Καμιά εκατοστή ανθρώπους, ανάμεσά τους πολιτικούς, δημοσιογράφους και ακτιβιστές, συνέλαβε μέσα σε ελάχιστα εικοσιτετράωρα, κατά κανόνα σε νυχτερινές εφόδους, η Τουρκία για «διασπορά τρομοκρατικής προπαγάνδας» στα σόσιαλ μίντια. Είχαν όλοι τους τολμήσει να ασκήσουν κριτική στη στρατιωτική της επιχείρηση στην Αφρίν, έναν κουρδικό θύλακο στη Βόρεια Συρία. «Στην Τουρκία», λέει ο Ραγκίπ Ντουράν, «ο νόμος, οι δικαστικές διαδικασίες, τα δικαιώματα των κατηγορούμενων, με μια λέξη το δίκαιο, είναι τόσο κουραστικά για τους δικαστές μας που τους είναι ευκολότερο να υπακούν τα ουκάζια του προεδρικού μεγάρου». Ξέρει για τι μιλάει: αυτός ο 64χρονος τούρκος δημοσιογράφος και συγγραφέας, επί χρόνια ανταποκριτής της «Libération» στην Κωνσταντινούπολη, καταδικάστηκε στις 16 Ιανουαρίου ερήμην, μαζί με τέσσερις συναδέλφους του, σε 18 μήνες φυλάκιση χωρίς αναστολή για «προπαγάνδιση τρομοκρατικής οργάνωσης».
Περισσότεροι από 120 δημοσιογράφοι βρίσκονται σήμερα πίσω από τα κάγκελα και άλλοι 520 περιμένου να δικαστούν στην Τουρκία, χώρα που περιγράφεται από τους Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα ως «μία από τις μεγαλύτερες φυλακές του κόσμου» για τους επαγγελματίες του Τύπου. Ο Ντουράν δεν βρίσκεται πια στην πατρίδα του, ζει «κάπου στην Ευρώπη», μια αναγκαστική εξορία η οποία, όπως λέει, «έχει τουλάχιστον ένα θετικό: όσο πιο μακριά είμαστε από τον Ερντογάν τόσο μεγαλύτερη είναι η ελευθερία μας να γράφουμε». Και έγραψε, χθες, ένα δριμύ κατηγορώ στη «Libé» για αυτό το καθεστώς που κάποτε, πριν το αποτυχημένο δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015, «αρκούνταν να δολοφονεί τους δημοσιογράφους έναν προς έναν ενώ τώρα έχει αποφασίσει να εξαφανίσει ολόκληρο το επάγγελμα».
Η εξέταση της προσφυγής του εκκρεμεί. «Αλλά πώς να έχω εμπιστοσύνη σε μία τουρκική δικαιοσύνη στην οποία βασιλεύει περισσότερο από ποτέ η απόλυτη αυθαιρεσία;». Συνολικά 50.000 άνθρωποι έχουν φυλακιστεί μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, άλλοι 150.000 έχουν απολυθεί ή τεθεί σε διαθεσιμότητα. «Προηγουμένως, τα δικαστήρια προσποιούνταν λίγο-πολύ ότι συμμορφώνονταν με τους κανόνες δικαίου. Σήμερα δεν υπάρχει παρά ένας νόμος: αυτός του πιο ισχυρού».
Ο Ντουράν είναι ένας από τους συνολικά 57 δημοσιογράφους που κατηγορήθηκαν για «προπαγάνδιση τρομοκρατικής οργάνωσης» λόγω της αλληλεγγύης που επέδειξαν σε φιλοκουρδική αντιπολιτευόμενη εφημερίδα, την «Ουζγκούρ Γκιουντέμ». Από όταν ιδρύθηκε το 1992 απαγορεύτηκε πολλάκις, το 1994 μάλιστα μια έκρηξη κατέστρεψε τα γραφεία της. Πριν κλείσει οριστικά με διάταγμα, τον Οκτώβριο του 2016 με την κατηγορία ότι στηρίζει το PKK, είχε υποστεί άγρια δικαστική πίεση.
Σε ένδειξη αλληλεγγύης, μεταξύ Μαΐου και Αυγούστου του 2016, δεκάδες δημοσιογράφοι και ακτιβιστές ανέλαβαν εναλλάξ για 24 ώρες ο καθένας ρόλο «συνδιευθυντή έκδοσης». «Η δημοσιογραφία ουδέποτε ήταν αργομισθία στην Τουρκία. Ιδίως για εκείνους που δεν ορκίζονται πίστη στο εθνικιστικό και θρησκευτικό δόγμα της κυβέρνησης», σημειώνει ο Ντουράν.
Ο ίδιος είχε το «θλιβερό προνόμιο» να περάσει το 1998 κατηγορούμενος και πάλι για «προπαγάνδιση τρομοκρατικής οργάνωσης» 230 ημέρες φυλακή.
Ομολογεί όμως πως η νέα καταδίκη τον εξόργισε. Παραδέχεται πως ανήκει σε πολλές οργανώσεις: δύο ενώσεις δημοσιογράφων, μία ένωση διερμηνέων, έναν ακόμη σύλλογο ελληνοτουρκικής φιλίας, τον σύλλογο αποφοίτων του λυκείου της Γαλατασαράι… Α, και τον σύλλογο φιλάθλων της Γαλατασαράι.
Παραδέχεται επίσης πως καμιά φορά οι οπαδοί της ποδοσφαιρικής ομάδας παρεκτρέπονται, ιδίως όταν πρόκειται για ντέρμπι εναντίον της Φενέρμπαχτσε. Ενίοτε, βάζει και ο ίδιος τις φωνές στον διαιτητή. Αλλά «προπαγάνδα»; «Είναι αλήθεια πως η προπαγάνδα είναι σήμερα μια διαστροφή στην οποία αριστεύουν κάποια ΜΜΕ στην υπηρεσία της κυβέρνησης. Αλλά δεν ήταν η δική μας περίπτωση. Η επαγγελματική μου ηθική μού επιβάλλει να είμαι αλληλέγγυος προς τους συναδέλφους μου».
Και η κατακλείδα: «Πόσο θα διαρκέσει αυτός ο ξεριζωμός; Ποιος ξέρει; Το βέβαιο είναι πως θα χάσω το επόμενο ματς εναντίον της Φενέρμπαχτσε. Κι έπειτα, ο γιος μου, που πηγαίνει γυμνάσιο, έχει ήδη αποκτήσει κάποιες συνήθειες που μπορεί να μην εκτιμηθούν στην Τουρκία. Οταν κάνουν κάτι άσχημο οι φίλοι του, για παράδειγμα, τους λέει: “Μη γίνεσαι Ερντογάν!”. Αν αποφασίζαμε, η οικογένειά μου κι εγώ, να επιστρέψουμε στην Τουρκία, ο μικρός θα μπορούσε να καταλήξει φυλακή, μαζί με τον πατέρα του, για “προσβολή του προέδρου”… Οδεύοντας λοιπόν ήρεμα προς τα 64 μου χρόνια, λέω στον εαυτό μου πως προέδρους και πρωθυπουργούς έχω δει πολλούς. Αργά ή γρήγορα, όλοι αναγκάστηκαν να ξεκουμπιστούν. Θα έρθει και η ώρα του Ερντογάν…».