Για πολλούς αυτά είναι λόγια ακατάληπτα. Αλλά και να ήξεραν να το ερμηνεύσουν και πάλι δεν θα τους έλεγε απολύτως τίποτα, αυτός ο όρκος των νέων Σπαρτιατών που τόσο συγκινούσε παλαιότερες γενιές, οι οποίες για χρόνια πολεμούσαν, στους Βαλκανικούς Πολέμους, στον Πρώτο και Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στρατιές αναχωρούσαν οι Κρητικοί με τις τοπικές τους ενδυμασίες κι ένα ντουφέκι, σκλαβωμένοι οι ίδιοι, για ν’ απελευθερώσουν τη Μακεδονία. Κι από κοντά στη συνέχεια οι Πόντιοι. Κάπως έτσι η Ελλάδα της Μελούνας έγινε αυτή που θα ‘πρεπε να καμαρώνουμε σήμερα, ως προς την έκτασή της. Σε λίγα μόνο χρόνια. Με θυσίες και αίμα πολύ. Με τους Ελληνες της Αμερικής να τα παρατάνε όλα και να σπεύδουν κι αυτοί να πολεμήσουν για την πατρίδα. Την κρατούσαν μέσα τους, την είχαν φυλαχτό στην καρδιά και την ψυχή. Παρά τις ατυχίες, τις λανθασμένες ίσως επιλογές, αλλά και τη στροφή ξένων δυνάμεων σ’ άλλες λύσεις πιο συμφέρουσες σ’ αυτές, που αργά αντιληφθήκαμε. Αιώνια ρομαντικοί, ευκολόπιστοι, πιστεύαμε ότι κι οι ξένοι σκέπτονται έτσι.

Σημασία όμως έχει ότι χάρη στους ηγέτες της εποχής εκείνης, η Ελλάδα κάθε τόσο απελευθέρωνε και ένα κομμάτι ελληνικό. Αλήθεια πόσοι πολλοί τέτοιοι ήρωες υπάρχουν και θα ‘πρεπε να είναι ο οδηγός της σκέψης μας και των ενεργειών μας.

Ετσι φθάσαμε στη σημερινή παρακμιακή εποχή, κυρίως πολιτισμική, όπου όλα επιτρέπονται και όλα απαγορεύονται, ανάλογα με το ποιος είσαι.

Συνέβαινε αυτό και θα συμβαίνει όταν κυβερνούν άνθρωποι που δεν γνωρίζουν ιστορία, γι’ αυτό και δεν τη σέβονται. Δεν δούλεψαν καθόλου για να καταλάβουν την αξία του χρήματος και τον πόνο αυτών που κοπιάζουν για το μεροκάματο. Που προσπαθούν εναγωνίως να βρουν μια θέση στον παράδεισο της εργασίας. Εστω και με τις σημερινές συνθήκες, στον ιδιωτικό πάντα τομέα, που παραπέμπουν σε πολλές περιπτώσεις στον Μεσαίωνα, χωρίς εξασφαλίσεις. Κι αυτόν τον Μεσαίωνα, την κόλαση που ζουν κάποιοι, τη λένε παράδεισο της ελεύθερης αγοράς. Εστω γιατί έχουν αυτή τη δουλειά και ανέχονται τα πάντα.

Εμειναν βέβαια οι λέξεις χαράτσι, ρουσφέτι απ’ την εποχή της Τουρκοκρατίας, να χρησιμοποιούνται ακόμη, για να δηλώσουν ότι τα κατάλοιπα της εποχής αυτής υπάρχουν, κυριαρχούν, και δίνουν ένα συνεχές παρών «βροντερό» στον δημόσιο τομέα. Πιο βροντερό από τις θυσίες, το αίμα που έχυσαν όλοι αυτοί, για ν’ απολαμβάνουμε ελευθερία, που όμως κι αυτή την κατάντησαν ψεύτικη. Αυτό όμως είναι δύσκολο να γίνει, αν δεν περάσεις από κάποια κομματικά στρατόπεδα, να δώσεις τα διαπιστευτήριά σου, κι αν θεωρηθείς υπάκουος, σου ανοίγονται πόρτες. Μικρές ή μεγάλες, αυτό εξαρτάται από το πόσο εύκαμπτος είσαι.

«Αμμες δε γ’ εσσόμεθα πολλώ κάρρονες». Αλλά αναρωτιέμαι από ποιους θα γίνουμε πολύ καλύτεροι; Και ποιοι είναι οι καλύτεροι γι’ αυτούς; Αυτοί που κοπιάζουν για το μεροκάματο και για μια θέση εργασίας ή αυτοί που νέμονται τα λεφτά του Δημοσίου, τα σπαταλούν, γλεντάνε, τρώνε και πίνουν ακόμα.

Ο,τι δεν είναι παράνομο, μπορεί να είναι ηθικώς αποδοκιμαστέο ή και επιδοκιμαστέο σύμφωνα με τα τωρινά ήθη και έθιμα.

Ετσι είναι, δυστυχώς, τα παιδιά τους, που ό,τι έμαθαν, το ‘μαθαν από το περιβάλλον τους αυτό, που είναι το ίδιο και απαράλλαχτο. Πώς λοιπόν να γίνουν αυτά τα παιδιά «πολλώ κάρρονες»; Από ποιους; Απ’ αυτούς που άρμεξαν τον τόπο και εξακολουθούν; Απ’ αυτούς, και είναι χιλιάδες, που με κονδύλια κρατικά ή κοινοτικά, εμφανίζονται ως ΜΚΟ, ως περιβαλλοντολόγοι, ως ειδικοί σύμβουλοι και συνεργάτες απείρων κατηγοριών και έχουν μετατρέψει το κράτος σε οικογενειακή επιχείρηση;

«Αμμες δε γ’ εσσόμεθα πολλώ κάρρονες»!

Ο Δημήτρης Χ. Παξινός είναι πρώην πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών