Είναι από τις φορές που δεν έχει σημασία το αποτέλεσμα, αλλά η πρόθεση. Και η πρόθεση του Πάνου Καμμένου δεν είναι μόνο να αυξήσει τους μισθούς των στρατιωτικών με βάση τη σχετική απόφαση του ΣτΕ –δέσμευση εξάλλου που είχε αναλάβει από το 2015 και είχε θέσει ως αδιαπραγμάτευτο όρο για τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση. Είναι και να αγοράσει τα δάνειά τους, πράσινα και κόκκινα, στην τιμή που θα τα αγόραζε κάποιο fund.
Αν η πρώτη πρόθεση δίνει το μέτρο της πολιτικής του αξιοπιστίας, αφού συμμετείχε στην κυβέρνηση παρά το γεγονός ότι ο αδιαπραγμάτευτος όρος παραμένει αδιαπραγμάτευτα ανικανοποίητος, στη δεύτερη αποτυπώνεται ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται τη σχέση του με το «δημόσιο πράγμα». Και είναι ένας τρόπος κτητικός και αχόρταγος, ένας νεοβαλκανικός φεουδαρχισμός που κάνει τον Καμμένο να πιστεύει πως ό,τι καλείται να διαχειριστεί περίπου τού ανήκει. Είναι και ένας πρακτικός οδηγός για όλους εκείνους τους εταίρους του που πιστεύουν πως «μπορεί να έχεις την κυβέρνηση αλλά όχι την εξουσία». Ο Καμμένος πιστεύει ότι έχει την εξουσία να πιλοτάρει τα ελικόπτερα του στρατού, να γιορτάζει τα γενέθλιά του στο σπίτι του με τα «παιδιά» της στρατιωτικής μπάντας και, σαν καλός ηγεμόνας, να αγοράζει τα δάνεια των υπηκόων του –με δημόσιο χρήμα.
Οι άλλοι ολοφύρονται για την εξουσία που δεν έχουν. Εκείνος απλώς την ασκεί σαν ένα δικαίωμα που δεν μπορεί να του στερήσει κανείς. Και σαν τον πολιτικό που περιμένει από το στράτευμα να τον αποθεώσει σαν φεουδάρχη και στρατάρχη του.