Το κτίριο της κατάληψης Libertatia στη λεωφόρο Στρατού της Θεσσαλονίκης πυρπολήθηκε, το απόγευμα της περασμένης Κυριακής, την ώρα που εξελισσόταν το μεγάλο συλλαλητήριο στη Θεσσαλονίκη, από κουκουλοφόρους. Δεν βρισκόταν κανένας εκείνη τη στιγμή στην κατάληψη, ευτυχώς δηλαδή δεν κινδύνεψε κανείς. Οι εμπρηστές ήταν εξτρεμιστές, ο δήμαρχος Γιάννης Μπουτάρης έκανε λόγο για υπερεθνικιστές παοκτσήδες, σε μόνιμη αντίθεση με αναρχικούς επίσης παοκτσήδες! Αποφεύχθηκε μια ακόμα Μαρφίν. Αλλά δεν αποφεύχθηκε κάτι εξίσου σοβαρό, εξίσου θλιβερό: το σβήσιμο ακόμα μιας ψηφίδας που μαρτυρεί ένα πλούσιο παρελθόν σε μια κοσμοπολίτικη Θεσσαλονίκη του παρελθόντος, στην οποία δοξαζόταν η πολυπολιτισμική συνύπαρξη.
Τα κτίρια είναι τα τελευταία εναπομείναντα κελύφη αυτού του παρελθόντος. Το συγκεκριμένο που κάηκε προφανώς δεν ήταν νεοκλασικό, όπως έγραψαν πολλοί -δεν είναι υποχρεωτικά νεοκλασικό ό,τι είναι παλιό, αλλά ό,τι μεταγενέστερο αντλεί έμπνευση από τον πολιτισμό της αρχαίας Ελλάδας ή της αρχαίας Ρώμης. Και όπως μαθαίνουμε από το εξονυχιστικά τεκμηριωμένο ρεπορτάζ της προσφάτως εκλιπούσης δημοσιογράφου Κύας Τζήμου, δημοσιευμένο στο περιοδικό «Παράλλαξη», το καμένο πλέον κτίριο ήταν το αρχοντικό της μουσουλμανοεβραίας αριστοκράτισσας Χαζίζ Νιχάλ Ναζιφέ, κόρης του Απντουλάχ Αχμέτ Ραχήμ και της κόρης τού Εβραίου Δαυίδ Σαλέμ, κτισμένο από τον δεύτερο σύζυγό της, τον εισαγγελέα Μουσταφά Εφέντη, στα τέλη του 19ου αιώνα. Η Ναζιφέ πέθανε το 1941, την περίοδο της Κατοχής, λίγους μήνες πριν οι Ναζί αφανίσουν τους ομοεθνείς της στα στρατόπεδα θανάτου –ήταν τυχερή. Το σπίτι της πέρασε στο ελληνικό Δημόσιο, έζησαν διάφοροι ενοικιαστές, ώσπου στον μεγάλο σεισμό του 1978 υπέστη σοβαρές ζημιές και έμεινε ακατοίκητο να ρημάζει. Κηρύχθηκε διατηρητέο, αλλά ουδείς ενδιαφέρθηκε να το διατηρήσει. Κι ύστερα ήρθαν οι καταστροφείς.
Αυτή είναι, δυστυχώς, η Ελλάδα. Η χώρα που, κατά τα άλλα, ομνύει σε ένα φαντασιακό παρελθόν και συχνά ακυρώνει το μέλλον της οχυρωμένη πίσω από φανταστικές αρχαιότητες (δείτε τι γινόταν προσφάτως στο Ελληνικό), αφήνει τα τεκμήρια της πρόσφατης ιστορίας της να ρημάζουν και να εξαφανίζονται. Για την κουτοπόνηρη εθνικοφροσύνη, την πραγματική εθνική ιδεολογία, στο κενό της αρχιτεκτονικής και γενικότερα της ιστορικής τεκμηρίωσης θα κουμπώσουν τα μόνιμα ιδεολογήματα της ταυτότητας.
Ο φαντασιακός κόσμος, άλλωστε, είναι προτιμότερος από τον πραγματικό. Κι η χώρα είχε προλάβει, δεν περίμενε τους εξτρεμιστές της Ακροδεξιάς για να οργανώσει τη γενοκτονία της ιστορικής μνήμης, να αποκόψει το σήμερα από το πρόσφατο παρελθόν.