Το έριξαν τα μποφόρ; Το τράβηξαν με καλούμπα και το πήραν σβάρνα νύκτωρ με φορτηγάκι, έι οπ – έι όπ, όπως λέει ο Δήμαρχος, οι αυτόπτες και το ρεπορτάζ, ή μήπως του κοπάνησε καμιά με την σπάθα του, το βλοσυρό άγαλμα του Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου που στέκεται μερικά μέτρα παρακάτω και σκέπει τους flâneurs, τους σκέητερς, τους υπαίθριους σκακιστές και την πετρελαιοκηλίδα; Συγνώμη κιόλας αλλά εμένα διόλου δεν μου θυμίζει τον Βελζεβούλη ο Phylax Φαλήρου, αλλά τι τα θες. Δεν έχουν όλοι υπόψιν τους τους κόκκινους φτερωτούς ανθρώπους του Διονύση Φωτόπουλου, ούτε είναι υποχρεωμένοι να συμφωνούν με τις περί μεταμορφώσεων απόψεις του Τσαρούχη, του Νίκου Χατζηκυριάκου – Γκίκα, του Γιώργου Χειμωνά ή του Piero Tosi που σκηνοθέτες σαν τον Παζολίνι και τον Βισκόντι του έδωσαν την ενδυματολογική ευθύνη στις ταινίες τους, αβλεπί. Δεν αντιλέγω, τα γλυπτά είναι για να τα βλέπουμε ή και για να μας βλέπουν. Απορώ μάλιστα γιατί δεν προσφέρθηκε το παραπλεύρως ίδρυμα Νιάρχου να το περιμαζέψει, να δέσει τις πληγές του, κι αν τελικά δεν είναι του γούστου του, να το εναποθέσει σε κάποιον από τους αποθηκευτικούς του χώρους για να το βρουν οι ιστοριοδίφες του μέλλοντος, αυτοί που θα τολμήσουν να ανασυνθέσουν την μεταφυσική της εποχής μας ίσως δε και τα βίτσια της. Διότι δεν αρκεί να κοιτάξεις για πολλή ώρα ένα άπλυτο τζάμι αυτοκινήτου για να σου φανερωθεί ο Αρδίζογλου. Τον Αρδίζογλου πρέπει να τον έχεις ήδη μέσα σου, αλλιώς δεν σου ντριμπλάρει τας φρένας.
Στην ψυχιατρική υπάρχει, επισήμως καταγεγραμμένη ως ψυχική ασθένεια, η Ορνιθοφοβία. Ο τρόμος και η αποστροφή για κάθε τι το φτερωτό, από κότα μέχρι κινέζικο αηδόνι. Σ’ αυτήν πάνω την παθολογία στηρίχτηκε ο Αριστοφάνης για να φτιάξει τον Εποπα, το αρχομανές πουλί, κι ο Χίτσκοκ για να γεμίσει γρατζουνιές το πρόσωπο της Τίπι Χέντρεν και της Αμερικής του Ψυχρού Πολέμου, γενικότερον. Χανζαπλάστ, βάμμα ιωδίου και ράμματα. Αυτή θα είναι η εικόνα του σώματός μας, όταν βρεθεί και για μας καλλιτέχνης να μας διαιωνίσει.