Από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες καμία δεν αντέδρασε στο σκάνδαλο Γουάινστιν με μια τόσο σαρωτική δημόσια συζήτηση όσο η Γαλλία. Μια ματιά στη (χθεσινή) ηλεκτρονική έκδοση της «Monde» αρκεί για να πειστεί κανείς. Πρώτο θέμα: «Το Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός συγχρονίζεται με το #MeToo». Δίπλα, μια ανάλυση: «Από τον Ντομινίκ-Στρος Καν στο #balancetonporc [τη γαλλική βερσιόν του #MeToo], μία γαλλική επανάσταση». Πιο πέρα, μία συνέντευξη της Κριστίν Λαγκάρντ: «Σε ό,τι αφορά τον σεξισμό, “κυρίως να μην πιστέψουμε ότι τελείωσε, η μάχη κερδήθηκε”». Από κοντά, μία δημοσιογραφική μαρτυρία σε πρώτο πρόσωπο: «Από την παραίτηση στη συναίνεση, η γκρίζα ζώνη που περιβάλλει τις σεξουαλικές σχέσεις». Αυτό είναι το φόντο στο οποίο συζητείται και διχάζει τις τελευταίες ημέρες τη Γαλλία μία κατηγορία βιασμού εις βάρος του υπουργού Δημόσιων Οικονομικών Ζεράλντ Νταρμανέν.
Τριάντα πέντε χρόνων σήμερα, ο Νταρμανέν κατηγορείται πως στα 26 του, το 2009, λίγο αφότου αποφοίτησε από τη Science Po κι ενώ ήταν ήδη δημοτικός σύμβουλος εκλεγμένος με τη Δεξιά, καταχράστηκε τη θέση του στην υπηρεσία δικαστικών υποθέσεων του UMP και εξανάγκασε σε σεξ γυναίκα που του ζητούσε μία εξυπηρέτηση. Η υπόθεση είναι περίπλοκη, ας κάνουμε μία προσπάθεια να συνοψίσουμε: η Σοφί Σπατς, 46 χρόνων σήμερα, 37 χρόνων το 2009, κολ-γκερλ σε μικρότερη ηλικία, παντρεμένη ήδη από τότε με έναν μηχανικό οικονομίας, τον Πιερ Σπατς, πάλευε με νύχια και με δόντια να καθαρίσει το ποινικό της μητρώο. Γιατί το 2004 είχε καταδικαστεί, άδικα όπως επιμένει, σε 10 χρόνια φυλάκιση με αναστολή και 15.000 ευρώ αποζημίωση για εκβιασμό. Η καταδίκη τής είχε γίνει έμμονη ιδέα, είχε χτυπήσει όλες τις πόρτες ζητώντας επανεξέταση της υπόθεσης. Κάποια στιγμή ως ψηφοφόρος της Δεξιάς έφτασε και στον Νταρμανέν. Ο οποίος τη διαβεβαίωσε πως θα τη βοηθήσει, την έπεισε να δειπνήσουν παρέα και εκεί της ξεκαθάρισε: «Καταλαβαίνετε πως θα πρέπει να με βοηθήσετε κι εσείς». Εκείνη υπέκυψε.
Οκτώ μήνες και αρκετά SMS (που βρίσκονται πια στα χέρια των Αρχών) αργότερα, ο Νταρμανέν διαβίβασε στην Σπατς την επιστολή που είχε στείλει στο υπουργείο Δικαιοσύνης. Αλλά η Σπατς είχε πια αποφασίσει να τον καταγγείλει. Από το UMP την κάλεσαν να προσφύγει στη Δικαιοσύνη. Εκείνη, έχοντας πέσει σε κατάθλιψη, περιορίστηκε για χρόνια σε μέιλ και επιστολές. Μέχρι τις 17 Μαΐου του 2017, ημέρα ορκωμοσίας της νέας κυβέρνησης του Εμανουέλ Μακρόν. Βλέποντας το όνομα του Νταρμανέν στην τηλεόραση, η Σπατς «έπαθε υστερία» –το επιβεβαίωσε η ίδια στη «Monde». Τελικά, ήταν ο σύζυγός της που έγραψε στον τότε υπουργό Δικαιοσύνης Φρανσουά Μπαϊρού καταγγέλλοντας τον Νταρμανέν. Ο Μπαϊρού διαβίβασε την επιστολή στον εισαγγελέα και ξεκίνησε αυτομάτως προκαταρκτική έρευνα. Αλλά η Σπατς δεν εμφανίστηκε για κατάθεση και η υπόθεση μπήκε στο αρχείο.
Μέχρι τις 15 Ιανουαρίου. Οπότε, έχοντας βρει νέα δικηγόρο κατέθεσε νέα μήνυση για βιασμό –η δικηγόρος της υποστηρίζει πως η συναίνεσή της εξασφαλίστηκε «με αιφνιδιασμό», μία από τις τέσσερις περιστάσεις που κρίνει η γαλλική νομοθεσία ότι μετατρέπουν μία σεξουαλική πράξη σε βιασμό. Την περασμένη εβδομάδα, η εισαγγελία άνοιξε εκ νέου την προκαταρκτική έρευνα, η Σπατς κατέθεσε επί οκτώ ώρες στη δικαστική αστυνομία και ο Νταρμανέν, που την έχει μηνύσει από τον Ιούνιο για ψευδή καταμήνυση, αναφέρθηκε για πρώτη φορά στο συμβάν καταγγέλλοντας μία «χονδροειδή απόπειρα πολιτικής αποσταθεροποίησης». Η κυβέρνηση του Εντουάρ Φιλίπ τον στηρίζει και επικαλείται το τεκμήριο αθωότητας, υπενθυμίζοντας παράλληλα τον κανόνα που έχει θεσπίσει: επίσημη απαγγελία κατηγοριών επιφέρει αυτομάτως έξοδο από την κυβέρνηση. Ο λόγος στη Δικαιοσύνη.