«Ποτέ πριν η ελευθερία του Τύπου δεν είχε δεχτεί τέτοια απειλή όσο σήμερα. Ο αμερικανικός Τύπος όλο και περισσότερο αμφισβητείται και πρέπει να δίνει τις μάχες του μέσα σε ένα περιβάλλον που υπονομεύει την αξιοπιστία του έργου του. Αυτή είναι η εποχή των ψεύτικων ειδήσεων», δηλώνει ο Στίβεν Σπίλμπεργκ στην εφημερίδα «Le Monde» μιλώντας για το «The Post: απαγορευμένα μυστικά» που προβάλλεται στη Γαλλία από σήμερα. Η γαλλική εφημερίδα αναφέρει ότι οι σημερινοί δημοσιογράφοι των «New York Times» αισθάνονται ριγμένοι στην ταινία του Σπίλμπεργκ καθώς στη δική τους εφημερίδα κατοχυρώνεται το scoop της αποκάλυψης των Pentagon Papers σχετικά με τις μεθοδεύσεις των αμερικανικών κυβερνήσεων στον Πόλεμο του Βιετνάμ.

ΟΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΙ. Ο αρθρογράφος Τζιμ Ρότεμπεργκ υπενθυμίζει, για παράδειγμα, ότι αυτός ήταν ο λόγος που η εφημερίδα κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ το 1972. Με τη σειρά τους οι βετεράνοι εκφράζουν τον θυμό τους με την εκδοχή του Σπίλμπεργκ: «Θεωρώ ότι αυτό είναι αδιανόητο. Αυτή η ταινία είναι μια απάτη», δήλωσε ο 92χρονος Τζέιμς Γκρίνφιλντ, πρώην αρχισυντάκτης διεθνών ειδήσεων, υπεύθυνος τότε για το συντονισμό της δημοσίευσης των εγγράφων. «Οσοι έχουν ζήσει την υπόθεση είναι λίγο οργισμένοι και έχουν το δικαίωμα να είναι» αναφέρει ο Ρότενμπεργκ και εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι η ταινία δεν αποδίδει τα δέοντα στον ιδιοκτήτη των «Times» Αρθουρ Οκς Σουλτσμπέργκερ ο οποίος είχε το θάρρος να δημοσιεύσει την είδηση παρά τους νομικούς και οικονομικούς κινδύνους. Ο σημερινός διευθυντής της έκδοσης, 37χρονος Αρθουρ Κρεγκ Σουλτσμπέργκερ που διαδέχθηκε τον πατέρα του την 1η Ιανουαρίου, σχολίασε ειρωνικά: «Ολοι προσβλέπουμε ότι στην επόμενη ταινία, το “Watergate”, θα εστιάσει στο εξαίρετο δημοσιογραφικό έργο των “New York Times”.»

Η αιτία για αυτή την ενδοδημοσιογραφική διάσταση είναι ότι ο Σπίλμπεργκ, σκηνοθετική αδεία προφανώς, χτίζει την ιστορία του γύρω από την πρωτοβουλία της Κάθριν Γκράχαμ, εκδότριας της «Washington Post», να συνεχίσει τη δημοσίευση των απόρρητων εγγράφων, ύστερα από την προσωρινή απαγόρευση που πέτυχε η κυβέρνηση Νίξον για τους «New York Times» επικαλούμενη την κατηγορία παραβίασης και πράξης κατασκοπείας.