Τη σκηνή την περιέγραφε τις προάλλες ο γνωστός ισπανός συγγραφέας Χουάν Χοσέ Μιγιάς στην «El Pais», αλλά είναι σίγουρο ότι έχει συμβεί στον καθένα μας. Μια γυναίκα τριάντα τόσων ετών που καθόταν σε ένα διπλανό τραπέζι στο καφέ έλεγε στη φίλη της, άνεργη όπως και η ίδια, ότι φοβάται. Πολλές φορές ξυπνάει το πρωί με έναν πόνο στο στήθος που δεν την αφήνει μέχρι το βράδυ. Φοβάται όταν ανοίγει το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση, όταν ξεφυλλίζει την εφημερίδα, ακόμη κι όταν βάζει μπρος την καφετιέρα. Εχει αρχίσει να πανικοβάλλεται με τις ειδήσεις, τις κακές ειδήσεις, που άλλοτε ένιωθε ότι δεν την αφορούν και τώρα αισθάνεται ότι την περιμένουν στη γωνία. Κάθε φορά που χτυπάει το τηλέφωνο πάει το μυαλό της στην καταστροφή κι όταν ακούει κουδούνι κρύβεται κάτω από το τραπέζι.
Στο βιβλίο του «Κοινωνία του φόβου», ο γερμανός κοινωνιολόγος Χάιντς Μπούντε προσπαθεί να αναλύσει τις αιτίες του άγχους που διαπερνά σήμερα τις κοινωνίες όλου του δυτικού κόσμου. Το άγχος αυτό, γράφει, απορρέει από τη συνειδητοποίηση ότι όλα είναι ανοιχτά και τίποτα δεν είναι χωρίς νόημα. Η ζωή μας ολόκληρη κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή. Πιο πολύ απ’ όλους φοβούνται σήμερα οι μεσαίες τάξεις, βλέποντας τις πηγές του εισοδήματός τους να στερεύουν και τη θέση τους να κλονίζεται. Και το άγχος τους πολλαπλασιάζεται στις σχέσεις. Ούτε η αγάπη δεν μπορεί να διαλύσει τον φόβο, συμπεραίνει ο συγγραφέας. Οι μόνοι ακατάλυτοι δεσμοί είναι με τα παιδιά μας.
Αν κάποιος ρωτούσε ποιο είναι το κυρίαρχο στοιχείο στην εκλογή του Τραμπ, στην απόφαση υπέρ του Brexit ή στις συγκεντρώσεις για το Μακεδονικό, η προφανής απάντηση είναι η οργή. Αλλά η ουσιαστική απάντηση είναι ο φόβος. Η ανασφάλεια, το άγχος και ο φόβος. «Τρία χρόνια συμπληρώθηκαν από την ημέρα που ο ελληνικός λαός έστρεψε την πλάτη του στον φόβο και τους εκβιασμούς» έγραφε χθες «Η Αυγή». Ισως να είναι έτσι. Αλλά η διάψευση των ελπίδων είχε ως αποτέλεσμα αυτός ο φόβος να επιστρέψει. Ο Αλέξης Τσίπρας είναι σήμερα παγιδευμένος στο πλέγμα του φόβου που έχει προκαλέσει η αποκάλυψη του δημαγωγικού χαρακτήρα των εξαγγελιών του.
Η Νέα Δημοκρατία θα μπορούσε να αναγνωρίσει τα πραγματικά αίτια αυτού του φόβου και να διαβεβαιώσει τους πολίτες ότι θα αγωνιστεί για τον περιορισμό τους. Αλλά ο αρχηγός της προτιμά την εύκολη λύση: αντί να ξεκαθαρίσει ότι στον σημερινό σύνθετο κόσμο δεν έχουμε τίποτα να φοβόμαστε από μια μικρή γειτονική χώρα με τη λέξη «Μακεδονία» στην ονομασία της, χαϊδεύει τα αφτιά των ακραίων. Αντί να προβάλει μια εκσυγχρονιστική ευρωπαϊκή ταυτότητα, που ταιριάζει άλλωστε και στον ίδιο, χρησιμοποιεί το επικίνδυνο εργαλείο του εθνικισμού. Το κάνει, λέει, για να κρατήσει ενωμένο το κόμμα του. Μα αν αυτή η ενότητα είναι πλαστή, με ποια πολιτική θα κυβερνήσει αύριο αυτό το κόμμα;
Ενας πολιτικός που επενδύει στον φόβο μπορεί βραχυπρόθεσμα να έχει κέρδη. Αργά ή γρήγορα, όμως, θα πέσει θύμα των αντιφάσεών του. Και δυστυχώς δεν θα είναι ο μόνος που θα το πληρώσει.