H είδηση για την πρώτη κλωνοποίηση πρωτευόντων θηλαστικών, δύο μακάκων, κάνει τον γύρο του κόσμου, φέρνοντας στο προσκήνιο το μεγάλο ηθικό ερώτημα: είμαστε πλέον πολύ πιο κοντά στο να κλωνοποιήσουμε με τον ίδιο τρόπο ανθρώπους;

Κινέζοι ερευνητές χρησιμοποίησαν την τεχνική που είχε χρησιμοποιηθεί και το 1996 για την κλωνοποίηση του προβάτου Ντόλι προκειμένου να κλωνοποιήσουν δύο ίδιους μακάκους, τους οποίους ονόμασαν Ζονγκ Ζονγκ και Χούα Χούα, και γεννήθηκαν πριν οκτώ και έξι εβδομάδες, αντίστοιχα. Οι επιστήμονες από το Ινστιτούτο Νευροεπιστήμης της Κινεζικής Ακαδημίας Επιστημών στην Σαγκάη ελπίζουν με την κλωνοποίηση και άλλων πρωτευόντων να συμβάλουν στην έρευνα για τις ανθρώπινες ασθένειες.

Ομως, ήδη, δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν πως το κινεζικό επίτευγμα «αποτελεί ένα μεγάλο βήμα προς την δημιουργία ανθρώπων κατά παραγγελία» και προειδοποιούν για τα περίπλοκα ηθικά και νομικά διλήμματα που προκύπτουν. Κινέζοι ερευνητές έχουν ήδη προσπαθήσει ανεπιτυχώς να παραγάγουν υγιή μωρά από κύτταρα ενηλίκων. Ο επιστήμονας Χοσέ Σιμπέλι του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, σε πρόσφατες δηλώσεις του σε αμερικανικά ΜΜΕ τόνισε πως εάν συνεχισθούν αυτές οι προσπάθειες θα πρέπει να θεωρηθούν «εγκληματικές».

Είναι κρίσιμο το γεγονός ότι οι δύο μικροί μακάκοι κλωνοποιήθηκαν από το γενετικό υλικό κυττάρων ενός εμβρύου μακάκου και όχι από ενήλικο πίθηκο. Τα χρωμοσώματα ελήφθησαν από τον πυρήνα ενός κυττάρου και τοποθετήθηκαν μέσα σε ωάριο ενήλικης πιθηκίνας από το οποίο είχε αφαιρεθεί ο πυρήνας. Κατόπιν στη μήτρα μιας παρένθετης μητέρας προκλήθηκε η ανάπτυξη του ωαρίου σε έμβρυο με την προσθήκη κάποιων μορίων. Χωρίς αυτή την πρακτική, τα γονίδια δεν «ξυπνούν». Στα κύτταρα των ενηλίκων αυτά τα γονίδια δεν είναι τόσο εύκολο να αφυπνισθούν και γι’ αυτό μέχρι στιγμής δεν είναι δυνατή η επιτυχής κλωνοποίησης ενήλικων πιθήκων. Ομως με τα πειράματα αυτά κάποια στιγμή θα γίνει εφικτό.

Η ανθρώπινη κλωνοποίηση απαγορεύεται σε πολλές χώρες. Η Μάρσι Νταρνόφσκι από το Κέντρο Γενετικής και Κοινωνίας της Καλιφόρνιας δήλωσε στο Ασοσιέιτεντ Πρες ότι θα ήταν ανήθικο να υποβάλλεται ένα κλωνοποιημένο παιδί «στους ψυχολογικούς και συναισθηματικούς κινδύνους τού να ζει υπό τη σκιά του γενετικού προκατόχου του». Ο Μάμινγκ Πο, επικεφαλής της κινεζικής ομάδας των επιστημόνων, παραδέχεται ότι «το εμπόδιο για την κλωνοποίηση πρωτευόντων έχει αρθεί». Προσθέτει ότι η ομάδα του δεν έχει πρόθεση να κλωνοποιήσει ανθρώπους καθώς η κοινωνία το απαγορεύει για ηθικούς λόγους.

Δεν λείπουν όμως και εκείνοι που τονίζουν τα οφέλη από την κλωνοποίηση ανθρώπων. Το πιο ισχυρό επιχείρημα είναι ότι θα μπορούν οι πενθούντες γονείς να παράγουν ένα γενετικό αντίτυπο του νεκρού παιδιού τους, υποστηρίζει ο Χέρνι Γκρίλι, καθηγητής Νομικής στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ. Ομως ο ίδιος αμφιβάλλει ότι αυτός ο λόγος είναι αρκετός για να εγκριθεί η διαδικασία τουλάχιστον «για τις επόμενες δεκαετίες».

Η κλωνοποίηση των δύο μακάκων δεν έχει προκαλέσει μόνο συζήτηση για την ανθρώπινη κλωνοποίηση, αλλά έχει αναζωπυρώσει και το θέμα της σκληρότητας απέναντι στα ζώα. «Η κλωνοποίηση είναι ένα σόου τρόμου: χάσιμο ζωών, χρόνου και χρήματος. Χρειάσθηκε η τοποθέτηση 79 κλωνοποιημένων εμβρύων σε 21 παρένθετες μητέρες για να γίνει εφικτή η γέννηση των δύο μακάκων», υποστηρίζει η Κάθι Γκιγιέρμο, αντιπρόεδρος της οργάνωσης για την προστασία των δικαιωμάτων των ζώων Peta. «Η κλωνοποίηση έχει ποσοστό αποτυχίας τουλάχιστον 90%. Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο αυτά τα δύο πιθηκάκια αντιπροσωπεύουν τον θάνατο σε τεράστια κλίμακα».

ΝΤΟΛΙ

Ολα ξεκίνησαν από ένα πρόβατο

Είχε τρεις μητέρες, έξι παιδιά, τέσσερα δίδυμα αδέλφια και χιλιάδες κάμερες στραμμένες πάνω της: είχε μια ζωή σύντομη αλλά έντονη η Ντόλι. Το πρώτο κλωνοποιημένο θηλαστικό, υπενθυμίζει η «Ρεπούμπλικα», είδε το φως στις 5 Ιουλίου του 1996 στα εργαστήρια του Ινστιτούτου Ρόσλιν του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου. Είκοσι χρόνια αργότερα, ο Σερ Ιαν Βίλμουτ, ο «δημιουργός» του, θα αποκάλυπτε ότι περίμενε μήνες πριν αποκαλύψει τα γεννητούρια. Η Ντόλι θα γινόταν σταρ μια Κυριακή του Φεβρουαρίου του 1997.

Κατά τα άλλα, όμως, είχε μια κανονική ζωή. Ή σχεδόν. Γιατί πέρα από τα έξι αρνιά που γέννησε, την Μπόνι, τη Σάλι, τη Ρόζι, τη Λούσι, την Ντάρσι και την Κότον, από ένα κύτταρό της γεννήθηκαν τέσσερις κλώνοι, η Ντέμπι, η Νταϊάνα, η Ντέζι και η Ντενίζ. Ωστόσο, δεν έχαιρε ποτέ άκρας υγείας. Επειτα από έναν χρόνο που βρισκόταν στη ζωή έγινε αντιληπτό ότι τα μόριά της είχαν τα χαρακτηριστικά ηλικιωμένων μορίων, γεγονός που οδήγησε στην υπόθεση ότι θα γερνούσε πρόωρα. Τελικά, δεν γέρασε πρόωρα και η αρθρίτιδα από την οποία προσβλήθηκε το 2001 αντιμετωπίστηκε με επιτυχία. Δυο χρόνια αργότερα, όμως, άρχισε να βήχει: όπως αποδείχθηκε, είχε καρκίνο στους πνεύμονες. Αφησε την τελευταία της πνοή με ευθανασία στις 14 Φεβρουαρίου του 2003. Αλλά κατά κάποιον τρόπο συνεχίζει να υπάρχει: βαλσαμωμένη και όρθια στο Εθνικό Μουσείο της Σκωτίας.