Οταν οι «κάτω» δεν θέλουν να ζουν όπως παλιά και οι «πάνω» δεν μπορούν να κυβερνούν όπως παλιά, δημιουργείται επαναστατική κατάσταση, έλεγε ο Λένιν. Στις ελληνικές συνθήκες, όταν οι «κάτω» αναπολούν το παλιό και οι «πάνω» άλλο που δεν θέλουν, είτε γιατί συμμετέχουν στην αναπόληση είτε γιατί θέλουν να την εκμεταλλευτούν εκλογικά, τότε δημιουργείται παρακμιακή κατάσταση. Είναι αυτό που συμβαίνει σήμερα στη χώρα μας για δεύτερη φορά μετά το ξέσπασμα της κρίσης. Η κοινωνική δυσανεξία οξύνει ανακλαστικά αμυντικού και συντηρητικού χαρακτήρα, τα οποία ενθαρρύνει ή εκμεταλλεύεται ένα πολιτικό σύστημα που αδυνατεί να καθοδηγήσει ορθολογικά τη χώρα στην υπέρβαση της κρίσης.
Η πρώτη φορά ήταν ο «αντιμνημονιακός μύθος». Συνοδεύτηκε από μια έκρηξη εθνικισμού, συνωμοσιολογίας, ανορθολογισμού και αριστερόστροφου κυρίως λαϊκισμού. Τροφοδότησε όλες τις αυταπάτες και τις απάτες, ενίσχυσε όλα τα στερεότυπα της «ελληνικής ιδιομορφίας» και του αντιδυτικισμού, με φυσική κατάληξη την εθνικολαϊκιστική μετάλλαξη μεγάλου μέρους της Αριστεράς και την ώσμωσή της στο συνονθύλευμα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Η χώρα βρίσκεται ακόμα στο κλίμα του μαζικού κυνισμού και της αυτοπαραίτησης που προκλήθηκε από τη διάψευση του «αντιμνημονιακού μύθου».
Μέσα σε αυτό το κλίμα, έρχεται ένα δεύτερο κύμα δεξιόστροφου αυτή τη φορά εθνικολαϊκισμού με όχημα το Σκοπιανό. Ο δεξιός χώρος ενοποιείται υπό την επιρροή της Ακροδεξιάς και η ΝΔ οπισθοχωρεί από τη λεγόμενη «εθνική γραμμή του Βουκουρεστίου» που μέχρι χτες υποστήριζε. Είναι πολύ πιθανό αυτό το ιδεολογικό κύμα να επεκταθεί στην ευρύτερη κοινή γνώμη γιατί ανακινεί τον βαθύτερο πυρήνα της νεοελληνικής ταυτότητας: την τρισχιλιετή συνέχεια του ελληνισμού που μας έκανε να θεωρούμε εαυτούς ιδιοκτήτες του χώρου και τους μετέπειτα ελθόντες περίπου νοικάρηδες. Ανακινεί όμως και την ανασφάλεια αυτής της ταυτότητας, που δεν μας αφήνει να καταλάβουμε ότι η ελληνικότητα του Μεγαλέξαντρου δεν κινδυνεύει, όσα αγάλματα και αν φτιάξουν στην ΠΓΔΜ. Γιατί; Γιατί η αρχαία Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένης της Μακεδονίας, αποτελεί συστατικό στοιχείο όχι της νεοελληνικής, αλλά της ευρωπαϊκής ταυτότητας και του δυτικού πολιτισμού, γεγονός που κάνει αδύνατη τη «σλαβοποίησή» της. Και όμως, η Ελλάδα κινδυνεύει να ζήσει άλλο ένα ξέσπασμα εθνικολαϊκισμού, ανορθολογισμού και δυσανεξίας προς τη Δύση και την Ευρώπη.
Λέγεται ότι όταν δεκάδες χιλιάδες πολίτες κατεβαίνουν στους δρόμους, τότε δεν πρέπει να τους κουνάμε δασκαλίστικα το δάχτυλο. Σωστά. Οφείλουμε όμως να κάνουμε τον απολογισμό όταν ο κύκλος των κινητοποιήσεων έχει κλείσει για να βγάζουμε συμπεράσματα για το μέλλον. Δεκάδες χιλιάδες πολίτες είχαν κατέβει στις αντιμνημονιακές διαδηλώσεις μετά το 2010, αρχίζοντας από τη μέρα της Μαρφίν. Σήμερα η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που έχει κολλήσει στα Μνημόνια. Δεν οφείλουμε να ξανασκεφτούμε τον «αντιμνημονιακό μύθο»; Δεκάδες χιλιάδες πολίτες είχαν κατέβει στις λαοσυνάξεις «για το όνομα». Λιγότεροι όμως θέλουν να θυμούνται ότι η Ελλάδα βρέθηκε αλληλέγγυα με τις χειρότερες εκφράσεις του σερβικού εθνικισμού, μηδέ της σφαγής της Σρεμπρένιτσας εξαιρουμένης. Και σήμερα όλες οι σημαντικές χώρες του κόσμου, εκτός από εκείνες της ΕΕ, αναγνωρίζουν τη «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Δεν θα τα βάλουμε στον απολογισμό;
Αυτές οι εκρήξεις εθνικισμού, λαϊκισμού και πολιτικού ανορθολογισμού που σημειώνονται πότε με το αντιμνημόνιο πότε με το Μακεδονικό δεν πρέπει να μας οδηγούν σε υποτιμητικές καταδίκες της Ελλάδας σαν να είναι μια περίπτωση «αρνητικής ιδιαιτερότητας» ή πολιτισμικής ετερότητας ως προς την «Ευρώπη». Σε όλον τον κόσμο εκδηλώνονται ανάλογα φαινόμενα και δεν ξέρω πόσο πιο ορθολογικές είναι οι επιλογές του Brexit ή της «ανεξάρτητης» Καταλωνίας. Τούτου δοθέντος, όμως, η Ελλάδα φαίνεται να βιώνει μία από τις παρακμιακές περιόδους της. Και πάλι η Ιστορία ανακαλείται για να δικαιολογήσει τη στασιμότητα και όχι τη νέα αυτογνωσία. Και πάλι τα σύμβολα επικυρώνουν την καθήλωση στην κρίση αντί να εμπνέουν την κίνηση προς την υπέρβασή της. Υπέρβαση που δεν μπορεί παρά να είναι πολυδιάστατη. Γιατί για να προχωρήσει η εθνική ανασυγκρότηση χρειάζεται όχι μόνο μια κατάλληλη αναπτυξιακή στρατηγική, αλλά και μια ανάλογη εξωτερική πολιτική που θα αναδεικνύει την Ελλάδα σε δραστήριο παράγοντα συνεργασίας στην Ευρώπη και στα Βαλκάνια. Είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Προϋποθέτουν και οι δύο την πολιτική και ψυχική ανάταση της κοινωνίας.
Σε αντίθεση με το εθνικό κόστος του «αντιμνημονιακού μύθου» που είναι μετρήσιμο, το Μακεδονικό έχει ένα «άυλο» κόστος καθώς ο αντίπαλος είναι εξαιρετικά αδύναμος και τα Βαλκάνια μια κακόφημη περιοχή για τη διεθνή κοινή γνώμη. Το «άυλο» κόστος κάνει εύκολα αποδεκτά επιχειρήματα του τύπου: αυτοί έχουν το πρόβλημα, δεν είναι η κατάλληλη συγκυρία, ας μη βιαζόμαστε. Αντιθέτως, δυσκολεύονται να περάσουν στην ελληνική κοινή γνώμη τα ορθολογικά επιχειρήματα: ότι η επίλυση του «ονόματος» θα μετέτρεπε σύντομα την ΠΓΔΜ σε φυσικό χώρο επιρροής της Ελλάδας· ότι εθνικό συμφέρον είναι τα Δυτικά Βαλκάνια να μη γίνουν μαύρη τρύπα ανασφάλειας ούτε πεδίο νέας ψυχροπολεμικής αντιπαράθεσης ούτε χώρος διείσδυσης του αυταρχισμού ρωσικής, τουρκικής ή ισλαμιστικής προέλευσης· ότι μας συμφέρει να ενταχθούν το ταχύτερο δυνατό στην ΕΕ τώρα που άνοιξε ένας νέος κύκλος διεύρυνσης.
Οπως με την οικονομική κρίση, έτσι και με το Σκοπιανό, οι αιτίες του κακοφορμίσματος ήταν πολιτικές. Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθούσε να διεμβολίσει τη ΝΔ, παρά να εξασφαλίσει την αναγκαία πολιτική συνεννόηση, ο Καμμένος όξυνε το ζήτημα και η ΝΔ οπισθοδρόμησε για να σφίξει τις γραμμές της. Δύσκολο να λυθεί το ζήτημα υπό αυτές τις συνθήκες και ο τρόπος που μεθοδεύεται η αποτυχία είναι προφανής. Η πίεση της Ελλάδας μετατοπίζεται από το όνομα στο Σύνταγμα της γείτονος. Το προτάσσει η ΝΔ, και ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται έτοιμος να το υιοθετήσει αν αισθανθεί εντονότερη την αντίδραση των δημοσκοπήσεων. Παρά ταύτα, αξίζει οι δυνάμεις της λογικής να εξαντλήσουν κάθε πιθανότητα επίτευξης λύσης.
Καθοριστικό ρόλο σε αυτή την προοπτική έχει η Δημοκρατική Παράταξη. Μπορεί να αποδειχτεί η ευνοημένη, όποια και αν είναι η εξέλιξη. Δεν χρειάζεται να αισθάνεται άβολα ούτε από τα φλερτ ούτε από τις κριτικές που δέχεται. Λίγο καιρό πριν, τη ρωτούσαν αν θα συμμαχήσει με τη ΝΔ ή τον ΣΥΡΙΖΑ, τώρα τη ρωτούν αν θα είναι ο «χρήσιμος ηλίθιος» της ΝΔ ή του ΣΥΡΙΖΑ. Στην πραγματικότητα, όμως, το Μακεδονικό ευνόησε την αυτονομία της, καθώς από τη μια ο ΣΥΡΙΖΑ πληρώνει την κολιγιά με τον Καμμένο και από την άλλη η ΝΔ στρέφεται στα δεξιά. Η θέση που εξέφρασε η κ. Γεννηματά προ ημερών για τη σύνθετη ονομασία erga omnes είναι στέρεη και δεν χρειάζεται να ψαλιδίζεται, ούτε να διστάζει να υποστηρίζει κινήσεις καλής θέλησης όπως θα ήταν η επικύρωση της δεύτερης φάσης συμφωνίας σύνδεσης της ΠΓΔΜ με την ΕΕ. Το στοίχημα είναι να βρίσκει την κατάλληλη τακτική που θα συνδυάζει τη δική της αυτόνομη συμβολή στη βελτίωση των σχέσεων με την ΠΓΔΜ αφενός, με την κεντρική στόχευση για «στρατηγική ήττα» του ΣΥΡΙΖΑ αφετέρου. Σημασία έχει να αποδεχτεί το στοίχημα και να δράσει ενωμένη.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου