Αυτό που θαυμάζω στους Βρετανούς είναι η «βρετανικότητα». Το σθένος να κολυμπούν σε μια πολυμερή, πολυεθνική και συγχρόνως εξαιρετικά αυστηρή ταυτότητα. Το βλέπεις στην τέχνη και στον τρόπο που αναμετρώνται με τα εκφραστικά ιδιώματα. Στη «Δουνκέρκη» του Νόλαν π.χ. ή στη μονογραφία του Τσόρτσιλ («Η πιο σκοτεινή ώρα») από τον Ράιτ. Ενας άκαμπτος αφηγηματικός ακαδημαϊσμός στα όρια της ιστορικής ηθικολογίας, με τη μεγάλη όμως ερμηνεία του Γκάρι Ολντμαν. Ο ηθοποιός υποκαθιστά τις σεναριακές αρρυθμίες και ιδεολογικές απλουστεύσεις. Τη δεκαετία του ’50 ο σημαντικός βρετανός ζωγράφος Γκράχαμ Σάδερλαντ έκανε μια σειρά πορτρέτων του άγγλου ηγέτη. Σκοτεινά, γαιώδη, συχνά λασπωμένα χρώματα, δυσκολία στο να βρει το σχέδιο, να μη χάσει τη φυσιογνωμία, την ένταση του προσώπου, να χτίσει την κάμψη του σώματος, να οργανώσει τους όγκους.
Ο Τσόρτσιλ του Σάδερλαντ είχε μια κακουχία που δεν ταίριαζε σε άγγλο ιππότη. Ο Σάδερλαντ είπε την αλήθεια. Δεν ζωγράφισε τον Τσόρτσιλ αλλά τον εαυτό του διά του Τσόρτσιλ. Στην τέχνη έτσι μόνο μπορεί να γίνει. Ο Ντέιβιντ Μπόουι, σε αντίθεση με την εξιδανικευμένη αλκοολική, πατριωτική ιδιοφυΐα του ηγέτη, πάταγε σε μια διαρκή ανακαίνιση, σε μια ανεξήγητη και ανυπότακτη ακμή. Από το γκλαμ ροκ γλίστρησε ωραία στο new wave, συχνά πεταγόταν στο πρώιμο ηλεκτροπόπ, γύριζε στην μπαλάντα, δεν καταπάτησε τα τυραννικά techno υβρίδια. Αλλαζε ενδυματολογικά, άλλαζε το μακιγιάζ –οι στυλίστες παρακολουθούσαν την εξέλιξη του κοινού του. Ο χρόνος του ήταν ο χρόνος ενός βαθέος αφρού. Διαφορετική εκδοχή του βρετανικού σθένους.
Ο Τσόρτσιλ ήταν ο ηγέτης που, αν και συνδέθηκε με τη νίκη στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ουσιαστικά συνόδευσε τη Βρετανία στην οριστική ιστορική κάμψη της. Από αποικιακή υπερδύναμη, στην κάθοδο στο καθεστώς μεσαίας, εξαρτώμενης χώρας. Εντούτοις, ο χοντρός και πότης ηγέτης έστειλε στον λαό αυτό που χρειαζόταν. Το ανυποχώρητο. Ετσι συγχωρέθηκε όχι μόνο για την ήττα στην Καλλίπολη, αλλά και για την κατηφόρα της οικονομίας, την αναπότρεπτη αποβιομηχάνιση, τον ρόλο τριταγωνιστή που θα είχε έκτοτε η Βρετανία στο δυτικό άρμα.
«Εστειλε τις λέξεις να πολεμήσουν» είπε ο Χάλιφαξ –πολιτικός αντίπαλος του Τσόρτσιλ, συμβιβαστικός. Ναι, ο λαός θέλει την κουβέντα. Θέλει το έπος, τον θρήνο, την αυτοταπείνωση, την τιμωρητική αυστηρότητα, ανάλογα. Οι καβαλάρηδες της Ιστορίας είναι πολλοί. Δεληγιάννηδες που δεν νοιάζονται. Κανένα αύριο, μόνο τώρα. Οι Βρετανοί ανασκάπτουν. Θέλουν μια ρίζα που θα τους ξαναεγκαταστήσει. Η Δουνκέρκη –η νικητήρια ήττα –είναι το ένα σκέλος, ο Τσόρτσιλ το άλλο σκέλος αυτής της ιδιότυπης ταυτοτικής αναρώτησης. Ναι, οι Βρετανοί ανακαλύπτουν ένα εργατικό κόμμα με ισχυρές αριστερές ρίζες (το αερικό του Τόνι Μπεν), αποποιούνται τον θατσερισμό αφού ποτίστηκαν ιδεολογικά από αυτόν.
Αγνώριστος ο Ολντμαν, με διπλοσάγονο, προτεταμένο το κάτω χείλος, όπως του «γουρουνιού». Μεταμφιέστηκε έξοχα βρίσκοντας την υποκριτική αλήθεια. Οπως, νομίζω, μεταμφιέζεται η Βρετανία. Εργατική τάξη (και το κόμμα της) χωρίς βιομηχανία, αμυντικό City και προσφυγική ανασφάλεια. Ανεστραμμένος αποικισμός, μια διάτρητη επιστροφή μπροστά.