Θωμάς Κοροβίνης,συγγραφέας, μουσικός

…Ούτε πολιτεία ούτε ανιστόρητη

Η Θεσσαλονίκη…

º δεν είναι ούτε γι’ αστείο «συμπρωτεύουσα» (δεν περιέχει τίποτε απ’ το δεύτερο συνθετικό)

º δεν είναι τόσο «πολιτεία» (αν και πολυάνθρωπη πόλη) –αλλά μια παράδοξη επαρχιούπολη δυστυχώς

º δεν έχει πια λαϊκότητα (την έχει οριστικά απολέσει, όπως και ο «αδερφός» Πειραιάς άλλωστε)

º δεν είναι πια φτωχομάνα

º δεν είναι «αναγεννησιακή», αλλά μάλλον «νεομεσαιωνική»

º δεν διαθέτει το πνευματικό κύρος του άλλοτε και ιδίως, δεν είναι καθόλου πρόθυμη για τρέλες και κραιπάλες, όπως ένιοι εσωτερικοί τουρίστες, ιδίως πρωτευουσιάνοι, φαντασιώνονται.

º Ωστόσο, δεν είναι καθόλου ανιστόρητη, αδόξαστη και αβασάνιστη

º δεν είναι άσχημη (παρά την ακαλαισθησία που οι διάφοροι τυχάρπαστοι ιθύνοντες και ταγοί της τής έχουν προσθέσει) –τη διασώζει ακόμη το καλό της «φιζίκ» (γιατί, όπως λέει η παροιμία, «το καλό το άτι και κάτω απ’ τα κουρέλια φαντάζει»),

º και προπαντός δεν είναι «ορφανή», χωρίς δηλαδή καστροφύλακες και ορκισμένους στ’ όνομά της, τέκνα και «μουτζαχεντίν» εραστές.

Γιώργος Σκαμπαρδώνης, συγγραφέας

…Τον Λευκό Πύργο δεν τον σφάξαμε ακόμα

Για να φτιάξεις ένα κουλούρι ξεκινάς απ’ την τρύπα του. Το ίδιο και με το μετρό. Η μπουγάτσα επίσης ξεκινάει απ’ το κενό –ενώ το τρίγωνο Πανοράματος είναι σαν το ιψενικό τρίγωνο συν την κρέμα. Βέβαια η Θεσσαλονίκη –με βάση το κλισέ –είναι όλα αυτά, αν προσθέσεις κάτι όντως σημαντικό: τη μεταφυσική του πατσά. Ειδικότερα δε του τζουσλαμά (χοντροκομμένου) με πολύ μπούκοβο –αν και είναι πολύ λαϊκός, προλεταριακός, πάει πιο πολύ προς Κουτσούμπα. Είναι και το λιμάνι και η ΕΥΑΘ που ήταν μέχρι χτες «κοινωνικά αγαθά» και μας είχαν πρήξει στις διαδηλώσεις, και τώρα με την ιδιωτικοποίηση θα κοινωνικοποιηθούν περισσότερο. Τώρα η ιδιωτικοποίηση μεταλλάχτηκε σε κάτι καλό –σαν το νερό που έγινε με θαύμα κρασί στον γάμο εν Κανά. Τον Λευκό Πύργο δεν τον σφάξαμε ακόμα –περιμένουμε να παχύνει. Και το ότι ο ΟΑΣΘ έγινε Ο-ΑΣΘΜΑ (έχει αγανακτήσει ο κόσμος περιμένοντας λεωφορείο) είναι μια νίκη του λαού ενάντια στους μετόχους. Κακό πράγμα οι μετοχές, όπως και τα απαρέμφατα. Ολα αυτά είναι η Θεσσαλονίκη του τώρα; Ναι, είναι η στρεβλή, γραφική της προφάνεια. Οπως τα Λαδάδικα, τα Λουλουδάδικα και η ζωή μας που πάει άδικα. Τι είναι, λοιπόν, η Θεσσαλονίκη; Μήπως είναι κάτι βαθύτερο, πιο περίπλοκο, σχεδόν ερεβώδες; Δύσκολη απάντηση. Πρέπει να πάω στο Φαρμακείο του Ν.Γ. Πεντζίκη, να τον ρωτήσω. Ισως να πετύχω εκεί και τον Γιώργο Ιωάννου που θα πήγε, ως συνήθως, για ασπιρίνες.

Απόστολος Βαρνάς,μουσικός παραγωγός / ερευνητής

…«Σιγκαπούρη των Βαλκανίων»

Αν καθήσει κανείς να καταγράψει τους χαρακτηρισμούς που κατά καιρούς έχουν χρησιμοποιηθεί για να περιγράψουν τη Θεσσαλονίκη, η λίστα θα είναι σε μήκος, αν όχι για καταγραφή στο βιβλίο Γκίνες, τουλάχιστον αντάξια της γραμμής μετρό που σύμφωνα με τα τελευταία δεδομένα θα τεθεί σε λειτουργία στο τέλος του 2020 (και για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, δεν θα συμπεριλάβουμε και τις προγραμματισμένες προς δυτικά και ανατολικά επεκτάσεις της), ενώ σε γραφικότητα δεν θα υπολείπεται επίσης σε τίποτε από τις εκάστοτε εξαγγελίες που έχουν συνοδεύσει την πορεία αυτού του έργου που έχει ταλαιπωρηθεί και έχει ταλαιπωρήσει πολυτρόπως τους κατοίκους αυτής της πόλης.

Ιδού λοιπόν αυθόρμητη απάντηση, πολύ πονεμένη και λίγο παραπονεμένη, στο ερώτημα τι δεν είναι η Θεσσαλονίκη.

Δεν είναι μια πόλη με συγκοινωνίες που να είναι μοντέρνες, λειτουργικές και να εξυπηρετούν όσο καλύτερα μπορούν τις ανάγκες των κατοίκων και των πολυάριθμων πλέον επισκεπτών της. Ο δρόμος, για να φθάσει στο σημείο κάποιος μελλοντικός ταξιδιωτικός ανταποκριτής των «New York Times» να τη χαρακτηρίσει «Σιγκαπούρη των Βαλκανίων», είναι μακρύς, δύσβατος και γεμάτος αρχαιολογικά ευρήματα.

Αλλά, εντάξει, αυτό το ζήτημα, αφού πρώτα τροφοδοτήσει με άφθονα χορταστικά πλάνα τα βιντεάκια του πρωθυπουργικού γραφείου, καλώς ή λιγότερο καλώς, κάποια στιγμή θα έχει τακτοποιηθεί και τοποθετηθεί στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας της καλοφαγάδικης και ερωτικής αυτής πόλης. Τον κόμπο του Μακεδονικού θα τον έχουμε λύσει ώς τότε ή θα περιμένουμε ακόμα το άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου να ζωντανέψει και καβάλα στον Βουκεφάλα να μας λυτρώσει;

Γιάννης Αναστασάκης, καλλιτεχνικός διευθυντής Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος

…«Συμπρωτεύουσα» και «κοσμοπολίτισσα»

Να τα ξεκαθαρίσουμε:

º Η Θεσσαλονίκη ΔΕΝ είναι «συμπρωτεύουσα»! Είναι μια ζωντανή παραθαλάσσια μεγαλούπολη πιο κοντά στα Βαλκάνια παρά στην πρωτεύουσα Αθήνα. (Το ζούμε κάθε μέρα αυτό! Οταν πέσει η νύχτα, το ξεχνάμε!)

º Η Θεσσαλονίκη ΔΕΝ είναι «ερωτική πόλη»!

Τουλάχιστον, δεν είναι πιο… ερωτική από τα Γιάννινα ή το Ναύπλιο. (Είναι, βέβαια, πανέμορφη –δεν το συζητώ!)

º Η Θεσσαλονίκη ΔΕΝ είναι ακόμη, αλλά προσπαθεί να ξαναγίνει, κοσμοπολίτισσα και είμαι σίγουρος πως θα τα καταφέρει. (Εχει ήδη τον… αέρα πάντως –εδώ πάνω τον λέμε και βαρδάρη!)

º Η Θεσσαλονίκη καμαρώνει για την ιστορία της κι έχει δίκιο! (Κάντε μια βόλτα από τον Λευκό Πύργο ώς τα Κάστρα και ΤΟΥΜΠΑλιν και θα το διαπιστώσετε)

º Η Θεσσαλονίκη είναι η πατρίδα μου, η πόλη όπου ζω ξανά ύστερα από 25 χρόνια, κι έτσι δεν είμαι ο πιο κατάλληλος για να την περιγράψω.

Μεροληπτώ ασυστόλως.

Νικόλας Σεβαστάκης, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών

…Οι προσόψεις και το μυστικό

Δώδεκα (σχεδόν) χρόνια στη Θεσσαλονίκη και ομολογώ την αμαρτία μου: έχω συναντήσει πολλά από τα στοιχεία που έφτιαξαν το στερεότυπό της. Είναι υπαρκτό και κατά τόπους ισχυρό το χαρμάνι από Γέροντα Παΐσιο, ΠΑΟΚ / Σαββίδη, αντιαθηναϊκά παράπονα και βαθύ κοινωνικό συντηρητισμό. Δεν είναι αυτό «Η Θεσσαλονίκη», είναι όμως μία από τις προσόψεις της.

Μικρότερη, αντίθετα, μου φαίνεται πως είναι η εμβέλεια της άλλης πρόσοψης. Οι εύπορες, αστικές πινελιές και οι πολιτιστικοί τους τόνοι μαζί με το μεγάλο άνοιγμα της παραλίας. Τα ευφρόσυνα στιγμιότυπα και οι φέτες ζωής που συλλέγουν συνήθως δημοσιογράφοι και άλλοι περαστικοί της πόλης που διαλέγουν να μείνουν, κατά κανόνα, σε κάποιο ξενοδοχείο ανάμεσα στην οδό Τσιμισκή και στη Λεωφόρο Νίκης. Ούτε αυτή η εξωστρεφής και ηδονιστική επιφάνεια είναι βεβαίως «Η Θεσσαλονίκη».

Μια άλλη σφαίρα είναι επίσης η πολυάνθρωπη φοιτητοχώρα αλλά και οι κινητοί θύλακοι της μιζέριας του κέντρου, τα κυρτά σώματα των τοξικομανών και του λούμπεν κόσμου που περιφέρονται από το πάνω μέρος της Αριστοτέλους μέχρι την Καμάρα, τη Ροτόντα και τα πανεπιστήμια.

Και πώς να αφήσεις έξω τους διαφορετικούς τόνους των συνοικιών και την τομή Δυτικής και Ανατολικής Θεσσαλονίκης; Για μένα που ζω προς τα δυτικά και κοντά στο κέντρο, εικόνες πραγματικής φτώχειας και εμπειρίες κοινωνικού συντηρητισμού είναι πιθανόν πολύ πιο ορατές απ’ όσο στον κάτοικο της Πυλαίας ή σε εκείνον που ζει στα περίχωρα της νέας παραλίας.

Ας πούμε έτσι ότι το πολυποίκιλο της πόλης και οι εναλλασσόμενοι τόνοι της φτιάχνουν κάτι ανάμεσα στο στερεότυπο και στη διάψευσή του, στην ιδεολογία της πόλης και στα διάσπαρτα ίχνη που υπερβαίνουν αυτή την ιδεολογία δημιουργώντας εκπλήξεις.

Κάθε πόλη υπομένει εν τέλει τις ιστορίες που επινοούν οι δικοί της και τα βλέμματα των επισκεπτών, του τουρίστα, του περιστασιακού κατοίκου. Η Θεσσαλονίκη δεν είναι η ησυχαστική φραπεδούπολη του Βορρά, ούτε όμως και η «ζεστή ανθρώπινη κλίμακα» που λειτουργεί ισορροπητικά απέναντι στο μητροπολιτικό χάος των Αθηνών. Η πόλη του Θερμαϊκού τα περιέχει όλα, αλλά το μυστικό της συνύπαρξης των αντιθέσεών της μοιάζει να κρύβεται. Ισως και πίσω από τις συχνές πυκνές ομίχλες της.

Πρόδροµος Νικηφορίδης,αρχιτέκτων

…Ούτε Ανθιμος, ούτε Μπουτάρης

Η Θεσσαλονίκη δεν είναι ακόμα μία πόλη. Είναι μια πόλη μοναδική για το φυσικό της περιβάλλον, βλέπει κατάματα τον Ολυμπο, αγκαλιάζεται από τη θάλασσα και το βουνό, δέχεται καθημερινά τις γενναιόδωρες εναλλαγές της μοναδικής θερμαϊκής ατμόσφαιρας. Παρ’ όλα αυτά, η πόλη που κατοικώ έχει εξορίσει το πράσινο, έχει μπαζώσει τα ρέματά της, εκεί όπου κάποτε έτρεχε η ζωή, τώρα τρέχουν τα αυτοκίνητα. Εχει σφραγίσει τους πόρους ζωής του δέρματος που κατοικώ. Μοναδική λοιπόν και στο καλό και στο κακό.

Η Θεσσαλονίκη δεν είναι πολυπολιτισμική πόλη. Η πόλη που κατοικώ έχει ξεπεράσει τα 2.300 χρόνια ζωής, έχει έντονες ρυτίδες στο κορμί και στο πρόσωπό της, έχει μνημεία ελληνιστικά, ρωμαϊκά, βυζαντινά, οθωμανικά. Μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα ήταν εβραϊκή, μουσουλμανική, ελληνική, φραγκική κ.λπ. Εχει κάνει γενναίο λίφτινγκ πριν από 100 χρόνια, είναι πια 100% ελληνική. Επειτα από μια περίοδο έντονης εσωστρέφειας ανοίγεται συστηματικά στον κόσμο.

Η Θεσσαλονίκη δεν είναι πρωτεύουσα των Βαλκανίων. Η πόλη που κατοικώ κάποτε είχε μεγάλη ενδοχώρα, ήταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, είχε πολλές θρησκευτικές κοινότητες και πολλές ανταλλαγές με την Ευρώπη και την Ανατολή. Μετά ήρθαν οι πόλεμοι, το «σιδηρούν παραπέτασμα» και η πόλη «μίκρυνε». Το παραπέτασμα έπεσε, η Ευρώπη μεγάλωσε, η Θεσσαλονίκη ψάχνει τη θέση της, δυστυχώς είναι μακριά από την κορυφή του βάθρου.

Τέλος, η Θεσσαλονίκη δεν είναι Ανθιμος, δεν είναι Μπουτάρης. Η πόλη που κατοικώ στριμώχνεται ανάμεσα σε συμπληγάδες. Δεν καταφέρνει να ισορροπήσει. Η Θεσσαλονίκη δεν είναι «Θεουθήναι», ούτε Θεαθήναι. Η πόλη που κατοικώ αναζητεί το μέτρο.

Μαρία Τσαντσάνογλου, διευθύντρια του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης

…Τα απομεινάρια της απομόνωσης

Η Θεσσαλονίκη είναι μια όμορφη ευρωπαϊκή πόλη που παράγει πρωτογενώς σύγχρονο πολιτισμό, μια πόλη με 100.000 φοιτητές, 35 μουσεία, με πολυπολιτισμικά στέκια και δημιουργικές ομάδες που ξεπροβάλλουν ολοένα και πιο δυναμικά ξορκίζοντας την κρίση. Προφανώς δεν είναι για μένα Θεσσαλονίκη οτιδήποτε συγκρούεται με την περιγραφή αυτή και ιδίως τα απομεινάρια συντηρητισμού, εθνικισμού και απομόνωσης που πηγαίνουν κόντρα στην προοδευτική αισθητική ταυτότητα της πόλης, στην διαπολιτισμική της ιστορία και στον κοσμοπολιτισμό της.

º Ενώ αγαπώ που η πόλη κατόρθωσε να φιλοξενήσει σημαντικό αριθμό προσφύγων και χαίρομαι να βλέπω οικογένειες Σύρων να κάνουν, πιο ήρεμα πλέον, βόλτα στους δρόμους, προφανώς δεν χαίρομαι όταν ακούω ισλαμοφοβικές κορόνες, ιδίως από ανθρώπους που ξεχνούν το δικό τους προσφυγικό παρελθόν.

º Ενώ αγαπώ τον ΠΑΟΚ, δεν μπορώ να δεχτώ ότι η ΠΑΕ εκδίδει ανακοίνωση για το Μακεδονικό.

º Ενώ αγαπώ την ομίχλη, κυρίως όταν ενώνεται μαγικά με τον Θερμαϊκό, δεν μου αρέσει που τα αεροπλάνα δεν απογειώνονται και δεν προσγειώνονται, με αποτέλεσμα να ταλαιπωρείται αφάνταστα ο κόσμος, να ματαιώνονται συνέδρια και τουριστικές κρατήσεις.

º Ενώ αγαπώ την εξωστρέφεια των συμπολιτών μου, που το τελευταίο που θα πάψουν να κάνουν θα είναι να τιμούν τα γαστρονομικά αστέρια της πόλης, θεωρώ απαράδεκτο το γεγονός ότι έρχονται downtown με τα αυτοκίνητα και τα τριπλοπαρκάρουν.

º Απαλλαγμένη από το τεράστιο πολιτιστικό βάρος της Ακρόπολης και της κλασικής αρχαιότητας, η Θεσσαλονίκη χαρτογραφείται με σύγχρονο πολιτιστικό πρόσωπο. Γι’ αυτό αγαπώ όλες τις προσπάθειες που γίνονται στον χώρο του σύγχρονου πολιτισμού, τόσο θεσμικά όσο και εξωθεσμικά, δεν μου αρέσει όμως που –έστω κι αν τα ποσοστά βελτιώνονται –ακόμα μέχρι σήμερα η πλειοψηφία των συμπολιτών μου δεν το θεωρεί αναγκαίο να επισκεφθεί ένα μουσείο.

Σάκης Παπαδηµητρίου, μουσικός τζαζ

…Πειραματική και ανήσυχη

Αφήνω κατά μέρος τους ανυπόστατους χαρακτηρισμούς που απονεμήθηκαν αφειδώς στη Θεσσαλονίκη, όπως «συμπρωτεύουσα», «ερωτική πόλη», «Δύση της Ανατολής» ή «Ανατολή της Δύσης» και άλλους ακόμη πιο γελοίους. Ερχομαι αμέσως μόνο σε ένα θέμα που δεν λέει να θεσμοθετηθεί ή να πάρει κάποια σταθερή μορφή τέλος πάντων εδώ και τέσσερις δεκαετίες, δηλαδή ένα κέντρο ή εργαστήρι πρωτοποριακών καλλιτεχνικών προτάσεων και πειραματισμών των τεχνών, και μάλιστα με έμφαση στη συνεργασία των διαφορετικών μέσων έκφρασης. Η πόλη αποποιήθηκε την κληρονομιά της «Τέχνης», ιδίως της δεκαετίας του 1960 και του 1970, και υποστήριξε ή καλλιέργησε τη στασιμότητα και κάποια αόριστη άποψη περί «κανονικότητας», κατατάσσοντας τους ανήσυχους δημιουργούς στα υπό εξαφάνιση είδη. Οι εξαιρέσεις, συνήθως προσωπικές και εμμονικές, δεν προσέφεραν παράσημα στους ιθύνοντες της πόλης.

Monsieur Minimal, μουσικός

…Δεν είναι σνομπ,ούτε ανέμπνευστη

Δεν είναι συμπρωτεύουσα ούτε και Αθήνα γιατί δεν είναι αποικία της Πελοποννήσου.

º Δεν είναι μια κοσμοπολίτικη πόλη αλλά μεγάλη επαρχιακή.

º Δεν είναι σίγουρα άσχημη, ιδιαίτερα το κέντρο της είναι αρκετά μαζεμένο, περιποιημένο με πολύ ιδιαίτερες γειτονιές και φυσικά μια νέα παραλία – κόσμημα.

º Δεν είναι χαοτική, μπορείς εύκολα και γρήγορα να την περπατήσεις, να κάνεις στέκια και να γνωρίσεις ανθρώπους.

º Δεν είναι βιαστική, είναι χαλαρή.

º Δεν είναι ξενέρωτη, έχει ένα ιδιαίτερο ταμπεραμέντο.

º Δεν είναι pop, είναι περισσότερο rock και λαϊκή με την κακή έννοια.

º Δεν είναι επηρεασμένη από τη δυτικοευρωπαϊκή κουλτούρα αλλά κλίνει περισσότερο προς Βαλκάνια και Ανατολή. Αυτό το καταλαβαίνεις από τον τρόπο που χορεύει (γιατί χορεύει) μέχρι τον τρόπο που τρώει (γιατί ξέρει να τρώει).

º Δεν είναι ακριβή, μπορείς να φας καλά, να πιεις ποτά σε ιδιαίτερα μπαράκια στα οποία αν είσαι “ωραίος” σίγουρα θα σε κεράσουν ένα από τα επόμενα.

º Δεν είναι σνομπ, εκτός αν έχεις αθηναϊκές πινακίδες.

º Δεν είναι απελευθερωμένη αλλά είναι ιδιαίτερα φοβική, θρησκόληπτη και μερικές φορές και κομπλεξική.

º Δεν είναι μια πόλη που εξυπηρετείται από τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Είναι μια πόλη που το κάθε μέλος της οικογένειας παίρνει το προσωπικό του αυτοκίνητο για να κατέβει στο κέντρο.

º Δεν είναι ανέμπνευστη πόλη, το αντίθετο. Αλλά δεν μπορεί να υποστηρίξει και να θρέψει τους καλλιτέχνες της εκτός κι αν είναι σκυλάδες.

Γιώργος Κορδομενίδης, συγγραφέας, διευθυντής του θεσσαλονικιώτικου περιοδικού “Εντευκτήριο”

…Δεν είναι μία, αλλά πολλές

Η Θεσσαλονίκη, παρά τα τυπικά χαρακτηριστικά μεγαλούπολης (έκταση, πληθυσμός), δεν είναι διαφορετική από δεκάδες άλλες μικρότερες ελληνικές πόλεις.

º Δεν είναι… ψηλοτάβανη. Zορίζεται να αναγνωρίσει το ταλέντο των πιο άξιων παιδιών της –συνήθως το κάνει αφού προηγηθεί η εξ Αθηνών επικύρωση -, γι’ αυτό τα περισσότερα αναζητούν –και συχνότατα βρίσκουν –καλύτερη τύχη στην πρωτεύουσα. Αγνοεί τις καλλιτεχνικές δυνάμεις που δημιουργούν δίχως δημοσιότητα από τα τοπικά (δεν διαθέτει ούτε μία καθημερινή εφημερίδα) ή τα εθνικά ΜΜΕ· δυσκολεύεται να θυμηθεί τη διαχρονική πολυπολιτισμικότητά της και να καλωσορίσει το καινούργιο ή και το ξένο με τη σιγουριά που θα έπρεπε να διαθέτει.

º Δεν είναι μεγαλόψυχη: συμπεριφέρεται στις μικρότερες πόλεις γύρω της με τον ίδιο εγωκεντρισμό που αντιμετωπίζει το κέντρο όλη την ελληνική περιφέρεια.

º Δεν είναι προοδευτική (η πλειονότητα των κατοίκων της δεν είναι). Επί 25 χρόνια, τρεις διαδοχικοί δήμαρχοι της Δεξιάς (Κούβελας, Κοσμόπουλος, Παπαγεωργόπουλος), αγκαζέ με τον εκάστοτε παναγ(ρ)ιότατο τοπικό επίσκοπο (Παντελεήμων, Ανθιμος), όλοι τους άνθρωποι απελπιστικά χαμηλών οριζόντων, τη βύθισαν –με πράξεις και με παραλείψεις –σε βαθύ αναχρονισμό και σε άγονη καχυποψία απέναντι στην Αθήνα. Η εκλογή του Μπουτάρη, στα τέλη του 2010, ήταν μία μεγάλης σημασίας νίκη του προοδευτισμού έναντι του απελπιστικά οπισθοδρομικού κατεστημένου.

º Δεν είναι εύρυθμη. Η αστική συγκοινωνία είναι προβληματική, το διπλοπαρκάρισμα ακόμη και σε βασικούς δρόμους δίνει και παίρνει ανεξέλεγκτο, τα τραπεζοκαθίσματα αυξάνονται και πληθύνονται εις βάρος του δημόσιου χώρου, το νέο σύστημα στάθμευσης στο κέντρο κάνει αβίωτη τη ζωή των μονίμων κατοίκων του.

º Δεν είναι, όμως, και πόλη περίκλειστη από στεριά. Βλέπει φάτσα στη θάλασσα –κι αυτό το αναπεπταμένο μέτωπο είναι από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματά της έναντι άλλων πόλεων.

º Η Θεσσαλονίκη, ευτυχώς, δεν είναι μία, αλλά πολλές: εκτός από το κέντρο, υπάρχει η Θεσσαλονίκη της Σταυρούπολης (όπου μεγάλωσα), του Ευόσμου, του Δενδροπόταμου, της Χαριλάου… –αυτά τα πρόσωπα της Θεσσαλονίκης τα βρίσκω απείρως πιο ενδιαφέροντα.

Γιώργος Αλισάνογλου,ποιητής, εκδόσεις Σαιξπηρικόν

…Αστικός μύθος

Πολλά πράγματα ήταν και είναι η Θεσσαλονίκη. Φτωχομάνα, χαρμάνι πολιτισμών, σταυροδρόμι ιδεών αλλά και εμπορίου. Χαρακτηρίζεται ως η «ερωτική πόλη», όμως αυτό είναι μια συλλογική αυταπάτη, ένας αστικός μύθος για τουριστική ρεκλάμα. Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη με βίωμα τρόμου, πόνου και σκοτεινιάς. Ο απόηχος των συλλήψεων, του πολέμου, του εμφυλίου, των κατατρεγμένων, δημιούργησαν μια ξεχωριστή Φωνή. Είναι η πόλη της Φωνής λοιπόν. Μια Φωνή που έρχεται από τα βάθη των χρόνων και της μνήμης, με μεγάλα διαστήματα σιωπής, με πολλαπλά κατάγματα, με ανθρώπους και καιρούς που πολλές φορές της θέτουν ανυπέρβλητα εμπόδια να μην ακουστεί για να μην φανεί αυτή η υγρή ομιχλώδης σκοτεινιά κάτω από την επιδερμική –επίπλαστη επιφάνεια φαντασμαγορίας που της προσδίδουν. Η Φωνή αυτή που αποκαλύπτει, που βιώνει, ερμηνεύει, μεταγράφει την ιστορικότητα της μνήμης και το ανυπόφορο του έρωτα σε δημιουργία, σε τέχνη και στοχασμό. Εδώ και πολλές δεκαετίες, από αυτή την εύφλεκτη πόλη, με το απέραντο κίτρινο φως να απλώνεται από το Επταπύργιο και τα Τείχη μέχρι το Λιμάνι και τα Λαδάδικα, εμφανίζονται συνεχώς οι πιτσιρικάδες, οι ανήσυχοι άνθρωποι με καινούργιες μουσικές, οι αντιφατικοί και ανεξάντλητοι συγγραφείς, οι ποιητές, που βγάζουν στο φως της μέρας και της νύχτας όλα εκείνα τα πολυδαίδαλα αισθήματα, τις αγωνίες, τις εσωτερικές επαναστάσεις, τα πάθη της ψυχής. Αυτή η Φωνή, λοιπόν, είναι ο αντίλογος, η πίστη, η ελπίδα αυτής της πόλης. Η αγωνία των ανθρώπων που καθημερινά συνομιλούν με την ιστορία της, που αναδύεται σαν καμένο λιβάνι όποια πέτρα κι αν σηκώσεις. Γιατί κάτω από την πόλη, βρίσκεται μια άλλη πόλη. Ιερή. Απέραντη. Αχανής. Η αρχαία –σύγχρονη πολιτεία που είναι φορέας αυτής της Φωνής. Αυτή την Φωνή την σέβονται οι υποψιασμένοι. Η σκέψη της τους καλεί κι εκείνοι την προστατεύουν, την ανανεώνουν κάθε λίγο με την τέχνη τους, καταβυθίζονται στα έγκατα του άμορφου και άπειρου υλικού που φέρουν μέσα τους –που είναι αυτή η Φωνή. Κι έτσι την εξελίσσουν με λεπτότητα, σεμνότητα αλλά και μαγκιά. Κάποτε την ταξιδεύουν πέρα από τα τείχη. Συχνά η Φωνή μεταναστεύει, όμως πάντα επιστρέφει. Είναι η Θεσσαλονίκη.

Γιάννης Ζαχόπουλος, ιδρυτής του Διεθνούς Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Θεσσαλονίκης

…Αξιοκρατική

ΔΕΝ είναι μια πόλη που σέβεται τον εαυτό της… Με κατοίκους, όχι «πολίτες»… χωρίς αξιοκρατία…

Θα μπορούσε, όμως, να είναι μια πόλη χωρίς το σύνδρομο του «να πεθάνει η κατσίκα του γείτονα». Θα μπορούσε να είναι μια πόλη που δεν διώχνει εννιά στα δέκα δημιουργικά άτομα ή τουλάχιστον σέβεται και εκτιμά το ένα που μένει. Θα μπορούσε να είναι μια πόλη με πολύ «απαραίτητο» πράσινο.

Μαρίνα Φωκίδη, Επιμελήτρια και θεωρητικός τέχνης

…Η πόλη του Μαζάουερ και του Αγγελάκα

«Ρωτάει ποιος και γιατί;». Αυτή θα ήταν η πρώτη μου αντίδραση / ερωταπάντηση. Πριν από καμιά δεκαριά ημέρες θα αμυνόμουν σε αυτή την πρόκληση, να ορίσουμε μια πόλη διά της εις άτοπον απαγωγής! Ιδιαίτερα εφόσον κατανοώ την έννοια της πόλης όπως την περιγράφει ο Πλάτωνας, ως έναν (ζωντανό) οργανισμό, μια συνάντηση πολιτών, ως τους πολίτες τους ίδιους. Πόλη είναι οι άνθρωποι που την απαρτίζουν και τη διατηρούν, όχι αποκλειστικά η γεωγραφία, άλλα οι πολίτες μέσα στα χρόνια και ο τρόπος που διατηρούν και ανανεώνουν αυτήν τη γεωγραφία και την αφήγησή της για το κοινό καλό.

Υστερα όμως από το τελευταίο συλλαλητήριο, την αστρονομική προσέλευση και τα γεγονότα που έλαβαν χώρα μέσα στο πλαίσιό του, μου έρχεται κάπως να απαντήσω ότι η Θεσσαλονίκη ΔΕΝ είναι η πόλη μου. Δεν είναι η πόλη των φαντασμάτων του Μαρκ Μαζάουερ (και όμως μεγάλωσα μέσα σε μνημεία, τζαμιά, συναγωγές, χαμάμ και βυζαντινές εκκλησίες, την αγορά Μοδιάνο και το σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ). Δεν είναι η πόλη του Γιάννη Αγγελάκα και των Τρυπών (και όμως πίστεψα πως θα μπορούσα να καβαλήσω το Μάτζικ Μπας για την Ινδία –λόγω και κάποιας φαντασιακής εγγύτητας με την Ανατολή). Δεν είναι ερωτική πόλη, και όμως ερωτεύτηκα σφόδρα διαβάζοντας Μοσκώφ, Χριστιανόπουλο, Κοροβίνη, Αμανατίδη… Δεν είναι η πόλη του Τεό Αγγελόπουλου, και όμως στις ταινίες του βρίσκω την πιο ακριβέστατη αφήγησή της (τι ήταν και τι θα μπορούσε να γίνει).

Λυπάμαι βαθιά για τα τελευταία γεγονότα με το Μακεδονικό, διότι γεννήθηκα σε μια πόλη που ήταν όλα αυτά τα ΔΕΝ –και όσο κανείς μεγαλώνει εκεί, γυρνάει στην παιδική ηλικία που μας «προγραμμάτισε» για τη ζωή. Και εκλιπαρώ όλους τους φίλους και τους εγγύς συγγενείς –από τη γύρω κυριολεκτική και συναισθηματική «γεωγραφία» –να βοηθήσουν να επαναπροσδιορίσουμε την πόλη μου. Τι ήταν η Θεσσαλονίκη, τι θα μπορούσε να είναι, γιατί εδώ το ΔΕΝ, τα πράγματα είναι άγρια και μοναχικά! «Ξέρεις κάτι; Η Ελλάδα πεθαίνει. Πεθαίνουμε σαν λαός. Κάναμε τον κύκλο μας, δεν ξέρω πόσες χιλιάδες χρόνια, ανάμεσα σε σπασμένες πέτρες και αγάλματα. Και πεθαίνουμε… Αλλά αν είναι να πεθάνει η Ελλάδα, να πεθάνει γρήγορα. Γιατί η αγωνία κρατάει πολύ και κάνει πολύ θόρυβο…» λέει ο έλληνας πρωταγωνιστής στο «Βλέμμα του Οδυσσέα», την ωδή για τα Βαλκάνια του Αγγελόπουλου. Ας είναι και έτσι, αν χρειαστεί.

Βασίλης Βαµβακάς,καθηγητής Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας

…Στερεοτυπική και μυθική

Οι εικόνες που χρησιμοποίησε η κυβέρνηση για να διαφημίσει τα έργα και τις ημέρες της στη Θεσσαλονίκη μάς επιστρέφουν από την εποχή της ψηφιακής έκρηξης σε εκείνη της βασικής προπαγανδιστικής αλφαβήτας. Εκεί μας παρουσιάζεται μια Θεσσαλονίκη όχι ανύπαρκτη, αλλά εξιδανικευμένη με τον πιο παρελθοντολογικό τρόπο. Μεταξύ των άλλων προβάλλονται το σαντούρι και το κουλούρι, οι τέχνες και οι γεύσεις (μπουγάτσα) και κυρίως οι «αγώνες που δικαιώνονται» (από το μετρό μέχρι την αποϊδιωτικοποίηση του ΟΑΣΘ). Το πρωθυπουργικό γραφείο με τρόπο σχεδόν βεβηλωτικό διαδέχεται ως πλάνο το νεκροταφείο της ισραηλιτικής κοινότητας. Η στερεοτυπική Θεσσαλονίκη, αυτή που επικαλείται το βίντεο, πράγματι κάνει τα πάντα για να δικαιώσει τον μύθο της. Ομως υπάρχει και εκείνη η Θεσσαλονίκη που ζώντας σε βαθιά κρίση ήδη πριν από το 2009 δεν έχει καμία σχέση με αυτή την εικόνα. Ή ακόμη καλύτερα δεν θέλει να έχει σχέση με αυτή την εικόνα. Είναι εκείνη η πλευρά της Θεσσαλονίκης που παραμένει μια όμορφη αλλά φτωχή πόλη που απλά επιβιώνει, είναι εκείνη η Θεσσαλονίκη των ανθρώπων που στοιβάζονται απελπισμένοι μέσα σε λεωφορεία, που είναι κολλημένοι στα ΙΧ τους για να διανύσουν μερικές δεκάδες μέτρα νομίζοντας ότι θα πάνε κάπου αλλού, κάπου μακριά. Είναι μια πόλη ταυτόχρονα νεανική λόγω της φοιτητικής ζωής αλλά και πολύ γερασμένη σε όλες της τις διαδρομές. Είναι η πόλη που αναζητά μέσα στον διάχυτο συντηρητισμό κάποια εναλλακτικότητα (η περίπτωση Μπουτάρη το σηματοδότησε αυτό με τον καλύτερο τρόπο). Είναι η Θεσσαλονίκη που θέλει να απεμπλακεί από το στίγμα της φραπεδούπολης και περπατά με τις ώρες στην αναπλασμένη παραλία, που ζει για λίγο μια διαφορετική, εξευρωπαϊσμένη εκδοχή της. Είναι αυτή η Θεσσαλονίκη που διαφεύγει μέσα στις αντιφάσεις της από όλους τους παλιούς μύθους και πεζοπορεί τον δρόμο ενός μέλλοντος άγνωστου αλλά εφικτού. Είναι αυτή η Θεσσαλονίκη, η καταδικασμένη στην αφάνεια, που σε κάνει να νιώθεις ότι καμία πρωτόγονη προπαγάνδα δεν είναι πια δυνατή.

Πέτρος Θέµελης, ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και διευθυντής ανασκαφών στην Αρχαία Μεσσήνη

…Μισαλλόδοξη και συντηρητική

Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη, είμαι παιδί της Κατοχής, της πείνας και του Εμφυλίου. Στην παλιά πόλη και τις αλάνες της πέρασα την εφηβεία μου, βίωσα τους πρώτους έρωτες, τα θερινά σινεμά, σπούδασα, ωρίμασα, στρατεύτηκα, βρήκα την πρώτη μου δουλειά, περπάτησα στις γειτονιές της ξυπόλυτος και με πατίνι, γνωρίζω καλά αυτή την πόλη, την αγαπώ, διατηρώ για πάντα μέσα μου την εικόνα της, εξιδανικευμένη ίσως, δικαιούμαι ωστόσο να ομιλώ για τη μεγάλη παραθαλάσσια πόλη της Βόρειας Ελλάδας, με το λαμπρό ελληνιστικό, βυζαντινό, μεσαιωνικό και νεότερο παρελθόν, με την κοινωνία της πάντα ανοιχτή και πολυπολιτισμική.

Η Θεσσαλονίκη…

º Δεν είναι η «συμπρωτεύουσα» όπως δήθεν «κολακευτικά» την αποκαλούν οι Νοτιοελλαδίτες

º Δεν βλέπουν οι πολίτες της ανταγωνιστικά τους Αθηναίους

º Δεν αντιμετωπίζουν οι Θεσσαλονικείς εχθρικά τους γκέι, τους Ρομά, τους πρόσφυγες και τους μετανάστες

º Δεν είναι ρατσιστές

º Δεν ρίχνουν οι Θεσσαλονικείς τα λάθη, τις ευθύνες τους στον σιωνισμό, τις συνωμοσίες, τους «ψεκασμούς»

º Δεν είναι εθνικιστές ούτε μισαλλόδοξοι οι «συμπατριώτες» μου

º Δεν είναι «κλειστή» και συντηρητική η κοινωνία της

º Δεν στερείται ταλαντούχων δημιουργών στα εικαστικά, τη μουσική, το θέατρο

º Δεν υψώνει «τελωνειακούς φραγμούς» στην εισαγωγή νέων ιδεών

º Δεν στερείται ικανών προοδευτικών δασκάλων και ιεραρχών

º Δεν εχθρεύεται ούτε φοβάται τους γείτονες λαούς.