Η ευρωσκεπτικιστική «Ντέιλι Τέλεγκραφ» έχει ενσωματώσει στον ιστότοπό της ένα ρολόι που μετράει τις ημέρες, τις ώρες, τα λεπτά, ακόμη και τα δευτερόλεπτα που απομένουν μέχρι να γίνει το πολυπόθητο Brexit. Είναι βέβαιο ότι πολλοί αναγνώστες της εφημερίδας, η οποία από την πρώτη στιγμή τάχθηκε υπέρ της εξόδου, δεν βλέπουν την ώρα να φύγει η Βρετανία από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Μια ώρα που έχει προσδιοριστεί με ακρίβεια από την Τερίζα Μέι: η έξοδος θα συντελεστεί τα μεσάνυχτα της 29ης Μαρτίου 2019. Ή μήπως όχι;
Ολο και περισσότεροι σχολιαστές στη Βρετανία αναρωτιούνται αν υπάρχει περίπτωση να μην γίνει το Brexit.
Το ζητούν ο Τόνι Μπλερ, οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες, ορισμένοι βουλευτές των Εργατικών, ακόμη και ο Νάιτζελ Φάρατζ –για εντελώς διαφορετικούς λόγους. Την Τρίτη, οι δύο κορυφαίοι αξιωματούχοι της ΕΕ έδειξαν να ανοίγουν διάπλατα την πόρτα σε αυτό ενδεχόμενο: «Η Βρετανία θα εγκαταλείψει το μπλοκ, εκτός αν οι βρετανοί φίλοι μας αλλάξουν γνώμη. Οι καρδιές μας είναι ακόμη ανοιχτές για εσάς» είπε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ, με τους «Τάιμς» (άλλη ευρωσκεπτικιστική εφημερίδα) να μεταφράζουν τη δήλωσή του ως «κάλεσμα σε δεύτερο δημοψήφισμα». Ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ υπερθεμάτισε: «Η πόρτα μας παραμένει ανοιχτή και ελπίζω ότι αυτό θα ακουστεί καθαρά στο Λονδίνο».Την επομένη, μάλιστα, επανήλθε στο θέμα σε ομιλία του στο Ευρωκοινοβούλιο: «Το χέρι μας παραμένει απλωμένο. Θέλουμε να παραμείνουν οι Βρετανοί. Ακόμη όμως και αν αποχωρήσουν σύμφωνα με το Αρθρο 50, το Αρθρο 49 τούς επιτρέπει να ενταχθούν ξανά. Θα χαρούμε πολύ να τους διευκολύνουμε».
Είναι η πρώτη φορά που γίνονται τέτοιες δηλώσεις σε ανώτατο ευρωπαϊκό επίπεδο. Θέλουν πραγματικά οι Βρυξέλλες να μην φύγει η Βρετανία ή απλώς την τρολάρουν; Κι αν ο βρετανικός λαός αλλάξει γνώμη; Υπάρχει περίπτωση να ματαιωθεί το Brexit προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος να πληγεί η βρετανική οικονομία; Τόσο η Μέι όσο και ο ηγέτης των Εργατικών Τζέρεμι Κόρμπιν το αποκλείουν, υποστηρίζοντας ότι θα συνιστούσε αντιδημοκρατική παραβίαση της λαϊκής ετυμηγορίας. Εντούτοις, η πιθανότητα ενός νέου δημοψηφίσματος – είτε με το ερώτημα Ναι ή Οχι στην ΕΕ, είτε για την έγκριση ή την απόρριψη της τελικής συμφωνίας – βρίσκεται συχνά στην επικαιρότητα. Κατά τον Αγγελο Χρυσόγελο, καθηγητή Ευρωπαϊκών Σπουδών στο King’s College του Λονδίνου και ερευνητικό εταίρο του θινκ τανκ Chatham House, μόνο με δύο τρόπους μπορεί να ανατραπεί το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του 2016: «Πρώτον, να προκηρυχθεί ένα νέο δημοψήφισμα στο οποίο οι Βρετανοί θα αποφασίσουν να μείνουν στην ΕΕ. Αυτό θα μπορούσε να γίνει αν οι διαπραγματεύσεις αποτύχουν και η κυβέρνηση αποφασίσει να θέσει ενώπιον του λαού το δίλημμα ”παραμονή ή μη συμφωνία”. Δεύτερον, αν σε νέες βουλευτικές εκλογές ένα κόμμα με ξεκάθαρη ατζέντα παραμονής στην ΕΕ κέρδιζε την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο». Πόσο πιθανό είναι να συμβεί κάτι από αυτά; «Με δεδομένη την πρόθεση της βρετανικής κυβέρνησης και της ΕΕ να καταλήξουν σε κάποια συμφωνία και την εκπεφρασμένη στήριξη της ηγεσίας και των δύο μεγάλων κομμάτων στο αποτέλεσμα του Ιουνίου του 2016, κανένα από τα δύο ενδεχόμενα δεν συγκεντρώνει μεγάλες πιθανότητες σήμερα», λέει στα «ΝΕΑ» ο δρ Χρυσόγελος.
«Οπως έχουν τα πράγματα, οι πιθανότητες για ένα δεύτερο δημοψήφισμα είναι πολύ μικρές. Θα μπορούσε να γίνει μόνο αν αλλάξει η θέση του Εργατικού Κόμματος. Η συντριπτική πλειοψηφία των μελών του και η πλειοψηφία των ψηφοφόρων του τάσσονται υπέρ της παραμονής, αλλά η ηγεσία δεν τους ακούει για την ώρα. Για να συμβεί αυτό, πρέπει να καταγραφεί μια σημαντική μετατόπιση της στάσης των ψηφοφόρων. Στις δημοσκοπήσεις η πλειοψηφία εμφανίζεται υπέρ της παραμονής, αλλά πρόκειται για μια εύθραυστη πλειοψηφία», σχολιάζει ο Αντριου Ντίσμορ, μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου του Λονδίνου και πρώην βουλευτής των Εργατικών.
55%
των Βρετανών θα επέλεγε να παραμείνει η χώρα στην ΕΕ αν γινόταν δεύτερο δημοψήφισμα, σύμφωνα με δημοσκόπηση της ComRes. Αλλη έρευνα της BMG Research καταδεικνύει ότι το 57% των Βρετανών τάσσεται υπέρ ενός νέου δημοψηφίσματος στην περίπτωση που δεν επιτευχθεί συμφωνία. Τον Δεκέμβριο το ποσοστό ήταν 54%.
Εξι σενάρια για την ανατροπή
1 Ο λαός αλλάζει γνώμη.
Οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν μια ελαφρώς ανοδική τάση υπέρ της παραμονής στην ΕΕ ή υπέρ της διεξαγωγής δεύτερου δημοψηφίσματος. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν υπάρχει σαφής μεταστροφή της κοινής γνώμης. Αν όμως στο προσεχές μέλλον η πλειοψηφία των Βρετανών στραφεί κατά του Brexit, θα μπορούσε να ανοίξει ο δρόμος για νέο δημοψήφισμα.
2 Η διαδικασία διακόπτεται.
Η πορεία προς το Brexit άρχισε με την ενεργοποίηση του Αρθρου 50 της Συνθήκης της Λισαβόνας. Θα μπορούσε να σταματήσει με την απενεργοποίησή του; Ο λόρδος Κερ, εκ των συντακτών του Αρθρου, απαντά θετικά. Το ίδιο και οι Ντόναλντ Τους και Σαν-Κλοντ Γιούνκερ. Ωστόσο, το Λονδίνο το αποκλείει – τουλάχιστον για την ώρα.
3 Εκλογές και νέο δημοψήφισμα.
Εάν η κυβέρνηση επιστρέψει από τις Βρυξέλλες με μια κακή συμφωνία, η βρετανική Βουλή θα μπορούσε να την απορρίψει, με πιθανότερη συνεπακόλουθη εξέλιξη την προκήρυξη εκλογών. Ενδεχομένως τότε οι Βρυξέλλες θα παρέτειναν την παραμονή της Βρετανίας στην ΕΕ και θα άνοιγε ο δρόμος για δεύτερο δημοψήφισμα μετά τις εκλογές.
4 Ο παράγων Κόρμπιν.
Αν οι Εργατικοί ταχθούν υπέρ της παραμονής στην ΕΕ, θα είναι πιο εύκολο να ασκηθεί πίεση στην κυβέρνηση ώστε να προκηρύξει νέο δημοψήφισμα. Ο Τζέρεμι Κόρμπιν όμως το αποκλείει κατηγορηματικά. Θα μπορούσε ίσως να κάνει πίσω μόνο αν τα εργατικά συνδικάτα που αιμοδοτούν το κόμμα υποστηρίξουν το Remain.
5 Πραξικόπημα στους Τόρις.
Πολλοί πρωτοκλασάτοι Τόρις δεν θέλουν τη Μέι στο τιμόνι. Αν μετά από εσωκομματικό πραξικόπημα αντικαθιστούσε την πρωθυπουργό ένας ευρωπαϊστής, όπως ο Φίλιπ Χάμοντ, οι Συντηρητικοί Remainers θα μπορούσαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους με τους Εργατικούς και τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες διασφαλίζοντας νέο δημοψήφισμα. Σήμερα το ενδεχόμενο αυτό φαντάζει σχεδόν απίθανο.
6 Επανένταξη μετά την έξοδο.
Η Βρετανία θα μπορούσε να υποβάλει αίτηση επανένταξής στην ΕΕ μετά την αποχώρησή της, αλλά ως τρίτη πλέον χώρα. Οι διαπραγματεύσεις θα διαρκούσαν αρκετά χρόνια και η χώρα δύσκολα θα αποκτούσε ξανά την ειδική θέση που έχει σήμερα (έκπτωση συνεισφοράς στον προϋπολογισμό, εξαίρεση από πολλές πολιτικές κ.λπ.).