Το τηλέφωνο χτυπούσε επίμονα. Επρεπε πια να το σηκώσω. «Γιώργο εσύ; Είμαι ο Τάκης. Με θυμάσαι;».
Και βέβαια τον θυμόμουν κι ας είχαν περάσει είκοσι χρόνια από τότε που είχε συνταξιοδοτηθεί και είχαν χαθεί τα ίχνη του.
Ο κύριος Τάκης με είχε αναζητήσει για να με συγχαρεί για το αφιέρωμά μου στον Γιόχαν Κρόιφ που είχε αποδημήσει εις Κύριον. Τον είχε εντυπωσιάσει που δεν ακολούθησα την πεπατημένη και δεν τοποθέτησα φάλαρα στη μνήμη του νεκρού. Ο κύριος Τάκης ανήκε στη μειοψηφία. Οι αντιδράσεις από τους υπόλοιπους ήταν έντονες, ενώ ακόμα και ο καλός φίλος και συνάδελφος Ν.Τ. με έψεξε με την καταπληκτική του πένα μέσα από τη στήλη του γιατί δεν σεβάστηκα τον ποδοσφαιρικό του θεό.
Είναι ασήκωτο το βάρος της αμφισβήτησης των αφηρωισμένων τέκνων. Χρειάζεται σθένος να σταθείς απέναντι στο άψυχο σώμα, όπως αυτό του Τζίμη Πανούση που όταν είχε πνοή την έστρεφε εναντίον σου.
Ο άνθρωπος ακολουθεί το αρχέγονο συναίσθημα της ανωτερότητας που νιώθει απέναντι στον νεκρό. Αισθάνεται λύπη για τον χαμό και δύναμη που παραμένει όρθιος. Αδυνατεί να αντιληφθεί πως δυνατός είναι πλέον ο ξέψυχος, γιατί έχει απελευθερωθεί από τον φόβο του θανάτου. Ο ανίσχυρος είναι πια ο ζωντανός που παλεύει με τις αμαρτίες του.
Ο Τζίμης συνέτριβε τους ψαμμίτες της Δημοκρατίας μας. Ο νεκρός όμως δεδικαίωται. Οχι, δεν δικαιώνεται. Απελευθερώνεται από τα ανομήματά του που δεν έχουν πια καμιά εξουσία.
Ολοι βρήκαν να πουν μια καλή κουβέντα για τον άνθρωπο που τους έφτυνε κι αυτοί προσποιούνταν πως ψιχάλιζε. Ακόμα κι αυτοί τους οποίους αποκαλούσε «ξεδοντιάρηδες» και αναρωτιόταν πώς θα μπορέσουν να φτιάξουν τη χώρα όταν δεν μπορούν να φτιάξουν τα δόντια τους.
Ο Τζίμης αποθεώθηκε επίσης από την εικονική δημοκρατία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, την οποία παρομοίαζε με ομαδική ερωτική συνεύρεση που συμμετέχουν όσοι έχουν «κοντή» άποψη.
Με τον θάνατό του, ο Τζίμης έγινε αυτό που απεχθανόταν να είναι: αρεστός.