Ηταν χούντα κι εμείς παιδιά που παριστάναμε τους πρωτοέφηβους. Η φίλη μου, αυτή με την οποία είχα μια πιο στενή σχέση, άρχισε κάποια στιγμή να γίνεται πιο μελαγχολική. Και να απουσιάζει από τις, κυριακάτικες συνήθως, «κραιπάλες» με παγωτά στα παγκάκια της πλατείας. Ηθελα να τη ρωτήσω, αλλά με εμπόδιζε ο «αυτοπροστατευτικός» φόβος που έχουν τα παιδιά να μην αντιμετωπίσουν κάτι που δεν μπορούν να διαχειριστούν. Μέχρι που μου το είπε η ίδια. Ο πατέρας της ήταν πολιτικός κρατούμενος στην Αίγινα. Και τις Κυριακές δεν ερχόταν μαζί μας γιατί πήγαινε να τον δει στη φυλακή. Θυμάμαι ότι έβαλα γοερά κλάματα και τις επόμενες μέρες με παρηγορούσε εκείνη για το… κακό που της είχε συμβεί. Με την πρώιμη ωριμότητα των παιδιών που αντιμετωπίζουν τέτοιες οικογενειακές καταστάσεις.
Μετά ήρθε η Μεταπολίτευση και οι πολιτικοί κρατούμενοι έγιναν οι ήρωές μας. Παλλόμασταν από συγκίνηση όταν ακούγαμε ηρωικές ιστορίες από τις φυλακές. Μέχρι που κάποιος μας προσγείωσε απότομα. «Κανένας ηρωισμός. Δεν υπάρχουν ελεύθερα πνεύματα μέσα σε κελιά. Οταν το σώμα είναι περιορισμένο σε λίγα μέτρα, το μυαλό περιορίζεται σε ακόμη λιγότερα εκατοστά. Κολλάει στα ίδια και τα ίδια». Από τότε έχει στοιχειώσει το μυαλό μου η απορία. Τι κάνουν οι άνθρωποι στην απέραντη μοναξιά της φυλακής; Τι είδους διέξοδος ήταν για τους κρατουμένους της Γυάρου να χαράζουν σχέδια και στίχους πάνω σε πέτρες και ξύλα που ακόμη είναι σκορπισμένα, σαν θραύσματα Ιστορίας, στα μισογκρεμισμένα κτίρια; Τι «έβλεπε» ο Οσκαρ Ουάιλντ όταν έγραφε στη φυλακή το «De Profundis» και ο Γκράμσι τα «Γράμματα από τη φυλακή»; Και τι αδιέξοδο περιγράφει ο Σαββόπουλος όταν τραγουδά στη «Δημοσθένους λέξη»: «Κι αν βγω απ’ αυτή τη φυλακή κανείς δε θα με περιμένει, οι δρόμοι θα είναι αδειανοί κι η πολιτεία μου πιο ξένη»;