Ολοι όσοι έχουν στοιχειώδη γνώση θεμάτων εξωτερικής πολιτικής ή έστω κάποια επικοινωνία με τον έξω κόσμο, γνωρίζουν ότι χειριστήκαμε με κάκιστο τρόπο για τα δικά μας συμφέροντα το θέμα που προέκυψε μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και τη δημιουργία του ακατονόμαστου ακόμη για μας μικρού κράτους (όχι κρατιδίου, όπως συχνά το αποκαλούμε) στα βόρεια σύνορά μας. Πολιτικοί που έπρεπε να γνωρίζουν καλύτερα, ιερείς που εζήλωσαν πολιτικό ρόλο και δημαγωγοί που πάντα περιμένουν μια τέτοια ευκαιρία, όλοι μαζί υποδαύλισαν λαϊκές ευαισθησίες και ανησυχίες, έξυσαν ιστορικές πληγές, ανακάτωσαν ψέματα με συνωμοτικές θεωρίες και επέβαλαν μια παντελώς αδιέξοδη πολιτική. Το αποτέλεσμα ήταν να βρεθούμε απομονωμένοι, να μας θεωρούν γραφικούς οι πιο πολλοί εταίροι και σύμμαχοι, ενώ το γειτονικό μας κράτος αναγνωριζόταν από τις περισσότερες χώρες ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και καθιερωνόταν με αυτή την ονομασία στα διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Επειτα από χρόνια, αρχίσαμε να μαθαίνουμε, και οι πολιτικές μας ηγεσίες προσπάθησαν να μειώσουν τη ζημιά αναζητώντας έναν συμβιβασμό με τους γείτονες που θα περιλάμβανε μια σύνθετη ονομασία (όχι βεβαίως διάφορα αρχαία ονόματα που φαντασιώνονται δικοί μας υποψήφιοι νονοί που κανένας δεν τους κάλεσε στα βαφτίσια), καθώς και πλήρη απόρριψη του αλυτρωτισμού που όντως υπάρχει στη γειτονική μας χώρα αλλά αποτελεί δυστυχώς χαρακτηριστικό στοιχείο των βαλκανικών εθνικισμών, και όχι μόνο. Ετσι άρχισαν πάλι να μας παίρνουν στα σοβαρά οι υπόλοιποι, ενώ εμείς διατηρούσαμε ως έσχατο, αλλά εξαιρετικά δύσχρηστο, διαπραγματευτικό όπλο το δικαίωμα του βέτο για την ένταξη των γειτόνων μας στην Ατλαντική Συμμαχία που συνοδεύεται από μια μακροπρόθεσμη ευρωπαϊκή προοπτική. Η δική μας θέση ενισχυόταν επίσης όσο στη γειτονική χώρα επικρατούσαν παλαβές ηγεσίες με όραμα μια αρχαιοπρεπή Ντίσνεϊλαντ.
Εκ των υστέρων, φαίνεται να μας βόλευε μια τέτοια κατάσταση γιατί μπορούσαμε ανέξοδα να επικαλούμαστε τον συμβιβασμό χωρίς να χρειάζεται να τον υλοποιήσουμε. Εχουμε άλλωστε ανάλογα παραδείγματα και σε άλλα διμερή μας θέματα. Ο συμβιβασμός είναι μια πολύ κακή λέξη στο ελληνικό λεξιλόγιο και έχει πολιτικό κόστος. Εμείς μιλάμε μόνο για εθνικά δίκαια (εξ ορισμού, τα δίκαια δεν είναι διαπραγματεύσιμα) και όχι για εθνικά συμφέροντα, αγνοώντας έτσι την περίφημη ρήση του Ελευθέριου Βενιζέλου, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτικών μας αγνοεί και αυτή προκλητικά τη συμβουλή του εθνικού ποιητή να θεωρούμε εθνικό ό,τι είναι αληθινό.
Πρόσφατα, άρχισαν να αλλάζουν και πάλι τα πράγματα. Εταίροι και σύμμαχοι ανησυχούν ολοένα και περισσότερο για τον κίνδυνο μιας νέας αποσταθεροποίησης ή/και ρωσικής διείσδυσης στον χώρο των Βαλκανίων, που από τέλμα μπορεί και πάλι να μετατραπούν σε πυριτιδαποθήκη. Προφανώς, αφορά και εμάς άμεσα μια τέτοια εξέλιξη. Και ήρθε μια νέα κυβέρνηση στη γειτονική μας χώρα που δείχνει (προς το παρόν) διάθεση να διαπραγματευτεί σοβαρά και ενδεχομένως να μας συναντήσει στα μισά του δρόμου. Οταν όμως άρχισε να διαγράφεται στον ορίζοντα η προοπτική του συμβιβασμού, βγήκαν πάλι στην επιφάνεια οι δικές μας αδυναμίες και ανασφάλειες. Η ελληνική κοινωνία είναι βαριά τραυματισμένη και ταπεινωμένη έπειτα από μια μακρόχρονη και εξαιρετικά επώδυνη κρίση, για την οποία δεν αποδόθηκαν ποτέ οι ευθύνες εκεί που ανήκαν, μια κρίση στην οποία οι σημαντικές αποφάσεις παίρνονταν απέξω ενώ εντός ακούγονταν πιο δυνατά οι φωνές των δημαγωγών και οι λίγοι που προσπαθούσαν να διαχειριστούν με αίσθημα εθνικής ευθύνης την κατάσταση καίγονταν στο καθαρτήριο της λαϊκής οργής. Μια κοινωνία σπασμένη σε κομμάτια, με πολύ κόσμο σε απόγνωση και έτοιμο να αρπαχτεί από μια οποιαδήποτε (εικονική) σανίδα σωτηρίας που πρόθυμα προσφέρουν οι δημαγωγοί. Και ένα πολιτικό σύστημα του οποίου η αξιοπιστία έχει πέσει στα τάρταρα.
Σε μια τέτοια περίοδο κοινωνικής κρίσης και πολιτικής απαξίωσης, δεν είναι σίγουρα εύκολο να απευθυνθείς στη λογική και να μιλήσεις για έντιμο συμβιβασμό με έναν ομολογουμένως δύσκολο αλλά αδύναμο γείτονα, όταν οι δημαγωγοί χαϊδεύουν το θυμικό, αναμειγνύοντας ποδοσφαιρικά συνθήματα με αρχαίες ιστορίες και μύθους, μαζί με γερές δόσεις μισαλλοδοξίας και αντισυστημικής οργής. Αλλωστε, πώς να αντισταθεί και αυτό το καημένο το σύστημα; Προβληματικό ήταν πάντα και με την κρίση απέγινε. Η κυβέρνηση ξεκίνησε τη διαπραγμάτευση κάτω από την πίεση μιας αδυσώπητης διεθνούς πραγματικότητας, χωρίς να είναι διόλου προφανές ότι τουλάχιστον ο μικρός κυβερνητικός εταίρος θα αντέξει το κόστος μιας συμβιβαστικής λύσης του προβλήματος με τη γειτονική μας χώρα. Ξεκίνησε επίσης με κρυφή ελπίδα και ανομολόγητο στόχο να έχει η διαπραγμάτευση ως παράπλευρο κέρδος την ενίσχυση των φυγόκεντρων δυνάμεων στο εσωτερικό της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αλλά, σημάδι και αυτό της κρίσης του πολιτικού μας συστήματος, η αξιωματική αντιπολίτευση φαίνεται τελικά να προτιμά τη λογική των συλλαλητηρίων από την υπεύθυνη στάση που θα έπρεπε να έχει ένα μεγάλο εθνικό κόμμα. Και έτσι μέρος της ιστορικής ευθύνης περνάει στα μικρότερα δημοκρατικά κόμματα της αντιπολίτευσης, τουλάχιστον τα σοβαρά.
Να το πούμε απλά και ξεκάθαρα. Η χώρα μας πλήρωσε ένα βαρύ τίμημα για την αδιέξοδη πολιτική που επέβαλαν τα συλλαλητήρια πριν από περίπου 25 χρόνια. Δεν κερδίσαμε τίποτα, μόνο χάσαμε. Και θα έπρεπε να έχουμε μάθει μέχρι τώρα ότι ο χρόνος δεν λειτουργεί υπέρ ημών, το αντίθετο μάλιστα και όχι μόνο για το θέμα της ονομασίας του μικρού μας γείτονα. Η Ελλάδα έχει να αντιμετωπίσει πολύ πιο σοβαρά προβλήματα στην εξωτερική πολιτική, την οικονομία καθώς και στις σχέσεις μας με εταίρους και συμμάχους. Καιρός να ιεραρχήσουμε προτεραιότητες και κυρίως να θυμηθούμε τη διαφορά μεταξύ επιθυμητού και εφικτού. Αλλά το πρόβλημα είναι βαθύτερο, θα τολμούσα να πω υπαρξιακό για τη δημοκρατία μας. Σε αυτήν την εποχή της έντονης κοινωνικής κρίσης και πολιτικής απαξίωσης, αν δεν τολμήσουν αρκετοί να σταθούν απέναντι στο τέρας του εθνικολαϊκισμού και να αρθρώσουν υπεύθυνο λόγο, δεν θα κλαίμε αύριο μόνο για τις χαμένες ευκαιρίες στην εξωτερική μας πολιτική. Δεν ακούτε ήδη τη βοή από τα υπόγεια ρεύματα που βγαίνουν πλέον στην επιφάνεια;

Ο Λουκάς Τσούκαλης είναι πρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ.