτός από όλα τα άλλα, έχουν πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να μπουν στο πανεπιστήμιο; Η εμμονή στις μη στοχευμένες καθολικές παροχές σε μια κοινωνία που είναι εξαιρετικά άνιση απλώς εντείνει τις ανισότητες. Μια προοδευτική στρατηγική πρέπει να προωθεί στοχευμένες και συγχρόνως γενναιόδωρες παροχές. Στοχευμένες στους μη έχοντες στους οποίους η πανεπιστημιακή παιδεία (πτυχιακή και μεταπτυχιακή) πρέπει να είναι πραγματικά δωρεάν. Δηλαδή οι παροχές να καλύπτουν όχι μόνο τα δίδακτρα αλλά και τα έξοδα διατροφής και κατοικίας.
Τέλος, με τις σημερινές ψηφιακές τεχνολογίες γίνεται πιο εύκολη η εφαρμογή της στοχευμένης καθολικότητας όχι μόνο στη δημόσια παιδεία αλλά και σε άλλους χώρους όπως σ’ αυτούς των φαρμάκων, του νερού, των συγκοινωνιών κ.τ.λ. Στη χώρα μας το κοινωνικό τιμολόγιο στο ηλεκτρικό ρεύμα για φτωχά νοικοκυριά είναι ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση.
Συμπερασματικά, σε κοινωνίες όπου ο νεοφιλελευθερισμός κυριαρχεί η αρχή της μη στοχευμένης καθολικότητας των παροχών εντείνει τις ανισότητες και οδηγεί στην παροχή υπηρεσιών μέτριας ή και κακής ποιότητας. Μόνο το ξεπέρασμα του νεοφιλελευθερισμού μπορεί να οδηγήσει ξανά, όπως στην «χρυσή εποχή της σοσιαλδημοκρατίας» (1945-1975), σε μια μη στοχευμένη καθολικότητα. Για τη στιγμή, η στοχευμένη καθολικότητα (ή όπως προτιμώ να αποκαλώ γενναιόδωρη επιλεκτικότητα) είναι και πιο δίκαιη και μπορεί να παρέχει ποιοτικές υπηρεσίες στους οικονομικά αδύνατους πολίτες.
Ο Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας LSE