«Αν στη διάρκεια της θητείας μου υιοθετούσα τις διάφορες νουθεσίες που προέρχονταν από πολιτικούς τις πιο κρίσιμες ώρες για το τραπεζικό σύστημα της χώρας, εκείνο που ενδεχομένως να πετυχαίναμε θα ήταν την έξοδο της Κύπρου από την ευρωζώνη και την ΕΕ». Με τη φράση αυτή, ο Πανίκος Δημητριάδης, πρώην διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου (Μάιος 2012 – Απρίλιος 2014, οπότε παραιτήθηκε) υπεραμύνεται με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο της ανάγκης ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών της ευρωζώνης. Αίσθηση προκαλεί η δήλωσή του ότι στην Κύπρο «συνεχίζεται η εμμονή σε ένα οικονομικό μοντέλο» που προκάλεσε την κρίση του 2012-2013 και «επικεντρώθηκε στην εξυπηρέτηση ξένων ολιγαρχών από τις τράπεζες και από πολιτικά συνδεδεμένα δικηγορικά γραφεία».
Υστερα από δύο απανωτά σοκ, το κούρεμα καταθέσεων και ένα Μνημόνιο, η κυπριακή οικονομία στέκεται ξανά γερά στα πόδια της ή εξακολουθεί να αντιμετωπίζει προβλήματα;
Σίγουρα η κυπριακή οικονομία παρουσιάζει σήμερα θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, βελτιωμένους δημοσιονομικούς δείκτες, αισθητή μείωση της ανεργίας και σχετική σταθεροποίηση του τραπεζικού της συστήματος. Ομως πολλοί οικονομικοί δείκτες παραμένουν αρνητικοί ενώ οι κοινωνικοί δείκτες παρουσιάζουν επιδείνωση. Το γεγονός ότι συνεχίζεται η εμμονή σε ένα οικονομικό μοντέλο το οποίο όχι μόνο απέτυχε αλλά και προκάλεσε την κρίση του 2012-13 είναι ανησυχητικό. Το μοντέλο αυτό επικεντρώθηκε στην εξυπηρέτηση ξένων ολιγαρχών από τις τράπεζες και από πολιτικά συνδεδεμένα δικηγορικά γραφεία. Οι εισροές ξένων κεφαλαίων κατά την περίοδο 2005-11 οδήγησαν στο διπλασιασμό του μεγέθους του τραπεζικού συστήματος και σε πολλαπλασιασμό των κινδύνων.
Πολλοί σήμερα επικρίνουν την Κεντρική Τράπεζα και τους προκατόχους μου –προσωπικά ανέλαβα τα ηνία στις 3 Μαΐου 2012 όταν άρχισε ήδη να εκδηλώνεται η κρίση –για την χαλαρή εποπτεία που εξάσκησε κατά την περίοδο αυτή. Η κυπριακή Βουλή, στην οποία λογοδοτεί η Κεντρική Τράπεζα, είχε την θεσμική ευθύνη να υποδείξει ότι το ρυθμιστικό πλαίσιο ήταν υπερβολικά χαλαρό αλλά έκανε ακριβώς το αντίθετο.
Παρ’ όλα αυτά, η Κύπρος βγήκε από το Μνημόνιο ενώ η Ελλάδα ακόμη πασχίζει…
Η κρίση στην Ελλάδα ήταν κυρίως δημοσιονομικής προέλευσης, ενώ η κρίση στην Κύπρο προήλθε σε μεγάλο βαθμό από τον ιδιωτικό τομέα. Το ιδιωτικό χρέος στην Κύπρο τον Δεκέμβριο του 2011 είχε ανέλθει στο 286% του ΑΕΠ και ήταν το τρίτο υψηλότερο στην ΕΕ. Σε αντίθεση, το δημόσιο χρέος της Κύπρου ήταν μόλις 71% του ΑΕΠ. Το κόστος διάσωσης των τραπεζών είχε εκτιμηθεί από ανεξάρτητο οίκο στο 57% του ΑΕΠ της Κύπρου, το οποίο ισοδυναμεί με το αντίστοιχο κόστος της μεγαλύτερης τραπεζικής κρίσης παγκοσμίως, συγκεκριμένα την κρίση της Ινδονησίας του 1997.
Μία ακόμη σημαντική διαφορά ήταν ότι στην περίπτωση της Κύπρου το κόστος διάσωσης των δύο μεγάλων τραπεζών της δεν το επωμίσθηκε τελικά ο δημόσιος τομέας ενώ υπάρχουν και άλλοι λόγοι για τις διαφορές, όπως οι αρχικά λανθασμένες εκτιμήσεις του ΔΝΤ για την αποτελεσματικότητα των μέτρων λιτότητας και τα διαφορετικά επίπεδα πολιτικής σταθερότητας. Σας διαβεβαιώνω όμως ότι οι όποιες διαφορές δεν έχουν να κάνουν με διαφορετικά επίπεδα πολιτικής ωριμότητας. Στο βιβλίο μου παραθέτω αρκετά παραδείγματα από τη συμπεριφορά της κυπριακής πολιτικής ηγεσίας τα οποία πράγματι με απογοήτευσαν.
Πολλές φορές ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας έχει βρεθεί στο στόχαστρο της ελληνικής κυβέρνησης για τις θέσεις του. Αντιμετωπίσατε αντίστοιχα προβλήματα;
Παρακολουθώ τις εξελίξεις στην Ελλάδα και στην υπόλοιπη ευρωζώνη και ομολογώ πως με ανησυχούν πολύ τα φαινόμενα διάβρωσης της ανεξαρτησίας κεντρικών τραπεζών της ευρωζώνης.
Αν στη διάρκεια της θητείας μου υιοθετούσα τις διάφορες νουθεσίες που προέρχονταν από πολιτικούς τις πιο κρίσιμες ώρες για το τραπεζικό σύστημα της χώρας, εκείνο που ενδεχομένως να πετυχαίναμε θα ήταν την έξοδο της Κύπρου από την ευρωζώνη και την ΕΕ. Παρά το γεγονός ότι δέχθηκα πολλές επιθέσεις από την πολιτική ηγεσία της Κύπρου, που πάντοτε ανησυχούσε για το βραχυπρόθεσμο πολιτικό κόστος, η αρμονική μου συνεργασία με την ΕΚΤ και την Κομισιόν ήταν απαραίτητη για τη διάσωση της κυπριακής οικονομίας.
Χωρίς τη χρήση του bail-in (της διάσωσης με ίδια μέσα), η Κύπρος πιθανότατα θα ακολουθούσε την πορεία της ελληνικής οικονομίας, γιατί το δημόσιο χρέος θα εκτοξευόταν κατά τουλάχιστον 30% του ΑΕΠ, και για να αποπληρωθεί θα χρειαζόταν να παρθούν επιπρόσθετα μέτρα λιτότητας. Ως αποτέλεσμα η ύφεση θα ήταν πιο βαθιά και πιο παρατεταμένη και θα δημιoυργούνταν αμφιβολίες για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.
Θα ήταν φυσικά κατά πολύ προτιμότερο να μην υπήρχε η ανάγκη για τη χρήση του bail-in. Προσθέτω όμως ότι μόνο το 4% των καταθετών στις δύο μεγάλες τράπεζες επηρεάσθηκαν και επίσης ότι περίπου το 50% των χρημάτων που κουρεύτηκαν –περίπου 4 δισ. –ανήκαν σε Ρώσους ολιγάρχες.
Παρά τις βελτιώσεις στο ρυθμιστικό πλαίσιο και την εποπτεία που ακολούθησαν, παραμένουν ακόμα πολλές προκλήσεις.
Η Κύπρος, όπως και η Ελλάδα, συνεχίζει να έχει σήμερα ένα από τα υψηλότερα ποσοστά μη εξυπηρετούμενων δανείων στον κόσμο.
Πρώτα πρέπει να διασφαλιστεί η ρευστότητα των τραπεζών
Μετά την ολοκλήρωση του τρίτου Μνημονίου στην Ελλάδα, θεωρείτεότι υπάρχουν περιθώρια καθαρής εξόδου ή ένα νέο πρόγραμμα θα πρέπεινα αντικαταστήσει το σημερινό;
Δίνω μεγάλη βαρύτητα στις απόψεις που έχει εκφράσει η ΕΚΤ πάνω στο θέμα αυτό, γιατί είμαι σίγουρος ότι αυτές βασίζονται πάνω σε προσεκτική και ορθολογική εκτίμηση όχι μόνο των κινδύνων για την ελληνική οικονομία αλλά και της ικανότητας της ΕΚΤ να προσφέρει στήριξη ρευστότητας στις ελληνικές τράπεζες. Συγκεκριμένα, ο κ. Coeure, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ, έχει εκφραστεί ανεπιφύλακτα υπέρ ενός προληπτικού προγράμματος για την Ελλάδα, ούτως ώστε να διασφαλιστεί η πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών σε ρευστότητα από το ευρωσύστημα. Θεωρώ ότι η εκτίμηση αυτή πρέπει να ληφθεί πολύ σοβαρά υπόψη από την ελληνική κυβέρνηση.