«Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε ελληνικά» ήταν η πρώτη φράση της σουηδής ευρωβουλευτού Σεσίλια Βίκστρομ πριν προλάβω να της θέσω την πρώτη ερώτηση γύρω από το ζήτημα της αναθεώρησης της Συνθήκης του Δουβλίνου, το οποίο την απασχολεί σε καθημερινή βάση από τη θέση της εισηγήτριας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην καυτή διαπραγμάτευση. Κύριο μέλημά της την εποχή αυτή; «Να προσέλθει το Συμβούλιο των αρμόδιων υπουργών στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ώστε να εξασφαλίσουμε έναν δίκαιο και αλληλέγγυο καταμερισμό των αιτούντων άσυλο ανάμεσα στα κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης για να αποτρέψουμε να σηκώνουν το βάρος οι χώρες εισόδου όπως είναι η Ελλάδα και η Ιταλία» δηλώνει στα «ΝΕΑ».
«Η Συνθήκη της Λισαβόνας δεν προβλέπει ότι θα πρέπει να ληφθεί απόφαση από το συμβούλιο βάσει ομοφωνίας στο ζήτημα αυτό, αρκεί ειδική πλειοψηφία» επισημαίνει με αγανάκτηση η 52χρονη ευρωβουλευτής, αναφερόμενη στη γραμμή, που προτάσσει τελευταίως το Ευρωκοινοβούλιο προκειμένου να «πείσει» τους αρμόδιους υπουργούς να καταλήξουν σε συγκεκριμένη πρόταση, παρακάμπτοντας τις αντιρρήσεις των τεσσάρων χωρών Βίσεγκραντ, και να καθήσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τους ευρωβουλευτές. Στην προσπάθειά της βρίσκει αρωγό τον πρόεδρο του Ευρωκοινοβουλίου Αντόνιο Ταγιάνι, ο οποίος θεωρεί ότι το ζήτημα της αναθεώρησης του Δουβλίνου είναι κρίσιμο και έχει ξεκαθαρίσει ότι ο διάλογος με το Συμβούλιο και εντός του Συμβουλίου «θα πρέπει να διεξαχθεί βάσει της πρότασής μας».
Η πρόταση του Ευρωκοινοβουλίου για τη μεταρρύθμιση του Δουβλίνου προβλέπει ότι οι πρώτες χώρες άφιξης των μεταναστών δεν θα είναι πλέον αυτόματα υπεύθυνες για τους αιτούντες άσυλο. «Αντίθετα, οι αιτούντες άσυλο πρέπει να μοιράζονται μεταξύ όλων των χωρών της ΕΕ και η μετεγκατάστασή τους να γίνεται γρήγορα και αυτόματα σε άλλη χώρα της ΕΕ βάσει ενός σταθερού τρόπου κατανομής, αμέσως μόλις γίνει η καταγραφή τους» επεξηγεί η σουηδή εισηγήτρια της πρότασης. Παράλληλα, προτείνεται περιορισμός της πρόσβασης στα ευρωπαϊκά κονδύλια για τις χώρες που αρνούνται να συμμετάσχουν στο σύστημα μετεγκατάστασης.
Η υιοθέτηση της πρότασης δεν αποδείχτηκε εύκολη υπόθεση. «Τα ξενοφοβικά και άκρως δεξιά κόμματα σε συνεργασία με εκπροσώπους από τα κράτη Βίσεγκραντ προσπάθησαν να παγώσουν την εισήγηση» λέει η Βίκστρομ. Αφού συγκέντρωσαν 88 υπογραφές, η πρόταση κατατέθηκε στην ολομέλεια (όχι απλά στην αρμόδια επιτροπή) όπου υπερψηφίστηκε τελικά από τα δύο τρίτα των ευρωβουλευτών. «Η διαδικασία έδειξε την απήχηση που χαίρει ανάμεσα στους συναδέλφους της η σουηδή ευρωβουλευτής, αλλά και την επιμονή της» λέει συνάδελφός της στα «ΝΕΑ».
Αυτό έγινε τον Νοέμβριο. Εκτοτε η Βίκστρομ και οι συναρμόδιοι συνάδελφοί της προσπαθούν να προτρέψουν την κατάθεση συγκεκριμένης πρότασης από το Συμβούλιο των αρμόδιων για τη μετανάστευση υπουργών. Αντίθετος στην πρόταση έχει εμφανιστεί και ο υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής Νίκος Μουζάλας, εκτιμώντας ότι η πρόταση δεν περιλαμβάνει προβλέψεις για τους παράνομους μετανάστες, οι οποίοι «μένουν στη χώρα πρώτης υποδοχής». Ομως η Βίκστρομ τον καλεί να τη στηρίξει, ισχυριζόμενη ότι «η πρόταση ευνοεί την Ελλάδα».
Η Βίκστρομ είναι (βάσει αξιολόγησης της ειδικής στην ΕΕ εφημερίδας «Politico») η ευρωβουλευτής με τη μεγαλύτερη επιρροή μετά τους τρεις ισχυρούς άνδρες του Ευρωκοινοβουλίου, τον Μάνφρεντ Βέμπερ – πρόεδρο του ΕΛΚ, τον πρόεδρο Ταγιάνι και τον επικεφαλής των Φιλελευθέρων (ALDE) Γκι Φέρχοφστατ. Στο ALDE ανήκει και η ίδια προερχόμενη από το Φιλελεύθερο Λαϊκό Κόμμα της Σουηδίας (Liberalerna). Γεννημένη στο σουηδικό χωριό Σβάισταϊν –με μόλις 200 κατοίκους σήμερα –το οποίο βρίσκεται κοντά στον αρκτικό κύκλο, η Βίκστρομ μεγάλωσε στη σκληρή πραγματικότητα των πολικών θερμοκρασιών και της επί πολλών μηνών χιονοσκέπαστης περιοχής, αλλά και στις απρόβλεπτες εικόνες του βόρειου σέλαος. Η αναρρίχησή της στην πολιτική σκηνή της χώρας ξεκίνησε από την τέταρτη μεγαλύτερη σουηδική πόλη, την Ουψάλα, όπου άρχισε να ζει ως φοιτήτρια θεολογίας στο ομώνυμο πανεπιστήμιο της πόλης. «Εργαζόμουν ως ιερέας στον καθεδρικό ναό της Ουψάλα όταν βρήκα τον εαυτό μου εκλεγμένο στο εθνικό Κοινοβούλιο το 2002. Πέρασα απευθείας από τον καθεδρικό ναό στο Κοινοβούλιο. Την Κυριακή το πρωί έκανα την λειτουργία στο ναό και την Δευτέρα το πρωί ήμουν βουλευτής» λέει, ανατρέχοντας στα πρώτα της βήματα ως πολιτικού. Ως μία από τις ελάχιστες τότε γυναίκες ιερείς στην Εκκλησία της Σουηδίας και μάλιστα στην Ουψάλα, το εκκλησιαστικό κέντρο της χώρας, αλλά και χάρη στη δραστηριότητά της και ως ιερέας του Πανεπιστημίου της Ουψάλας (με 45.000 φοιτητές), είχε γίνει αρκετά δημοφιλής, εξασφαλίζοντας την επανεκλογή της τέσσερα χρόνια αργότερα.
Κάπως, έτσι, αβίαστα πέρασε από το Κοινοβούλιο της χώρας της στο Ευρωκοινοβούλιο. «Πριν από τις ευρωπαϊκές εκλογές του 2009, ο ηγέτης του κόμματός μου με ρώτησε γιατί δεν σκέπτεσαι να βάλεις υποψηφιότητα για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Και το έκανα» επεξηγεί σήμερα από τη θέση της rapporteur στην Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων, αλλά και της προέδρου της Διάσκεψης Προέδρων των Επιτροπών του Ευρωκοινοβουλίου.
Η Βίκστρομ θεωρεί ότι η πίστη της διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό τη στάση της σε ζητήματα της ΕΕ συμπεριλαμβανομένου του Προσφυγικού. Οι διανοητικές της ανησυχίες επεκτείνονται στη συγγραφή βιβλίων με το «När livet g°ar sönder» («Οταν η ζωή καταρρέει») να βραβεύεται το 2004, αλλά και στην οργάνωση θεατρικών παραστάσεων. Το 2014 έφερε, μάλιστα, τον τότε πρόεδρο του Ευρωκοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς και τον Φέρχοφστατ να παίξουν στην ίδια θεατρική σκηνή στο έργο «Speak Truth to Power».
Οταν δεν βρίσκεται στις Βρυξέλλες, στο Στρασβούργο ή στη Σουηδία, η Βίκστρομ επισκέπτεται το Πήλιο, όπου αγόρασε πρόσφατα σπίτι.