Η φίλη μου είναι αυτό που λέμε γυναίκα καριέρας. Επικεφαλής μιας μεγάλης εταιρείας που της εξασφαλίζει ένα πολύ καλό, για την εποχή μας, επίπεδο ζωής. Χωρισμένη, λίγο μετά τα πενήντα, ζει μόνη της από τότε που η κόρη της έφυγε για σπουδές στο εξωτερικό. Με εντυπωσιακή εμφάνιση που σε συνδυασμό με την ενδιαφέρουσα προσωπικότητά της και το επικοινωνιακό της ταλέντο την κάνουν ιδιαίτερα δημοφιλή. Μιλάμε δηλαδή για έναν άνθρωπο με ευρύ κοινωνικό και φιλικό κύκλο… Μετά τις γιορτές, έπεσε κι αυτή θύμα των ιώσεων. Πριν από λίγες μέρες που μιλήσαμε στο τηλέφωνο μετά βίας ακουγόταν η φωνή της από τη βραχνάδα. Μου είπε ότι από την Παρασκευή το βράδυ που είχε γυρίσει στο σπίτι της δεν αισθανόταν καλά, είχε κομμάρες και πόνο στον λαιμό και έμεινε μέσα όλο το Σαββατοκύριακο. «Τη Δευτέρα το πρωί που πήγα, κακήν κακώς, στο γραφείο συνειδητοποίησα ότι δεν μπορούσα να μιλήσω. Δεν ήξερα από πότε είχε κλείσει η φωνή μου. Δύο μέρες μέσα στο σπίτι δεν χρειάστηκε να μιλήσω σε κάποιον, δεν χτύπησε το τηλέφωνο, δεν κατάλαβα ότι είχε κλείσει».
Ενας άνθρωπος που δεν ζει στο περιθώριο αλλά στο επίκεντρο, τις εξήντα, περίπου, ώρες της επαγγελματικής ανάπαυλας έμεινε με χείλη ερμητικά κλειστά. Δεν είχε κάποιον να μιλήσει αλλά και δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να το κάνει. Ενδεικτικό επίσης το ότι, όταν το πρωτάκουσα, δεν μου έκανε εντύπωση. Το θυμήθηκα υπαινικτικά την επομένη όταν είδα δύο φωτογραφίες της Τζέιν Φόντα. Στη μία η 80χρονη σταρ υπέρλαμπρη στο κόκκινο χαλί. Και στη δεύτερη –που η ίδια ανήρτησε σε προσωπικό της λογαριασμό -, το άλλο πρωί, χωρίς μακιγιάζ, στην κουζίνα του σπιτιού της με το ίδιο φόρεμα. Το προηγούμενο βράδυ δεν είχε κανένα για να τη βοηθήσει να βγάλει την περίπλοκη τουαλέτα. Και κοιμήθηκε ντυμένη. Ξαναθυμήθηκα όμως τη φίλη μου, απολύτως συνειδητά αυτήν τη φορά, δύο ημέρες μετά όταν έμαθα ότι η Βρετανία είναι η πρώτη χώρα που θα έχει υπουργείο Μοναξιάς αφού αυτή η «σύγχρονη ασθένεια», όπως την αποκαλούν, έχει γίνει κάτι σαν επιδημία.
Συμπεραίνω, διαβάζοντας τις σχετικές ανακοινώσεις, ότι το εν λόγω υπουργείο θα ασχοληθεί κυρίως με τις δομές στήριξης των μοναχικών ηλικιωμένων αφού, στη Βρετανία, περισσότερα από τα μισά άτομα άνω των 75 ετών ζουν μόνα τους. Πόσο «σύγχρονη» όμως και πόσο «ασθένεια» είναι η μοναξιά; Διότι η πιο εύκολη ενοχική καταφυγή θα ήταν να αποδώσουμε το φαινόμενο στον σύγχρονο τρόπο ζωής που αποξενώνει τους ανθρώπους. Οι διάφορες εκδοχές της μοναξιάς όμως και η διαχείρισή τους υπάρχουν από τότε που υπάρχουν και οι κοινωνίες. Από την τιμωρία της απομόνωσης στον βράχο που καταδίκασαν οι θεοί τον αλυσοδεμένο Προμηθέα έως τον Πρόσπερο που ζούσε με την κόρη του στο ερημονήσι της «Τρικυμίας» του Σαίξπηρ. Και από τους ήρωες του Τσέχoφ που προσπαθούν να πνίξουν τη συλλογική μοναξιά της ρωσικής επαρχίας στις βεγγέρες με τόμπολα έως τους ήρωες του Μπάροουζ που επιλέγουν τη μοναχικότητά τους.
Καταδίκη ή επιλογή λοιπόν, απόδραση ή αδιέξοδο, η μοναξιά μοιάζει με κατάρα σε μια εποχή που άνθρωποι μόνοι, απέναντι σε ένα κομπιούτερ, αντιγράφουν τσιτάτα από οδηγούς επιβίωσης για την αξία των φίλων και της συντροφικότητας. Κατά τα άλλα, τη μοναξιά τη δική μας ή των άλλων δεν μπορούμε να την καταπολεμήσουμε. Μόνο να την ανακουφίσουμε όσο θα εξακολουθούμε να οξειδωνόμαστε «μες’ στη νοτιά των ανθρώπων», που λέει ο ποιητής.