Η διασπορά ψευδών ειδήσεων σαρώνει τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης παγκοσμίως, επηρεάζοντας ακόμη και τις πολιτικές εξελίξεις. Το 2016, μετά τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, το facebook δέχθηκε δριμεία κριτική διότι μέσω της ιστοσελίδας του διαδόθηκε σημαντικός αριθμός ψευδών ειδήσεων για τη Χίλαρι Κλίντον που θεωρείται ότι επηρέασαν το τελικό αποτέλεσμα, ενώ πέρυσι η εταιρεία παραδέχτηκε ότι ρώσοι πράκτορες είχαν χρησιμοποιήσει την ιστοσελίδα της για να διαδώσουν διχαστικές αναρτήσεις. Αντίστοιχες κατηγορίες έχουν στραφεί και εναντίον του twitter.

O Μαρκ Ζάκερμπεργκ, διευθύνων σύμβουλος του facebook, αποφάσισε να κάνει κάτι για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Αντί όμως να αναλάβει η εταιρεία την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των αναρτήσεων, μετακυλίει την ευθύνη στους χρήστες της πλατφόρμας. Ψηλά στο news feed θα ανεβαίνουν στο εξής αναρτήσεις που θα κρίνονται αξιόπιστες κατόπιν αξιολόγησης από τους περισσότερους από δύο δισεκατομμύρια χρήστες παγκοσμίως, ενώ θα δίνεται έμφαση σε ειδήσεις τοπικού χαρακτήρα και αναρτήσεις φίλων και συγγενών. Παράλληλα, θα μειωθεί ο αριθμός αναρτήσεων ειδησεογραφικού περιεχομένου. Η σταδιακή εφαρμογή της νέας πρακτικής ξεκίνησε χθες.

Η ανησυχία που έχει προκαλέσει η ανακοίνωση είναι μεγάλη, δεδομένου ότι πολλά ΜΜΕ προσεγγίζουν το κοινό τους μέσω του facebook, ενώ εκφράζονται φόβοι ότι ίσως η διαδικασία συλλογής των απόψεων χρηστών είναι ευάλωτη στη χειραγώγηση.

«Είναι θετική η προσπάθεια να ξεχωρίσει η ήρα από το στάρι, ο διάβολος όμως κρύβεται στις λεπτομέρειες. Μπορούμε να εμπιστευθούμε αυτό το σύστημα; Αποκλείεται να παραβιαστεί από χάκερ;» επισημαίνει ο Τζέισον Κιντ, διευθύνων σύμβουλος σωματείου ειδησεογραφικών και ψυχαγωγικών οργανισμών.

Παρά τις καλές προθέσεις, η νέα μέθοδος δεν αποκλείεται να οδηγήσει και πάλι στην παραπληροφόρηση. O Τομ Νίκολς, ειδικός στις διεθνείς σχέσεις, καθηγητής Εθνικής Ασφάλειας στο US Naval College και συγγραφέας του βιβλίου «The Death of Expertise», επισημαίνει στη «Repubblica» ότι η απόφαση του Ζάκερμπεργκ δίνει την ευκαιρία σε συγκεκριμένα συμφέροντα –όπως κόμματα, επιχειρήσεις ή λόμπι –να «κάψουν» ως αναξιόπιστες τις ενοχλητικές φωνές μέσω μιας στοχευμένης καμπάνιας στα κοινωνικά δίκτυα. Το ηθικό δίλημμα μπροστά στο οποίο μπορεί να βρεθεί το facebook επισημαίνει ο Ντέιβιντ Κέι, ειδικός εισηγητής του ΟΗΕ για την ελευθερία της έκφρασης, ο οποίος, μιλώντας στους «New York Times», υπενθυμίζει ότι σε πολλές χώρες οι κυβερνήσεις έχουν υπό τον πλήρη έλεγχό τους τα επίσημα ΜΜΕ, ενώ τα ανεξάρτητα Μέσα τίθενται εκτός νόμου. «Τι θα γίνει εάν μια κοινότητα αποφασίσει ότι μια ειδησεογραφική πηγή είναι αξιόπιστη, ενώ στην πραγματικότητα υπόκειται σε λογοκρισία ή είναι παράνομη; Τι θα κάνει ο Μαρκ Ζάκερμπεργκ εάν οι ανάγκες μιας κοινότητας είναι διαφορετικές από της κυβέρνησής της όσον αφορά το τι θεωρεί αξιόπιστη είδηση; Τίνος το μέρος θα πάρει το facebook;» διερωτάται.

Οι χρήστες είναι πιθανό να κρίνουν τα Μέσα καθαρά βάσει προσωπικών πεποιθήσεων, καθιστώντας την αξιολόγησή τους υποκειμενική και άδικη. «Εάν εμπιστευτούμε την ορθότητα της πληροφορίας στη “σοφία του πλήθους”, θα ζημιώσουμε την κοινωνία» τονίζει ο Νίκολς, σημειώνοντας ότι εν μέρει αυτό το είδος «άμεσης δημοκρατίας» εφαρμόζεται ήδη στην πληροφόρηση. Κι αυτό επειδή μια είδηση μπορεί να αποκτήσει αξιοπιστία μόνο από τον αριθμό των likes και της αναπαραγωγής της στο twitter, μολονότι πολλοί βάζουν like ή αναπαράγουν μια είδηση χωρίς να την έχουν διαβάσει καν. «Δεν βλέπω πώς η ενίσχυση αυτής της δυναμικής θα μπορούσε να ωφελήσει την πληροφόρηση» καταλήγει.

Ο Ράτζου Ναρισέτι, διευθύνων σύμβουλος της διαδικτυακής ειδησεογραφικής εταιρείας Gizmodo Media Group, τονίζει: «Με αυτόν τον τρόπο το facebook απαρνείται την κοινωνική του ευθύνη. Αρνείται να συνεχίσει να επιτελεί το λειτούργημα του προστάτη της τέταρτης εξουσίας παγκοσμίως».