Είναι κυριολεκτικά να τρελαίνεται κανείς με όσα ακούγονται να λέγονται καθημερινά στο δρόμο και στα μέσα συγκοινωνίας. Φτάνεις να υποψιάζεσαι πως άγνωστοί σου άνθρωποι κάθε άλλο παρά άγνωστοί σου είναι ώστε να έχουν βαλθεί τόσο μεθοδικά να σου σπάσουν τα νεύρα, σε βαθμό που αν σου έλεγε κανείς ότι έχουν συνωμοτήσει για να σε εξοντώσουν με τα λόγια τους και τη συμπεριφορά τους, σχεδόν θα το πίστευες αν δεν φοβόσουν ότι έχεις αρχίσει να παραλογίζεσαι δίχως να το καταλαβαίνεις.
Ακάθεκτη και χωρίς να ερωτηθεί –από ποιον άλλωστε; –η πελάτισσα του σουπερμάρκετ έλεγε στην εμβρόντητη υπάλληλο που την άκουγε, ενώ τύλιγε δυο μπριζόλες για την αφεντιά της, σαν να της μιλούσε στα σουαχίλι: «Εγώ με ό,τι κακό συμβαίνει στη Γερμανία και στην Αμερική, χαίρομαι αφάνταστα. Δεν είμαι κακός άνθρωπος αλλά αισθάνομαι πως πληρώνουν για τις συμφορές που προκαλούν στον κόσμο».
Θα έχετε προσέξει, ακόμα και σε φυσιολογικές συζητήσεις, πως αν αισθάνεται πως αδικείται κάποιος που μιλάει με αξιωματικό τρόπο, είναι πως δεν υπάρχει μπροστά του ένα μικρόφωνο ώστε το ακροατήριό του να μην είναι δυο τρεις φίλοι και γνωστοί αλλά ένας ολόκληρος πληθυσμός. Διαφορετικά δεν μπορεί να εξηγηθεί ένα φαινόμενο που κάνει θραύση τα τελευταία χρόνια όχι μόνο στους δρόμους και στα μέσα συγκοινωνίας, αλλά και σε χώρους αναμονής είτε πρόκειται για νοσοκομεία είτε για αεροδρόμια. Να μιλάνε δηλαδή άνθρωποι με έναν τρόπο που αν τους υποχρέωνε να το κάνουν μια κρατική Αρχή θα διαμαρτύρονταν για παραβίαση των προσωπικών τους δεδομένων.
Ωστόσο, όσο μεγάλο κι αν είναι το σχετικό πρόβλημα, ωχριά μπροστά στο ηθικής τάξεως ζήτημα που εγείρονταν με την απόφανση της πελάτισσας του σουπερμάρκετ, σε σχέση με την καλοσύνη της που δεν ήταν δυνατόν να ικανοποιηθεί παρά μόνο με το κακό που μπορούσε να συμβεί στους άλλους. Εστω και αν οι «άλλοι» ήταν η Γερμανία και η Αμερική, αφού έδειχνε ότι δεν θα της περνούσε ποτέ από το μυαλό η σκέψη πως μια συμφορά, όσο μεμονωμένη και αν φαίνεται, δεν πλήττει μονάχα όποιον άμεσα τον αφορά. Ενας άνθρωπος, ένα σύνολο ανθρώπων, μια πόλη ή μια χώρα που συμβαίνει να δοκιμάζονται, οι συνέπειες της δοκιμασίας τους κατά έναν εξακριβώσιμο –καθόλου μάλιστα μεταφυσικό –πολιτικά και επιστημονικά τρόπο μεταφέρονται σε απομακρυσμένα σε σχέση με τους ίδιους σημεία.
Ή, όπως πολύ ωραία το είχε γράψει ο γάλλος φιλόσοφος Γκαμπριέλ Μαρσέλ, πριν από ογδόντα χρόνια, όταν αντίστοιχες υποψίες, που εν τω μεταξύ έχουν σιγήσει, διαυλακώναν την κοινή συνείδηση, ότι «είναι υποχρεωμένος να ενδιαφέρεται κανείς για ανθρώπους και για τόπους, αν και δεν πρόκειται ποτέ να έρθει σε επαφή μαζί τους, αφού ένα τέτοιο ενδιαφέρον συνδέεται άμεσα με τη δική του, την προσωπική επιβίωση». Δεν είναι όμως μόνο ο Γκαμπριέλ Μαρσέλ αλλά και το σύνολο σχεδόν της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας των τελευταίων εκατό χρόνων που κάνει λόγο για μια εδαφική κοινότητα τόσο ευαίσθητη ώστε σε οποιοδήποτε γεωγραφικό της σημείο και αν στέκεται κανείς να τον επηρεάζει άμεσα η σύνολη ατμόσφαιρά της.