Στο γεύμα που παρέθεσε ο διοικητής της Bundesbank σε έλληνες τραπεζίτες και επιχειρηματίες, την περασμένη Δευτέρα 15/1/2018, επικρατούσε κλίμα «συγκρατημένης αισιοδοξίας».
Οι Ελληνες αναφέρθηκαν στη βελτίωση των δεικτών της οικονομίας μας (λιανικές πωλήσεις, εξαγωγές, βιομηχανική παραγωγή, απασχόληση κ.ά.) καθώς και στην ευρεία κοινωνική και πολιτική συναίνεση που στηρίζει τη συμμετοχή της Ελλάδας στην ευρωζώνη.
Οι Γερμανοί αναρωτήθηκαν –μεταξύ των άλλων –τι μπορεί να κάνει η Ελλάδα προκειμένου να πετύχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και η αυτονόητη απάντηση που τους εδόθη ήταν «να προσελκύσει επενδύσεις».
Εξηγήσαμε στους συνομιλητές μας ότι η χώρα μας πληροί πολλές από τις προϋποθέσεις που εξετάζουν οι διεθνείς επενδυτές πριν τοποθετήσουν τα κεφάλαιά τους, όπως είναι η νομισματική σταθερότητα, οι καλές υποδομές, το μορφωμένο ανθρώπινο δυναμικό, το ισχύον ευρωπαϊκό δίκαιο κ.ά.
Τους εξηγήσαμε επίσης ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις συνεχίζουν να επενδύουν περί τα 15 δισ. ευρώ ετησίως, που είναι βέβαια αρκετά χαμηλότερα από τις επιχειρηματικές επενδύσεις του 2008 –πριν δηλαδή την εκδήλωση της κρίσης -, τονίζοντας ότι η μεγάλη μείωση των ιδιωτικών επενδύσεων στην Ελλάδα προέρχεται πρωτίστως από την κατάρρευση των κατασκευών κατά 20 δισ. ευρώ, που τροφοδοτούσαν απασχόληση και κατανάλωση.
Για να πετύχει, συνεπώς, η χώρα υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, χρειάζονται μεγάλες ιδιωτικές επενδύσεις, που θα πρέπει να έλθουν κατά πλειοψηφία από το εξωτερικό, δεδομένου ότι οι ελληνικοί πόροι δεν αρκούν.Στην ερώτηση «Αν ένα μόνο πράγμα θα μπορούσε να αλλάξει στη χώρα σας, ποιο θα προτείνατε;» επαναλάβαμε τη γνωστή μας θέση: «Πρέπει να μειωθούν οι φορολογικές επιβαρύνσεις γενικώς και κατά προτεραιότητα στην εργασία». Η φορολόγηση των εργαζομένων (φόρος εισοδήματος, εισφορά αλληλεγγύης και ασφαλιστικές εισφορές), ειδικά για τα μεσαία και ανώτερα στελέχη, είναι τόσο υψηλή που εξωθεί πολλούς στη μετανάστευση και επιδρά αρνητικά στην ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων.
Η συζήτηση ολοκληρώθηκε με την παρατήρηση ενός γερμανού τραπεζίτη σχετικά με τις οικονομίες των χωρών που ξεπέρασαν την κρίση και βγήκαν από τα Μνημόνια: «Μεσολαβούν περίπου δύο χρόνια από τη στιγμή που οι διαχειριστές ομολόγων βλέπουν μία οικονομία να ανακάμπτει, μέχρι να τοποθετηθούν οι σοβαροί επενδυτές».
Ο Θεόδωρος Φέσσας είναι πρόεδρος του ΣΕΒ