Ισως η επέτειος περάσει ανεόρταστη. Μα αν ο Αλέξης Τσίπρας θελήσει να γιορτάσει τη συμπλήρωση τριών χρόνων από την πρώτη εκλογική του νίκη, θα πρέπει να σβήσει τα τρία κεριά που του αναλογούν στο μαγικό βουνό του Νταβός, περιτριγυρισμένος από τους ισχυρούς και τους πλούσιους της γης. Εκεί θα τον βρει η επέτειος, την ερχόμενη Πέμπτη. Κι όσο και να θέλει κανείς να φυλαχτεί από τις ευκολίες των απλουστεύσεων, ο πειρασμός είναι ανίκητος: η ιστορία αυτής της τριετίας μπορεί να γραφεί και ως ένα οδοιπορικό, από το σκοπευτήριο της Καισαριανής, όπου γιορτάστηκε η νίκη στις κάλπες, ώς το χιονισμένο φόρουμ του Νταβός.
Ηταν μακρύ ταξίδι.
«Ή Μνημόνιο ή ΣΥΡΙΖΑ» έλεγε τον προεκλογικό Ιούνιο του 2012 ο Αλέξης Τσίπρας, γιατί «δεν υπάρχει περισσότερο ή λιγότερο κακό Μνηµόνιο. ∆εν υπάρχει περισσότερο ή λιγότερο ακατάλληλο φάρµακο. Το Μνηµόνιο ή το εφαρµόζεις ή το ακυρώνεις… Εµείς θα το ακυρώσουµε». Η κατηγορηματική υπόσχεση είχε ήδη μετριαστεί στις προγραμματικές δηλώσεις του 2015. «Το περιβόητο Μνημόνιο καταργήθηκε από την ίδια την αποτυχία του, από τα καταστροφικά του αποτελέσματα και από την ετυμηγορία του ελληνικού λαού» είχε πει ως Πρωθυπουργός, πριν οδηγήσει τον εαυτό του στη συμφωνία για ένα επιπλέον Μνημόνιο. Την εφαρμογή (και όχι την ακύρωση, φυσικά) του οποίου σε λίγο θα πανηγυρίσουμε, με τις καμπάνες να ηχούν χαρμόσυνα. Και για να κλείσει ο κύκλος, ακούσαμε προχθές, ανήσυχο για τον κίνδυνο ενός νέου «δημοσιονομικού παραστρατήματος», τον υπουργό Γιώργο Χουλιαράκη να αναγνωρίζει, ex post, πως «τα προγράμματα (τα Μνημόνια, δηλαδή) ήταν απαραίτητα, αλλιώς η δημοσιονομική προσαρμογή θα ήταν πιο βίαιη, η χρεοκοπία σίγουρη και η έξοδος από το ευρώ βέβαιη».
Μα ίσως το πιο σημαδιακό να είναι πως η συμπλήρωση της τριετίας βρίσκει τον Τσίπρα υποχρεωμένο να αντιμετωπίσει μιαν άλλη εκδοχή των δαιμόνων που ο ίδιος κάποτε επικαλέστηκε για να διεκδικήσει την εξουσία. Καθώς επιχειρεί να αναμετρηθεί με το δύσκολο στοίχημα μιας συμφωνίας για το οριστικό όνομα της προσωρινά ακατονόμαστης γειτονικής χώρας, είναι υποχρεωμένος να σταθεί απέναντι σε μιαν άλλη, και με μεγαλύτερο ιστορικό και συναισθηματικό βάθος εκδοχή των ίδιων συνδρόμων, της ίδιας ανορθολογικής ανάγνωσης του κόσμου, την οποία ο ίδιος για χρόνια υιοθέτησε και με την οποία συμμάχησε σε έναν αντιμνημονιακό κυβερνητικό συνασπισμό. Οι δαίμονες, στην αντιμνημονιακή τους εκδοχή, ηττήθηκαν τελικά, ευκολότερα απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς. Τώρα πρέπει να τους αντιμετωπίσει και στη δυσκολότερη, τη «μακεδονική» τους εκδοχή.
Είναι έτσι κι αλλιώς ένα σταυροδρόμι. Μια εποχή τελειώνει, μια πολιτική περίοδος που έμοιαζε με διαδρομή στο τρενάκι του τρόμου πλησιάζει στον εκλογικό τερματισμό και, καθώς το κουβάρι του χρόνου τυλίγεται, ο Αλέξης Τσίπρας είναι υποχρεωμένος να διαλέξει σε ποια γλώσσα θα διατυπώσει τον επίλογο. Μοιάζει προς το παρόν αναποφάσιστος. Πότε δανείζεται τη γλώσσα του προοδευτικού μεταρρυθμιστή, που «πέτυχε εκεί όπου οι άλλοι απέτυχαν», που «βγάζει τη χώρα από την εποχή των Μνημονίων» (εφαρμόζοντας, όχι ακυρώνοντάς τα) και που παραθέτει τα (μνημονιακά) εκσυγχρονιστικά του λάφυρα (το δασολόγιο, το κτηματολόγιο…). Και πότε αναδιπλώνεται στο υποθετικό «ταξικό πρόσημο» μιας πολιτικής που υπόσχεται με την άρρητη γλώσσα του σώματος αυτό που διαψεύδει με τη γλώσσα τη ρητή –την επιστροφή στο παρελθόν, στις παλιές, αθάνατες πελατειακές, επιδοματικές πρακτικές, μόλις «ανακτήσουμε τα κλειδιά του θησαυροφυλακίου».
Ενδιαφέρον δίλημμα πολιτικής. Που, στην πραγματικότητα, είναι δίλημμα υπαρξιακό για τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ. Μπορεί να εξελιχθεί σε κάτι διαφορετικό από αυτό που δημιουργήθηκε να είναι και, ως τέτοιο, να έχει μέλλον στην πολιτική σκηνή; Ή θα ολοκληρώσει τον κυβερνητικό βίο του, ως η παρένθεση των αντιμνημονιακών που κατόρθωσαν να μας συμφιλιώσουν με τα Μνημόνια, των ανορθολογικών που μας έκαναν να επανεκτιμήσουμε την αξία του ορθού λόγου;