Αισθάνονταν άραγε γελοίοι οι βουλευτές που έσπευσαν στη συγκέντρωση της Θεσσαλονίκης, ακούγοντας τον «τρελό στρατηγό» και τους άλλους ανεκδιήγητους να μιλούν ως εκπρόσωποι του έθνους; Μάλλον όχι: τις ίδιες μπούρδες θα έλεγαν αν ήσαν στην εξέδρα και ζήλευαν που δεν τις απήγγειλαν αυτοί να εισπράξουν τα χειροκροτήματα.
Το θέμα όμως δεν είναι οι βουλευτές αλλά οι πολιτικές ηγεσίες –γιατί αυτές θέτουν τα μείζονα ζητήματα: θα ζητούσαν σήμερα δημοψήφισμα οι μακεδονομάχοι, αν δεν τους είχε ανοίξει τον δρόμο ο Αλέξης Τσίπρας το 2015; Θα αναφέρονταν στο «δημοκρατικό δικαίωμά» τους να υπαγορεύουν τα ονόματα χωρών, αν ο ίδιος δεν είχε επικαλεστεί το δικό του δημοκρατικό δικαίωμα να υλοποιήσει το προεκλογικό του πρόγραμμα με τα χρήματα άλλων χωρών; Θα εκκρεμούσε σήμερα το ζήτημα του «Ονόματος» αν το 1992 όλοι οι πολιτικοί ηγέτες –πλην της Αλέκας Παπαρήγα –δεν είχαν εναντιωθεί στο συμβιβαστικό «πακέτο Πινέιρο» που ήταν έτοιμος να δεχθεί ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης; Εξακολουθούμε να συζητάμε για αυτό και αντιπαρερχόμαστε την τρομερή καταγγελία του Τόμας Βίζερ ότι «το ελληνικό πολιτικό σύστημα στέκεται εμπόδιο στην ανάπτυξη».
Δυστυχώς, για τις πολιτικές ηγεσίες κατά κανόνα δεν υπάρχουν «εθνικά θέματα», αλλά μόνο πολιτικά θέματα: τι πόντους θα κερδίσει κάθε κόμμα εναντιωνόμενο στις θέσεις των άλλων, πρωτίστως το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης από το κυβερνών κόμμα. Αυτός ο πλήρως καιροσκοπικός και συμφεροντολογικός πολιτικός ανταγωνισμός δεν οδήγησε στη Μικρασιατική Καταστροφή και στην τραγωδία της Κύπρου;
Φοβάμαι πως δεν έχει αλλάξει η κατάσταση, οι πολιτικοί ηγέτες εξακολουθούν να σκέπτονται με όρους κόστους/οφέλους για κάθε τους κίνηση, για το αν τους απομακρύνει ή τους φέρνει κοντύτερα στην εξουσία. Με την τιμητική εξαίρεση του Σταύρου Θεοδωράκη, οι υπόλοιποι κρύβονται πίσω από διαδικαστικά ζητήματα και δεν τοποθετούνται ρητά αν είναι υπέρ ή κατά της «σύνθετης ονομασίας» –και την ατιμωτική εξαίρεση του κορυφαίου εθνολαϊκιστή Αδωνη Γεωργιάδη που έσπευσε να βαφτίσει «οργή Θεού» τη συγκέντρωση της Θεσσαλονίκης και να καλέσει τον Πάνο Καμμένο να μην υποχωρήσει. Ο αντιπρόεδρος της ΝΔ ξεκίνησε την πολιτική του σταδιοδρομία στη νεολαία του Αντώνη Σαμαρά –αν ο μέντοράς του έγινε πρωθυπουργός μέσω της εθνικιστικής πλειοδοσίας, γιατί όχι και αυτός;
Πριν αποδεχθεί τη γραμμή «βάστα Καμμένε!», ας αναλογιστεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης τι έγινε πριν 25 χρόνια: ο πατέρας του, για να μη χάσει την πρωθυπουργία, δεν δέχθηκε τη σύνθετη ονομασία. Μερικούς μήνες μετά, τον έριξε ο Αντώνης Σαμαράς με άλλο πρόσχημα. Υποχρεώθηκε να παραιτηθεί από την ηγεσία της ΝΔ –και επιπλέον το κόμμα του έμεινε εκτός εξουσίας έντεκα ολόκληρα χρόνια.