Με τις εξελίξεις να τρέχουν, υπάρχουν τρεις τρόποι να «διαβάσει» κανείς τη σημασία της συγκέντρωσης για το Μακεδονικό στη Θεσσαλονίκη και τα όσα αυτή σημαίνει, όπως και εκείνη την ερχόμενη εβδομάδα στην Αθήνα.

Ο πρώτος, υποκριτικός και στρεψόδικος, είναι να μιλήσει για δήθεν συγκέντρωση δεξιά, για (ακόμα πιο εξοργιστικά δήθεν) ακροδεξιά, ή για λαϊκισμό κ.ο.κ. Δεν είναι έτσι και το ξέρουν άπαντες.

Ο δεύτερος, είναι ο ουσιαστικός: ότι η Ελλάδα μίλησε. Οταν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι μαζεύονται εκεί σε χρόνο μηδέν, χωρίς κόμματα ή θεσμούς από πίσω τους, χωρίς κρυφές ατζέντες ή ιδιοτελή συμφέροντα σε μία συγκέντρωση που δεν έχει όμοιό της εδώ και δεκαετίες, ούτε καν στα χρόνια της πτώχευσης και της οικονομικής καταστροφής, αυτό τα λέει όλα.

Ο τρίτος, είναι «η μπάλα στην κερκίδα»: η εκφρασθείσα άποψη της κυβέρνησης ότι όλο αυτό δεν άλλαξε τίποτα και δεν σημαίνει τίποτα. Αστειότητες. Αυτό είπε άλλωστε επί της ουσίας και ο Πρόεδρος της Βουλής Νίκος Βούτσης που μίλησε για ενδεχόμενο αναδιάταξης του πολιτικού συστήματος από το Μακεδονικό. Αυτό όμως βρίσκεται και πίσω από τις τοποθετήσεις τόσο του Πρωθυπουργού όσο και του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης μετά το συλλαλητήριο. Ο μεν Αλέξης Τσίπρας στις συζητήσεις με τον ομόλογό του Ζάεφ στο Νταβός προέταξε τον αλυτρωτισμό –κάτι που σημαίνει αλλαγές στο Σύνταγμα των Σκοπίων που και να θέλει η κυβέρνηση της χώρας δεν μπορεί σήμερα να τις κάνει ούτε πολιτικά ούτε πιθανότατα και θεσμικά, και που οδηγεί στο ότι είναι περίπου μονόδρομος να μπλοκάρουν οι εξελίξεις. Ο δε Κυριάκος Μητσοτάκης εκτιμά ότι θα ήταν προτιμότερη μία καλύτερη στιγμή για λύση, σε άλλη συγκυρία.

Με άλλα λόγια, η ουσία είναι τελικά η εξής: η Ελλάδα μίλησε. Και οι ηγεσίες της, όσο κι αν δεν θέλουν ή δεν μπορούν να το παραδεχθούν δημόσια (κακώς), στην ουσία άκουσαν τη φωνή της και δεν μπορούν να προχωρήσουν. Στην Ελλάδα που μίλησε στη Θεσσαλονίκη, ήταν εκεί οι πάντες: αριστεροί, δεξιοί, κεντρώοι. Και αυτό το γνωρίζουν, επίσης καλά, οι πάντες.

Αλλωστε, οι κυβερνώντες πρέπει να θυμηθούν ότι αυτό το «έργο» με τις πιέσεις το έχουμε δει αμέτρητες φορές στο παρελθόν. Αλλά όποτε μείναμε σταθεροί και αποφασισμένοι, δεν πάθαμε απολύτως τίποτα. Αυτή είναι η πραγματικότητα, ειδικά στο Μακεδονικό, στο οποίο, ευτυχώς, η εθνική στάση του 1992 δεν έχει αρθεί και δεν πρέπει να αρθεί. Και μέχρι σήμερα ουδείς έχει απαντήσει στο πιο κρίσιμο από τα ερωτήματα το οποίο, δυστυχώς, όχι δεν απαντιέται, αλλά, προκλητικά, ούτε καν τίθεται: τι πάθαμε όλα αυτά τα χρόνια που δεν κάναμε πίσω; Στην πραγματικότητα, απολύτως τίποτα. Ολες οι δήθεν καταστροφές που θα επέφερε η εθνική στάση κάθε φορά που φούντωνε το θέμα και η Ελλάδα κρατούσε, δεν ήρθαν ποτέ μέχρι σήμερα. Οπως δεν θα έρθουν και τώρα.