Τα δημοψηφίσματα είναι η νέα «πολιτική μόδα» σε όλη την Ευρώπη. Οι οπαδοί τους προπαγανδίζουν ότι είναι ο καλύτερος τρόπος να λαμβάνονται δημοκρατικές αποφάσεις, καθώς οι πολιτικές ελίτ έχουν συνηθίσει να λειτουργούν στη «σκιά» και οι πολίτες δεν έχουν τελικώς λόγο στη λήψη αποφάσεων.
Στη δημοσκόπηση που δημοσίευσαν «ΤΑ ΝΕΑ» το περασμένο Σάββατο, το 61% των Ελλήνων τάσσεται υπέρ της διενέργειας δημοψηφίσματος για το Μακεδονικό. Ουδείς είναι σε θέση να γνωρίζει τι ψήφισαν οι άνθρωποι αυτοί στο τελευταίο δημοψήφισμα που πραγματοποιήθηκε στη χώρα μας, τον Ιούλιο του 2015. Ελπίζουμε όμως να θυμούνται τον διχασμό και το μίσος που καλλιεργήθηκε την περίοδο εκείνη –χωρίς φυσικά να αναφερόμαστε στο κατά πόσον η «λαϊκή ετυμηγορία» έγινε τελικώς σεβαστή… Τα δημοψηφίσματα έχουν πλέον μετατραπεί σε ένα προβληματικό πολιτικό όπλο που συνήθως αξιοποιούν λαϊκιστές πολιτικοί ή όσοι πολιτικοί φοβούνται να αναλάβουν την ευθύνη δύσκολων αποφάσεων. Δεν χρειάζεται να περιοριστεί κανείς στην Ελλάδα –αρκεί να κοιτάξει τι συνέβη στη Βρετανία με το Brexit, στην Ουγγαρία με το Μεταναστευτικό, ακόμη και στην Ολλανδία σε σχέση με την εμπορική συμφωνία ΕΕ – Ουκρανίας.
Δυστυχώς όμως, δεν είναι όλες οι χώρες σαν την Ελβετία, η οποία ζει στον δικό της παράλληλο κόσμο… Ακόμη και εκεί ωστόσο, το ποσοστό συμμετοχής στα δημοψηφίσματα έχει μειωθεί από περίπου 75% στις αρχές της δεκαετίας του 1990 στο περίπου 43% τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με στοιχεία του ελβετικού Κέντρου Ερευνας για την Αμεση Δημοκρατία.
Στα δημοψηφίσματα η αρνητική ψήφος έχει πλεονέκτημα. Εκφράζεται ευκολότερα μέσα από «πολιτικά τσιτάτα», που απλώς δεν χρειάζεται να εξηγήσουν τίποτα. Οι πολιτικοί που τα επικαλούνται με ευκολία, όπως ο Π. Καμμένος, λένε απλώς «Οχι σε όλα» ή κρύβονται πίσω από την αρνητική ετυμηγορία του λαού την οποία αξιοποιούν ως φύλλο συκής. Αν μάλιστα η αρνητική ψήφος δεν μπορεί να μετουσιωθεί σε πολιτική πράξη, τότε έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα από το επιθυμητό: αποξενώνουν τους πολίτες, δεν τους ενσωματώνουν στη δημοκρατική διαδικασία.