Οσες ιστορίες και αν γραφούν, η μνήμη του ανθρώπου θα παραμένει πάντα ένα ανεπούλωτο τραύμα που συνεχώς θα αιμορραγεί. Και επιπλέον θα αισθάνεται ο καθένας μας πως η δική του ιστορία έμεινε αναξιοποίητη και ως μόνη του παρηγοριά δεν έχει παρά μια ιστορία που αν και την έγραψε ένας άλλος περιλαμβάνεται και ο ίδιος μέσα. Ετσι εξηγείται η γλύκα του κειμένου της πεζογράφου Λίας Μεγάλου – Σεφεριάδη, που σε πείθει πως έχεις υπάρξει κάτοικος της Καλλίπολης.

Χρόνια μελετάω το ταξίδι στα νερά και στα χώματα των προγόνων μου χωρίς να το αποφασίζω. Κοιτάζω ξανά και ξανά το σπίτι μας στην Καλλίπολη να αγναντεύει μόνο κι έρημο τον Ελλήσποντο. Σ’ αυτό το σπίτι μπήκε νύφη την αυγή του 20ού αιώνα η γιαγιά Θαλία που με μεγάλωσε. Εδώ έφερε στον κόσμο τα τέσσερα παιδιά της. Εδώ έχασε τον άντρα της. Εδώ έχασε το βιος της.

Κοντεύει ένας αιώνας από τότε που η διωγμένη οικογένεια βρήκε καταφύγιο σε πόλη πάλι θαλασσινή, στη Θεσσαλονίκη, τη δικιά μου γενέτειρα, όπου κατόρθωσε να φυγαδεύσει τα «τιμαλφή» της: μια εικόνα της Βρεφοκρατούσας, ένα ασημόδετο Ευαγγέλιο, το Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης του Ανθίμου Γαζή, μια ξύλινη σφραγίδα για τα πρόσφορα του ψυχοσάββατου… Για να σωθούνε οι ψυχές των ζώντων που αλλοιώνονται, οι ψυχές που αλώνονται δίχως της Ιστορίας το έρμα.

Και μνήμες, μνήμες ανεξίτηλες, που έγιναν και δικές μου. Από αυτές αντλώ εικόνες και ευωδιές για το έρημο σπίτι, για τη μακρινή μου πατρίδα. Ηχους και χρώματα ευτυχισμένων χρόνων, τότε που οι βεγγέρες έδιναν κι έπαιρναν, έρρεε μυρωδάτο το κρασί απ’ το Αγγελοχώρι, οι γαζίες άνθιζαν, οι κόρες κεντούσαν τα προικιά τους κι ο μόνος πόλεμος ήταν αυτός των αγοριών με τα ξύλινα σπαθιά.

Ωσπου βάσκανος οφθαλμός, Ιούλη του ’12, έφερε την πρώτη συμφορά. Νύχτα ζεστή κι ο κόσμος κοιμόταν σε μπαλκόνια και αυλές, όταν η γη άρχισε να τρέμει, τα σπίτια να σωριάζονται, το καινούργιο καμπαναριό να καταρρέει κι αυτό. Με το φως της μέρας οι άνθρωποι βρέθηκαν κυκλωμένοι από ερείπια κι η ζωή άρχισε ξανά σε αντίσκηνα από σεντόνια.

Μα η ανοικοδόμηση δεν άργησε χάρη στις δωρεές των ομογενών από την Πόλη, τη Ρωσία, την Αφρική. Ο κόσμος πάλευε και αισιοδοξούσε, ώσπου ο Α’ Παγκόσμιος έκανε τη ζωή αφόρητη.

Ορδές Λαζών ξεχύθηκαν στη χερσόνησο, μπήκαν στην πόλη σκορπώντας τον τρόμο, «Μπιζ κασάπ ταμπουρούιζ!» «Εμείς ανήκουμε στο τάγμα των σφαγέων!». Αρπαγές, καταστροφές, φονικά. Κι από πάνω τα αγγλικά αεροπλάνα να βομβαρδίζουνε δικαίους και αδίκους. Δεν ήξερε κανείς πού να κρυφτεί, έτσι ώστε η διαταγή εκτόπισης των χριστιανών φάνηκε ευλογία!

«Σύντομα θα επιστρέψουμε…» σκέφτονταν όλοι καθώς το πελώριο γερμανικό ατμόπλοιο άφηνε πίσω του το λιμάνι. Μα πριν χαθεί ο φάρος απ’ τα μάτια τους, φωνές ακούστηκαν, κραυγές και ποδοβολητά. Ενα αγγλικό υποβρύχιο πλησίαζε από την Προποντίδα. Οι Γερμανοί εγκατέλειπαν το πλοίο σε πανικό, ο δεύτερος καπετάνιος, ένας Τούρκος, διέταξε τους στρατιώτες να πυροβολήσουν με τα τουφέκια τους το υποβρύχιο! Πέσαν επάνω τους οι Καλλιπολίτες, τους αφοπλίσανε, τους κλείδωσαν στ’ αμπάρι. Σηκώσανε στα χέρια τον μητροπολίτη, που κραδαίνοντας τον σταυρό κραύγαζε προς τους Αγγλους: «Είμαστε χριστιανοί πρόσφυγες! Είμαστε χριστιανοί πρόσφυγες!» Οι μάνες σήκωναν τα μικρά παιδιά πάνω απ’ την κουπαστή και τα κουνούσαν πέρα δώθε σαν σημαίες. Το υποβρύχιο απομακρύνθηκε. Σε λίγη ώρα πατούσαν το πόδι τους στη φιλόξενη Ραιδεστό.

«Κι αυτή η μπόρα», όπως αποκαλούσαν τον εκτοπισμό, κράτησε σχεδόν τέσσερα χρόνια –ώς το 1919. Γυρίζοντας πίσω, βρήκαν τα σπίτια τους λεηλατημένα, χαλάσματα τις εκκλησίες, καμένα τα μαγαζιά. Κι όμως, όταν απ’ το ακρωτήρι πρόβαλε η νικηφόρα «Δάφνη», το πλήθος στο λιμάνι παραληρούσε καθώς υποχωρούσαν οι ακτές της Ευρασίας για να περάσει, να σμίξει μαζί τους.

Ναι, οι καλύτερες μέρες ήταν κιόλας εκεί. Οι Τούρκοι ωστόσο αρνούνταν να επιστρέψουν τις περιουσίες που είχαν αρπάξει, οι δε αγγλικές Αρχές ένιπταν ως συνήθως τας χείρας των.

Η απογοήτευση απ’ τους συμμάχους ήταν ανείπωτη. Η αδικία υπέρογκη. Το ποτήρι γρήγορα ξεχείλισε κι οι Θρακοχερσονήσιοι κήρυξαν την ένωσή τους με την Ελλάδα. Εξαλλοι οι Τούρκοι, τους απειλούσαν με ολοκληρωτικό αφανισμό, ενώ οι σύμμαχοι συνιστούσαν αυτοσυγκράτηση.

Ωσπου έφτασε ο αξέχαστος Ιούλης του ’20, οπόταν το τορπιλικό «Πάνθηρ» αγκυροβόλησε στο λιμάνι και επιτέλους η ελληνική σημαία κυμάτισε στο λιμεναρχείο. Σε δύο εβδομάδες υπογράφηκε η Συνθήκη των Σεβρών. Οι άνθρωποι έκαναν τον σταυρό τους κι ανασκουμπώθηκαν να ανορθώσουν για άλλη μια φορά τα ερείπια.

Μέσα σε δύο χρόνια η ρημαγμένη πόλη ξαναέγινε Καλλίπολη, ωστόσο ο όλεθρος παραμόνευε. Σύντομα η Μικρά Ασία θα άδειαζε από τον πανάρχαιο ελληνισμό της.

Οι Καλλιπολίτες όμως αρνούνταν να φύγουν. Τόσα απανωτά γυρίσματα της τύχης δεν τα χωρούσε ο νους τους. Και έπρεπε να στείλει τέλος Οκτώβρη ο Βενιζέλος τηλεγράφημα για την εκκένωση της χερσονήσου, ώστε να συνειδητοποιήσουν ότι ο κίνδυνος σφαγιασμού τους ήταν άμεσος. Στο λιμάνι είχαν ήδη καταπλεύσει ελληνικά ατμόπλοια.

Απ’ το κατάστρωμα το πλήθος παρακολουθούσε τα διεθνή αγήματα που είχαν παραταχθεί για την υποστολή της ελληνικής σημαίας. Ο έλληνας ναύτης έσυρε το σχοινάκι, αλλά η σημαία παρέμεινε στη θέση της. Τράβηξε, ξανατράβηξε, ώσπου στο τέλος αναγκάστηκε ν’ αναρριχηθεί στον ιστό και να την κατεβάσει σφίγγοντάς την στο στήθος του.

Δάκρυα βουβά μούσκευαν το καράβι ώς τη στιγμή που ακούστηκαν οι αλυσίδες της άγκυρας. Τότε ξέσπασε ο μεγάλος θρήνος, όπως ακριβώς τη στιγμή που κατεβαίνει το φέρετρο στη γη και ξέρεις πια ότι αποχωρίζεσαι για πάντα τους αγαπημένους…

Κοιτάζω πάλι τη φωτογραφία του έρημου σπιτιού, με πόρτες και παράθυρα να χάσκουν, με τον εξώστη να βοά, κι είναι σαν να αντικρίζω την «Κραυγή» του Μουνχ. Δεν είναι μόνον οι ξεριζωμένοι μου που το αποχωρίστηκαν. Τους αποχωρίστηκε κι εκείνο. Γι’ αυτό κι απεγνωσμένα τους καλεί καθώς αργοπεθαίνει.