Ως τι επαναλήφθηκε το χθεσινό συλλαλητήριο; Ως φάρσα μιας εθνικιστικής υστερίας του παρελθόντος ή ως τραγωδία ενός βαλκανικού παρόντος καταδικασμένου να παραμείνει αιώνια φοβικό και εσωστρεφές; Αν λάβει υπόψη του κανείς ότι αυτή τη φορά δεν ήταν ο δήμαρχος της Θεσσαλονίκης και ο μητροπολίτης της πόλης που ανέλαβαν να συνεγείρουν τα πλήθη αλλά ένας απόστρατος, δυο δημοσιογράφοι και ένας ιερέας, τότε βλέπει την φάρσα να ξεδιπλώνεται μπροστά του σε όλο της το μεγαλείο.
Εάν όμως δει το θέαμα μέσα από το πρίσμα του δωδεκάλογου με τον οποίο ο Σταύρος Θεοδωράκης εξηγεί γιατί δεν πήγε στο συλλαλητήριο, τότε έχει μπροστά του την τραγωδία: τη «μικρή χώρα» που θα μπορούσε να είναι «πιστός σύμμαχος» αντί για ιδανικός εχθρός, εκείνους που «θα χτίσουν καριέρες με εθνικιστικές κορόνες», τον χρόνο που κυλάει εις βάρος των «συμφερόντων του ελληνισμού», την «πολιτική αισθητική της προδοσίας, του ανθελληνισμού, της κρεμάλας και του φέρετρου», τον κίνδυνο των «πολιτικών τερατογενέσεων», τις «ζώνες αποκλεισμού» που «θα στερήσουν δουλειές και ανάπτυξη» από την Φλώρινα, την Πέλλα, το Κιλκίς, τις Σέρρες ή τη Δράμα.
Ο δωδεκάλογος του Θεοδωράκη είναι χρηστικός. Κάθε ένας από τους δώδεκα λόγους μπορούσε να προσφέρει μια καλή διέξοδο σε όλους εκείνους που νομιμοποίησαν με την παρουσία τους μια φάρσα –από τους «κατά συνείδηση» βουλευτές της ΝΔ έως την Εύα Καϊλή. Σε όλους εκείνους που φοβήθηκαν να μην πάνε, ενώ μπορούσαν να κάτσουν σπίτι τους εξυψώνοντας τη Θεσσαλονίκη σε «πρωτεύουσα των Βαλκανίων» από «φοβική επαρχία της Αθήνας». Ο Θεοδωράκης έδειξε τον δρόμο. Αλλά εκείνοι πήγαν στο συλαλλητήριο με τα λεωφορεία των προσυγκεντρώσεων.