Στο «Πορτρέτο του καλλιτέχνη σε νεαρά ηλικία» (εκδ. Πατάκη, 2001) ήρθε αντιμέτωπος με τους γλωσσικούς πειραματισμούς, τη μουσικότητα και το ελεύθερο ύφος γραφής του Τζόις, που κορυφώνεται στην αφηγηματική τεχνική της συνειδησιακής ροής. Στο ομότιτλο διήγημα του Φιτζέραλντ (από τη συλλογή «Επιστροφή στη Βαβυλωνία», εκδ. Αγρα) είχε χρησιμοποιήσει τη λέξη «κατάρρευση» αντί της παλιότερης «σπάσιμο» του Μανόλη Σαββίδη, για να αποδώσει τις ρομαντικές ρωγμές του μεγάλου αμερικανού συγγραφέα. Και στη «Βενετία» της Τζαν Μόρις (Πάπυρος, 2010), για την οποία πήρε το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης, ισορροπούσε ανάμεσα στο ύφος της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας και του αυτοβιογραφικού δοκιμίου.
Οπως συμβαίνει με τους σημαντικούς μεταφραστές, αυτή ήταν η καθημερινή, αλλά και ανθρώπινη περιπέτεια του Αρη Μπερλή, ο οποίος έφυγε χθες από τη ζωή σε ηλικία 74 ετών: η αναζήτηση της κατάλληλης λέξης και η ένταξη του κειμένου στο πολιτισμικό περιβάλλον που το γέννησε. Η περιπέτεια αυτή συνδέθηκε κυρίως με τους μεγάλους του μοντερνισμού, καθώς, εκτός άλλων, ο Μπερλής μετέφρασε Βιρτζίνια Γουλφ («Τα κύματα» και «Στο φάρο», εκδ. Υψιλον, «Γράμμα σε έναν νέο ποιητή», Αγρα), Τζέιμς Τζόις («Οι νεκροί», Υψιλον), Μπέκετ («Μερσιέ και Καμιέ», Υψιλον). Οι επιλογές του, παράλληλα, συνδέονται με σημαντικά κείμενα της λογοτεχνικής κριτικής ή φιλολογίας, όπως τα «Δοκίμια για τη γλώσσα της λογοτεχνίας» του Ρομάν Γιάκομπσον (Εστία, 1998), «Ο καθρέφτης και το φως» του Μ.Χ. Εϊμπραμς (Κριτική, 2001 και 2016), «Τι είναι μια ανθρωπιστική κριτική;» του ίδιου συγγραφέα (ΜΙΕΤ, 2014), «Οι φωνές της ποίησης» του Τόμας Ελιοτ (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2013). Το προσωπικό αυτό ενδιαφέρον του πρώην διευθυντή σπουδών στο αγγλόφωνο τμήμα του ΕΚΕΜΕΛ αποτυπωνόταν και στα δικά του «Κριτικά δοκίμια» (Υψιλον, 2001 και 2017), αλλά και στα επιμελημένα επίμετρα που υπέγραφε, όπως πρόσφατα στον «Στόουνερ» του Τζον Γουίλιαμς (εκδ. Gutenberg, 2017): «…Κεντρική ιδέα του βιβλίου δεν είναι ο έρωτας, αλλά η αναπόδραστη τραγικότητα της ζωής, η τραγικότητα της ζωής του κύριου ήρωά του αλλά και όλων των άλλων χαρακτήρων».
ΚΟΝΡΑΝΤ ΚΑΙ ΜΠΛΟΥΜ. Τα αποσπάσματα σπανίως αποδίδουν το ύφος των μεταφραστών, αλλά έστω κι έτσι ενσωματώνουν τις επιλογές και προτάσεις των ανθρώπων που επιλέγουν τον δύσβατο δρόμο του μεσολαβητή ανάμεσα στον συγγραφέα και τον αναγνώστη:
1. «Να λοιπόν πώς τη βλέπω την Ανατολή… Τη βλέπω πάντα από μια μικρή βάρκα (…). Φως κανένα, τίποτα δε σάλευε, δεν ακουγόταν τίποτα (…). Κουβεντιάζαμε ψιθυριστά, σαν να φοβόμασταν μην ξυπνήσουμε τη στεριά (…). Είναι όλη μέσα σ’ εκείνη τη στιγμή, όταν άνοιξα τα μάτια μου και την είδα για πρώτη φορά. Τη συνάντησα μετά από σκληρό αγώνα με τη θάλασσα –και ήμουν νέος –και την είδα να με κοιτάζει» (από τα «Νιάτα» του Τζόζεφ Κόνραντ, Αγρα, 1999).
2. «Οσο περισσότερο διαβάζει κανείς και μελετά τα έργα του Σαίξπηρ τόσο περισσότερο συνειδητοποιεί ότι η ακριβής στάση απέναντί τους είναι το δέος… Η λατρεία του Βάρδου, η λατρεία του Σαίξπηρ, θα έπρεπε να είναι μια κοσμική θρησκεία περισσότερο απ’ όσο ήδη είναι. Τα έργα παραμένουν το έσχατο όριο της ανθρώπινης δημιουργίας: αισθητικά, γνωσιακά, κατά κάποιους τρόπους ηθικά, ακόμη και πνευματικά. Είναι πέρα από τις πνευματικές μας δυνάμεις, είναι πάντα πιο μπροστά από μας. Ο Σαίξπηρ δεν θα σταματήσει ποτέ να μας ερμηνεύει, εν μέρει διότι μας επινόησε, που είναι το κεντρικό επιχείρημα αυτού του βιβλίου. Και στο επιχείρημα αυτό επανέρχομαι συχνά, σε ολόκληρο το βιβλίο, γιατί μπορεί να φανεί παράξενο σε πολλούς» (από το εισαγωγικό κεφάλαιο στο «Σαίξπηρ: η επινόηση του ανθρώπινου» του Χάρολντ Μπλουμ, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ποιητική, τεύχος 13, άνοιξη – καλοκαίρι 2014, ενώ το βιβλίο αναμενόταν από τις εκδόσεις Gutenberg).