«Ο Αγιος Παντελεήμονας Αχαρνών, όλα αυτά τα ταραγμένα χρόνια, ήταν για μένα μια εμπειρία ζωής. Ενα μεγάλο σχολείο με άξονα τον άνθρωπο. Θα μπορούσα να πω, στα 42 μου χρόνια, ότι ήταν μια ολοκλήρωση. Είδα τα πάντα. Τον ανθρώπινο πόνο μέσα από τις δοκιμασίες που μου περιέγραψαν άνθρωποι οι οποίοι ήρθαν από όλες τις μεριές του πλανήτη. Και ας έχω ταξιδέψει λίγο στη ζωή μου. Με ταξίδεψαν αυτοί οι άνθρωποι με τον τρόπο τους. Βίωσα μαζί τους τη φτώχεια, τι σημαίνει να ζεις σε εμπόλεμες ζώνες, να θαλασσοπνίγεσαι στη μάχη για την επιβίωση».
Ο κ. Γιώργος είναι από τους ελάχιστους Ελληνες που διατηρεί κατάστημα στην περιοχή της Πλατείας του Αγίου Παντελεήμονα Αχαρνών. Ενα μικρό κατάστημα ρούχων που ξεχωρίζει ανάμεσα στα μαγαζιά με ξένες, κυρίως αραβικές, πινακίδες.
«Οι γνωστοί μου με αποκαλούν ήρωα που άντεξα αυτά τα δύσκολα χρόνια και κράτησα το μαγαζί μου, σε άγριες συνθήκες. Εγώ δεν το βλέπω έτσι. Εδώ είναι η επιχείρησή μου και επιλογή μου ήταν να μείνω. Και δεν το έχω μετανιώσει. Ηταν μια συγκλονιστική εμπειρία που με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι δεν πρέπει να υπάρχει ρατσισμός. Αν ζήσεις και εργαστείς εδώ, καταλαβαίνεις. Ο άνθρωπος θα κάνει τα πάντα για να επιβιώσει. Και βέβαια υπήρχε έξαρση της εγκληματικότητας. Οταν αφήνεις χύμα, ανεξέλεγκτα, χωρίς καμία υποδομή, 10.000 ανθρώπους σε μια μικρή περιοχή, τι περιμένεις να κάνουν, πώς περιμένεις να αντιδράσουν; Η ανάγκη τούς έσπρωξε να κάνουν τα πάντα. Η δική μας γενιά δεν έχει ζήσει τόσο ακραίες καταστάσεις. Ισως οι παππούδες μας. Αλλά αυτό που συνέβαινε τα προηγούμενα χρόνια στον Αγιο Παντελεήμονα ήταν φρίκη».
Η μπουλντόζα του δήμου για την ανάπλαση της πλατείας έχει πάρει θέση εκεί όπου πριν από πέντε χρόνια γίνονταν οι μεγάλες συγκρούσεις μεταξύ ομάδων μεταναστών, με έντονες διαμαρτυρίες κατοίκων και επιθέσεις των ταγμάτων εφόδου. Ενα μεγάλο μέρος της Πλατείας του Αγίου Παντελεήμονα από τον περασμένο Αύγουστο έχει μετατραπεί σε εργοτάξιο και οι πλάκες έχουν ξηλωθεί.
Η εικόνα της πλατείας τώρα είναι τελείως διαφορετική από το σκηνικό της εξαθλίωσης των προηγούμενων χρόνων με τη μεγάλη έξαρση του Μεταναστευτικού και των προσφυγικών ροών.
Στα σκαλάκια της εκκλησίας δεν υπάρχουν πια χαρτόκουτα και φθαρμένα στρώματα, όπου κάποτε κοιμόντουσαν μέσα στην παγωνιά οικογένειες.
Στην παιδική χαρά, όπου κάποτε είχε μπει λουκέτο, τώρα παίζουν παιδιά και οι μητέρες τους, πολλές από τις οποίες φορούν παραδοσιακές μαντίλες, τα προσέχουν.
Το ανεξέλεγκτο κύμα των μεταναστών που κορυφώθηκε το 2010 συνθέτοντας πρωτόγνωρα σκηνικά, όχι μόνο για την Ελλάδα, σημάδεψε και στιγμάτισε την πλατεία.
Χωρίς καμία υποδομή, πρόβλεψη ακόμα και για στοιχειώδεις συνθήκες υγιεινής, άνθρωποι από κάθε γωνιά του πλανήτη συγκεντρώθηκαν στην πλατεία και η έκρηξη δεν άργησε να έρθει. Οσοι κάτοικοι είχαν απομείνει βρέθηκαν στο μάτι του κυκλώνα, στην εγκατάλειψη της πολιτείας που μετέτρεψε την περιοχή σε χώρο εξαθλίωσης, απόγνωσης και απελπισίας. Τα σκηνικά με τα καραβάνια προσφύγων που αφέθηκαν στην τύχη τους δοκίμασαν τις αντοχές του αξιακού συστήματος μιας ευρωπαϊκής πρωτεύουσας. Σε μια ήδη υποβαθμισμένη περιοχή, νέα προβλήματα συσσωρεύθηκαν και διογκώθηκαν. Η ατμόσφαιρα γρήγορα δηλητηριάστηκε από την οργή, η οποία πήρε ρατσιστικές διαστάσεις. Ηταν το κατάλληλο μείγμα για την ανάπτυξη ακροδεξιών ομάδων που με προπύργιο την πλατεία υποδαύλιζαν το ρατσιστικό μίσος και προχώρησαν σε οργανωμένες επιθέσεις, πογκρόμ, εναντίον μεταναστών συγκροτώντας οργανωμένα τάγματα εφόδου.
Τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, με την αποχώρηση, όπως περιγράφουν κάτοικοι, μεγάλου αριθμού μεταναστών, η κατάσταση κάπως έχει αρχίσει να εξομαλύνεται. Τα προβλήματα από συγκρούσεις ομάδων και επιθέσεις έχουν κάπως περιοριστεί. Οι πικρές μνήμες, όμως, έχουν στοιχειώσει τους κατοίκους. Σε ένα οδοιπορικό στην πλατεία φαίνεται η ανασφάλεια, η αμηχανία, η αναμονή για την επόμενη μέρα. Ζουν στα απομεινάρια μιας σκληρής εποχής και, όπως λένε χαρακτηριστικά, η περιοχή έχει διαλυθεί και θα χρειαστεί χρόνος για να επανέλθει.
«Οι μετανάστες έχουν αρχίσει εδώ και έναν χρόνο να φεύγουν σε μεγάλο ποσοστό. Πού πάνε, δεν μπορούμε να ξέρουμε. Ισως αρκετοί να επιστρέφουν στη χώρα τους, αφού δεν βρίσκουν δουλειά εδώ. Ισως και να πηγαίνουν σε δομές φιλοξενίας ή να καταφεύγουν σε άλλες πλατείες. Εχει ακουστεί ότι αρκετοί έχουν μετακινηθεί στην Πλατεία Βικτωρίας. Πάντως εδώ η περιοχή έχει αρχίσει να ανασαίνει. Τα σκηνικά με οικογένειες που κοιμόντουσαν στα σκαλιά της εκκλησίας και στα παγκάκια δεν τα βλέπεις πια» περιγράφει η κυρία Χρυσαφή, ιδιοκτήτρια καταστήματος που λειτουργεί από το 1970. «Ζήσαμε όλες τις φάσεις. Ακόμα και μέρα μεσημέρι μπροστά στα μάτια μας γίνονταν συγκρούσεις. Ηταν πολύ δύσκολο και να δουλέψουμε, ακόμα και να βγούμε έξω. Τον τελευταίο καιρό αυτά δεν γίνονται. Το βράδυ, όταν κλείνει η αγορά, δεν ξέρω τι συμβαίνει στα στενά».
Αντίθετη άποψη έχει η κόρη της, η Ελευθερία, που λέει ότι «και τότε ακόμα που υπήρχαν αυτά τα σκηνικά της εξαθλίωσης στην πλατεία, εγώ δεν αισθανόμουν απειλή. Τι να φοβηθώ; Δεν θεωρώ ότι υπάρχει κίνδυνος από έναν άνθρωπο που κοιμάται στα σκαλιά και προσπαθεί να βρει κάτι να φάει».
Η Ελευθερία θίγει και ένα άλλο μεγάλο ζήτημα, των επιθέσεων ακροδεξιών. «Εβλεπαν ξένο να βγαίνει από το κατάστημά μας και μας στραβοκοίταζαν επειδή τον εξυπηρετήσαμε».
Στις περιόδους της έξαρσης, όπως καταγγέλλουν κάτοικοι, αρκετοί δέχθηκαν ακόμα και απειλητικά τηλεφωνήματα, ότι θα τους κάψουν το διαμέρισμα αν τολμήσουν και το νοικιάσουν σε ξένο.
Οι ευθύνες
Ως προς τις εξελίξεις, η Ελευθερία παραμένει επιφυλακτική. «Οι ντόπιοι που παρέμειναν στα σπίτια τους είναι ηλικιωμένοι. Σιγά σιγά φεύγουν και αυτοί και μένουν κυρίως αλλοδαποί στην περιοχή. Νέος κόσμος δύσκολα έρχεται για εγκατάσταση. Το ζήτημα είναι εμείς οι πολίτες τι κάναμε, πώς αντιδράσαμε σε αυτήν την πρόκληση. Οι περισσότεροι κάτοικοι πίστευαν ότι υπάρχουν μόνο δύο επιλογές. Να φύγουν αυτοί ή κατά το σκεπτικό τους να φύγουν οι ξένοι. Μέση λύση δεν υπήρχε. Το ζήτημα της ειρηνικής συμβίωσης δυστυχώς δεν μπήκε στις επιλογές. Εχουμε και εμείς ευθύνη για το πώς χειριστήκαμε το πρόβλημα. Και μάλιστα ένας λαός που έχει στο DNA του τη μετανάστευση με πολύ σκληρές εμπειρίες».
Η συγκρουσιακή κατάσταση που επικράτησε στον Αγιο Παντελεήμονα Αχαρνών είχε και μεγάλο οικονομικό αντίκτυπο. Ελληνες ιδιοκτήτες έκλεισαν τα μαγαζιά τους, ενώ «βυθίστηκε» η αξία των ακινήτων. Σύμφωνα με μαρτυρίες, μπορούσε κάποιος να αγοράσει το 2015 διαμέρισμα 80 τετραγωνικών ακόμα και με 3.000 ευρώ.
«Η περιοχή δυστυχώς έχει στιγματιστεί. Και αυτό πιστεύω ότι δεν έγινε τυχαία. Ηταν κατευθυνόμενο. Υπάρχουν συμφέροντα. Μιλάμε για μια παλιά συνοικία της Αθήνας. Η εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα έχει τον μεγαλύτερο τρούλο στα Βαλκάνια και στην περιοχή υπάρχουν νεοκλασικά. Κάποτε εδώ υπήρχε χρήμα μέχρι που άρχισε η υποβάθμιση. Ως προς τους παράτυπους μετανάστες, δεν ήρθαν μόνοι τους. Τους έφεραν. Οταν έχεις λόγους να φθάσεις μια περιοχή στο μηδέν, θα το κάνεις και θα έχεις αυτό το αποτέλεσμα. Από την άλλη, υπάρχουν πολλοί τρόποι να δώσεις άλλη μορφή ανάπτυξης σε μια περιοχή. Αν το θέλεις. Αλλά δεν το ήθελαν» προσθέτει οργισμένος ο κ. Γιώργος.
Η Κωνσταντία Τσουκαλά και η γειτόνισσά της κάνουν τον καθημερινό τους περίπατο στην πλατεία βγάζοντας βόλτα τα σκυλιά τους. «Παλιά δεν το κάναμε, όχι τόσο γιατί φοβόμαστε τις επιθέσεις, αλλά επειδή δεν μπορούσαμε να αντέξουμε αυτά που βλέπαμε. Ειδικά με τα μωρά που τα κοίμιζαν στα παγκάκια και έβλεπες να τα πλένουν στη βρύση, μέσα στο κρύο. Τέτοια σκηνικά δεν υπάρχουν πια. Να περπατάς πρωί στην πλατεία και να βλέπεις τα αίματα από τις νυχτερινές συμπλοκές. Τον τελευταίο καιρό η κατάσταση έχει αλλάξει. Ερχονται μεν καραβάνια προσφύγων, μένουν το πολύ μια-δυο μέρες και μετά φεύγουν.
Κοινό μυστικό στην περιοχή είναι ότι κάποιοι εκμεταλλεύονται καταστάσεις και “νοικιάζουν” διαμερίσματα με πέντε ευρώ το κεφάλι για μία διανυκτέρευση».
Παρόμοια είναι και η άποψη της κυρίας Καλλιγέρη: «Η κατάσταση αρχίζει κάπως να ηρεμεί. Παλιότερα δεν μπορούσες να βγεις από το σπίτι σου ακόμα και το πρωί. Επρεπε κάποιος να σε συνοδεύει».
Στα σκαλιά της εκκλησίας ανεβοκατεβαίνει, τρέχοντας, η μικρούλα Ελεν από τη Συρία. Ο πατέρας της δεν την αφήνει από τα μάτια του. «Είμαστε δύο μέρες εδώ στην περιοχή. Προς το παρόν φιλοξενούμαι στο σπίτι ενός γνωστού μου. Το πρώτο που θέλω είναι να βρω ένα σπίτι να μείνω με την οικογένειά μου. Και μετά να ψάξω για μια δουλειά. Στη Συρία ήμουν δάσκαλος. Δυστυχώς, με όσα έγιναν, δεν μπορούσα να μείνω».