Είναι 27 Ιανουαρίου του 2058. Διεθνής Ημέρα Μνήμης για τα Θύματα του Ολοκαυτώματος. Δεν έχει απομείνει όμως κανένας επιζών για να απαντήσει στις ερωτήσεις των μικρών παιδιών. Η Εύα Σλος, παιδική φίλη της Αννας Φρανκ, βρίσκεται από καιρό κοντά της. Υπάρχει όμως ακόμα το άβατάρ της, ή το doppelgänger, ο φασματικός σωσίας της αν προτιμάτε, στο Μουσείο Εβραϊκής Κληρονομιάς του Μπάτερι Παρκ Σίτι, στη Νέα Υόρκη. Φρόντισε για αυτό η Εύα. Εν έτει 2017, παρά τα 88 της χρόνια, άφησε το σπίτι της στο Λονδίνο και ταξίδεψε στο Λος Αντζελες όπου πέρασε μία εβδομάδα μέσα σε έναν ειδικό θόλο γεμάτο κάμερες, συνολικά 116 κάμερες, απαντώντας σε 1.500 επώδυνες ερωτήσεις για το παρελθόν της. «Ηταν εξουθενωτικό», παραδέχτηκε μιλώντας στην Αννα Ράσελ, δημοσιογράφο του «New Yorker». Κι έπειτα, χαμηλώνοντας τη φωνή της, πρόσθεσε: «Πραγματικά ανησυχούμε. Δεν θα είμαστε εδώ για πολύ καιρό ακόμα να απαντάμε σε ερωτήσεις».

Η Εύα Σλος γεννήθηκε το 1929 στη Βιέννη. Στα εννέα της, λίγο μετά την προσάρτηση της Αυστρίας από τη Γερμανία, η οικογένειά της έφυγε πρώτα για το Βέλγιο, κατόπιν για την Ολλανδία, το Αμστερνταμ όπου γνωρίστηκε με την Αννα Φρανκ πριν υποχρεωθεί να κρυφτεί και εκείνη. Οταν η Εύα ήταν 15 χρόνων, η οικογένειά της οδηγήθηκε στο Αουσβιτς, η ίδια πέρασε εννέα μήνες στο ναζιστικό στρατόπεδο. Ο πατέρας και ο αδελφός της σκοτώθηκαν σε μια πορεία θανάτου. Το 1953, η μητέρα της παντρεύτηκε τον Οτο Φρανκ, τον πατέρα της Αννας, και η Εύα Σλος έγινε ένα είδος «μεταθανάτιας ετεροθαλούς αδελφής» της. Πρόσφατα, γνώρισε και τον ψηφιακό της «κλώνο».

Η Σλος έφτασε στο Μουσείο Εβραϊκής Κληρονομιάς μαζί με τη Χέδερ Μέγιο-Σμιθ, από την Conscience Display, την εταιρεία που βοήθησε να δημιουργηθεί το doppelgänger της. «Το έχεις δει;», τη ρώτησε ανυπόμονα η Σλος. «Δεν το έχω δει ακόμα εν δράσει». «Το μουσείο έκανε εξαιρετική δουλειά», απάντησε η Μέγιο-Σμιθ. Στον δεύτερο όροφο σε μία μεγάλη αίθουσα γεμάτη πάγκους μία υπερμεγέθης οθόνη έδειχνε την ψηφιακή Εύα καθισμένη σε μια καρέκλα. Εμοιαζε τρισδιάστατη από μπροστά, είχε τα χέρια της διπλωμένα στα γόνατά της κι ένα βλέμμα προσμονής κι ένα μάλλον ντροπαλό χαμόγελο. Η πραγματική Εύα πλησίασε διστακτικά. «Νιώθω κάπως περίεργα», είπε, γελώντας νευρικά. Η Μέγιο-Σμιθ την ενθάρρυνε να συνομιλήσει με το άβατάρ της, να του κάνει ερωτήσεις. «Πόσο καιρό έμεινες στο στρατόπεδο;». «Μεταφέρθηκα στο Αουσβιτς λίγο αφότου έκλεισα τα 15 και βγήκα όταν ήμουν ακόμα 15, ήμουν εκεί για εννέα μήνες». «Ναι, σωστά…». Η Εύα περιεργάστηκε την εικόνα της. «Μοιάζω λίγο χλωμή και λίγο θλιμμένη. Δεν είμαι πάντα θλιμμένη». «Μα γελάς!», διαμαρτυρήθηκε η Μέγιο-Σμιθ.

«Αυτό που αρέσει στα παιδιά», είπε στην Εύα Σλος η Μέγιο-Σμιθ, «είναι πως δεν χρειάζεται να ανησυχούν για τις ερωτήσεις που σου κάνουν». «Νιώθουν αμήχανα;», τη ρώτησε εκείνη. «Δεν θέλουν να σε αναστατώσουν». Η Σλος στράφηκε προς την οθόνη και ρώτησε ήρεμα: «Εχεις αριθμό; Τατουάζ, στο χέρι σου;». «Εχω τατουάζ», απάντησε η ψηφιακή Εύα. «Ο αριθμός μου είναι Α 5222». «Πιστεύεις ότι μπορώ να δω τον αριθμό σου;» ρώτησε η πραγματική Εύα ακόμα πιο απαλά. «Ζω στην Αγγλία, στο Λονδίνο», απάντησε η ψηφιακή. Καμιά φορά δεν απαντάει επακριβώς στην ερώτηση, χάρις όμως σε ένα λογισμικό τεχνητής νοημοσύνης γίνεται όλο και καλύτερη. «Μπορείς να μου δείξεις το τατουάζ σου;», δοκίμασε η Μέγιο-Σμιθ. «Α ναι, μπορείς να το δεις αυτό». Η ψηφιακή Εύα σήκωσε το μανίκι της και έδειξε τον πήχη του χεριού της. «Υπήρχε ένας αριθμός εδώ». «Σε ευχαριστώ πολύ», της είπε η Εύα Σλος. «Γιατί σε κάποιους δεν αρέσει να ρωτάνε».