Είναι αυτές που επιλέγονται περισσότερο από τους Ελληνες που αποφασίζουν να ακολουθήσουν τον δρόμο του επιχειρείν. Κυρίως ατομικές επιχειρήσεις ή ιδιωτικές κεφαλαιουχικές επιχειρήσεις που δημιουργούνται από την ανάγκη εξασφάλισης μιας θέσης εργασίας. Στους κλάδους της εστίασης, του λιανεμπορίου και της παροχής υπηρεσιών, σε αρκετές περιπτώσεις δεν δημιουργούν μόνιμες θέσεις εργασίας εκτός από αυτήν του ιδιοκτήτη και συνήθως η διάρκεια ζωής δεν ξεπερνά την εξαετία, ενώ δύο στις δέκα επιχειρήσεις δεν καταφέρνουν να κλείσουν ούτε δύο χρόνια λειτουργίας.
Την εικόνα αυτή δίνουν τα στοιχεία για το ενδεκάμηνο του 2017 του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου της Αθήνας σύμφωνα με τα οποία από τις 6.037 νέες επιχειρήσεις που δημιουργήθηκαν έως και τον Νοέμβριο του 2017 σχεδόν το 20% ήταν του κλάδου της εστίασης. Ειδικότερα την πρώτη πεντάδα των επιλογών συνθέτουν εστιατόρια, καφετέριες, σουβλατζίδικα κ.λπ. (1.088), επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου (953), επιχειρήσεις στον τομέα των χρηματοπιστωτικών και ασφαλιστικών υπηρεσιών (508), παροχής προσωπικών υπηρεσιών (368) και παροχής συμβουλών διαχείρισης (282). Τη συνολική λίστα των νέων επιχειρήσεων συμπληρώνουν αυτές των υπηρεσιών εκπαίδευσης, προγραμματισμού ηλεκτρονικών υπολογιστών και συναφών δραστηριοτήτων, διαχείρισης ακίνητης περιουσίας αλλά και μεταφορικές και άλλες επαγγελματικές τεχνικές ή επιστημονικές δραστηριότητες.
Ατομικές και ΙΚΕ. Στην πλειονότητά τους οι επιχειρήσεις αυτές είναι μικρές ή πολύ μικρές καθώς από αυτούς που τόλμησαν να μπουν στον επιχειρηματικό στίβο, σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών, μόλις το 0,7% επέλεξε να δημιουργήσει κάποια επιχείρηση με τη μορφή της Ανώνυμης Εταιρείας και μόλις 0,88% επέλεξε ΕΠΕ. Αλλωστε η έλλειψη ρευστότητας και η ασθενική χρηματοδότηση από τις τράπεζες δεν αφήνουν πολλά περιθώρια. Οι σχεδόν 7 στις 10 νέες επιχειρήσεις ήταν ατομικές ενώ το ποσοστό των ΙΚΕ (Ιδιωτικών Κεφαλαιουχικών Εταιρειών) διαμορφώθηκε στο 11,4% καταλαμβάνοντας τη δεύτερη θέση. Αιτία δεν είναι άλλη από το χαμηλό κόστος δημιουργίας τους, που είναι πιο προσιτό για τους επίδοξους επιχειρηματίες. Ακολουθούν οι ετερόρρυθμες επιχειρήσεις με 6,32% και οι ομόρρυθμες με 5,96%.
Μικρή διάρκεια ζωής. Παράλληλα ένα σημαντικό συμπέρασμα που προκύπτει από τα στοιχεία του ΕΕΑ και δείχνει το δύσκολο επιχειρηματικό περιβάλλον και το πόσο θνησιγενείς είναι οι επιχειρήσεις που δημιουργούνται είναι το γεγονός ότι αν και ο συνολικός αριθμός διαγραφών επιχειρήσεων από το Μητρώο του Επιμελητηρίου για το διάστημα Ιανουάριος – Νοέμβριος 2016 μειώθηκε από 4.825 σε 4.374, για το ίδιο διάστημα το 2017 από τις επιχειρήσεις που διαγράφηκαν, πάνω από τις μισές (51,70%), είχαν κάνει έναρξη τα έτη 2011 – 2017, δηλαδή είχαν μόλις 6 χρόνια ζωής και από αυτές σχεδόν οι δύο στις δέκα έναν μόλις χρόνο. Πιο αναλυτικά, επιχειρήσεις που άνοιξαν κατά τη διετία 2016 – 2017 και έκλεισαν συγκεντρώνουν ποσοστό 21,67%, εκείνες που άνοιξαν την πενταετία 2011 – 2015 και έκλεισαν έως τον Νοέμβριο του 2017 συγκεντρώνουν ποσοστό 30,03%.
από ανάγκη. Μελέτη του ΙΟΒΕ που δημοσιοποιήθηκε στα τέλη του περασμένου Δεκεμβρίου δείχνει ότι στο δύσκολο επιχειρηματικό περιβάλλον που συνθέτουν η έλλειψη ρευστότητας, η υπερφορολόγηση και η μειωμένη κατανάλωση, οι τέσσερις στους δέκα επιχειρηματίες αρχικών σταδίων όλων των κλάδων (41%) ξεκίνησαν το εγχείρημα από ανάγκη, ενώ το 36,1% διέκρινε κάποια επιχειρηματική ευκαιρία. Επίσης τρεις στους πέντε δήλωσαν ότι κανένας δυνητικός πελάτης τους δεν θα θεωρήσει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες τους νέα και πρωτοποριακά, γεγονός που οφείλεται στο ότι οι νέες επιχειρήσεις αφορούν κυρίως τους τομείς υπηρεσιών προς τον καταναλωτή.
Οι τρεις στους δέκα των επιχειρηματιών αρχικών σταδίων το 2016 φαίνεται να μην απασχόλησαν εργαζομένους στο νέο τους εγχείρημα ενώ οι επιχειρήσεις φαίνεται τελικά να είναι πολύ μικρές και η μία στις τρεις απευθύνεται αποκλειστικά στην εγχώρια αγορά. Μάλιστα η μελέτη δείχνει ότι περίπου 260.000 άτομα το 2016 προχώρησαν σε διακοπή ή αναστολή της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας, με το 70% να σημειώνει ως βασικότερο λόγο διακοπής ή αναστολής λειτουργίας την έλλειψη κερδοφορίας.
Πάντως αν και η ελληνική επιχειρηματικότητα βιώνει σημαντικά προβλήματα και αποτελείται στο μεγαλύτερο ποσοστό από πολύ μικρές επιχειρήσεις που δημιουργούνται από ανάγκη, το ισοζύγιο μεταξύ των ανοιγμάτων και των λουκέτων παρουσιάζει θετικό πρόσημο. Αυτό δείχνουν άλλωστε τα στοιχεία ΓΕΜΗ για το σύνολο του 2017 καθώς άνοιξαν 30.663 επιχειρήσεις κι έκλεισαν 24.804. Σύμφωνα με τους ανθρώπους της αγοράς, αυτό αποτελεί ένα θετικό σημάδι καθώς φαίνεται να σταθεροποιείται ο ρυθμός των λουκέτων.