Στην αρχή της κρίσης είχε υπολογισθεί ότι για κάθε δέκα ευρώ που δαπανούσε το ελληνικό κράτος για τη λειτουργία του, τα τρία από αυτά έπεφταν μέσα σε μια μαύρη τρύπα: εξαιτίας της δαιδαλώδους δομής της Δημόσιας Διοίκησης ήταν αδύνατον να διαπιστωθεί πού χάνονταν αυτά τα χρήματα, ποια χοάνη τα κατάπινε χωρίς να αποδίδει λογαριασμό στους φορολογουμένους.
Αυτός και μόνο θα ήταν αρκετός λόγος για να αρχίσουν οι μεταρρυθμίσεις ακριβώς από εκεί. Από μια Δημόσια Διοίκηση που σήκωσε όλο το βάρος του κομματικού κράτους και όλες τις αμαρτίες του πελατειακού. Και από μια Δημόσια Διοίκηση που λοιδορήθηκε και απαξιώθηκε με τους ανθρώπους της, τους δημοσίους υπαλλήλους, να γίνονται αδίκως πολλές φορές οι βασικοί αποδέκτες των επικρίσεων.
Δυστυχώς, και αυτή η μεταρρύθμιση, για την οποία μάλιστα όλα τα κόμματα συμφωνούσαν ότι είναι αναγκαία αλλά και όλα την ανέβαλλαν για την επόμενη ημέρα, επιβλήθηκε έξωθεν. Τουλάχιστον, όμως, ήρθε η ώρα να αρχίσει κάτι να κινείται. Ηρθε η ώρα να γίνουν τα πρώτα βήματα για να αποκτήσει το ελληνικό κράτος τη διοίκηση που του πρέπει: ένα Δημόσιο ευέλικτο, σύγχρονο, μη αναλφάβητο τεχνολογικά, που θα λειτουργήσει ως λοκομοτίβα και της παραγωγικής ανασυγκρότησης που χρειάζεται η χώρα. Ως επιταχυντής και όχι ως τροχοπέδη.
Είναι προφανές ότι όλες οι εισαγόμενες μεταρρυθμίσεις, από την κινητικότητα και την αξιολόγηση έως την ψηφιοποίηση, πρέπει να γίνουν για να επιτευχθεί το προσδοκώμενο αποτέλεσμα και όχι, όπως στον «Γατόπαρδο» του Τομάζι ντι Λαμπεντούζα, να δοθεί η αίσθηση πως αλλάζουν τα πάντα για να μην αλλάξει τελικά τίποτα.