Οι αναμνήσεις της Σταυρούλας Μποντιώτου – Γεωργακάκου, κόρης εργαζομένου στο Μπαρουτάδικο του Αιγάλεω, σκιαγραφούν γλαφυρά την ατμόσφαιρα της εποχής. Είναι αρχές της δεκαετίας του ’40. Ο πόλεμος με τη ναζιστική Γερμανία βρίσκεται σε εξέλιξη και οι εργαζόμενοι στα εργοστάσια της ΠΥΡΚΑΛ κάθε που αρχίζει βομβαρδισμός παραμένουν στα καταφύγια μέχρι τη λήξη του συναγερμού. Τα εργοστασιακά καταφύγια είναι υπόγειοι χώροι για περίπου 50 άτομα, με ξύλινους πάγκους και κουρελούδες. Χώροι βαθιά ποτισμένοι από την ιστορική μνήμη, που πλέον κινδυνεύουν να περάσουν στην αφάνεια και τη λήθη, καθώς πρόσφατα έγινε γνωστή η απόφαση για κατεδάφιση του εργοστασίου της ΠΥΡΚΑΛ στην Ελευσίνα.
Η απόφαση ανακλήθηκε έπειτα από έντονες αντιδράσεις και διαβήματα φορέων προς το υπουργείο Πολιτισμού και τον Δήμο Ελευσίνας. Η τύχη, όμως, του ιστορικού εργοστασίου παραμένει στον αέρα. Τα αντιαεροπορικά καταφύγιά του, φτιαγμένα τη δεκαετία του ’30, μνημεία της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας, εξερευνήθηκαν και φωτογραφίστηκαν λεπτομερώς πριν από λίγο καιρό από την ομάδα της Αστικής Σπηλαιολογίας (urbanspeleology.blogspot.gr) με επικεφαλής τον πολιτικό μηχανικό και έμπειρο σπηλαιολόγο Πάνο Δευτεραίο. Τα αποτελέσματα αυτής της ενδιαφέρουσας καταγραφής παρουσιάζουν σήμερα «ΤΑ ΝΕΑ».
«Το παλιό εργοστάσιο της Ελευσίνας χτίστηκε προπολεμικά και τα καταφύγια που επισκεφθήκαμε κατασκευάστηκαν την ίδια εποχή με τα περισσότερα της Αττικής, δηλαδή επί Μεταξά. Συνολικά στο εργοστάσιο της ΠΥΡΚΑΛ υπάρχουν επτά καταφύγια, τα οποία είχαν κατανεμηθείπεριμετρικάστην έκταση του εργοστασίου, ώστε να εξυπηρετούν τους εργαζομένους σε περίπτωση ανάγκης. Είναι φτιαγμένα με κτιστή λιθοδομή στα τοιχώματα και οπλισμένο σκυρόδεμα στις τοξωτές οροφές των θαλάμων και στις κεκλιμένες των κλιμακοστασίων. Διαθέτουν δύο εισόδους και δύο ή τρεις αεραγωγούς στην οροφή, οι οποίοι ξεπροβάλλουν από την επιφάνεια σαν φουγάρα πάνω από τον κυρίως θάλαμο του κάθε καταφυγίου, που προεξέχει λίγο από το έδαφος. Είναι καταφύγια βιομηχανικής χρήσης, δηλαδή δεν διαθέτουν άλλες εγκαταστάσεις παρά μόνο φωτισμό, ο οποίος μάλιστα βρέθηκε να λειτουργεί ακόμη σε ένα από τα καταφύγια», εξηγεί ο Πάνος Δευτεραίος. «Τα καταφύγια είναι αριθμημένα και η αρίθμησή τους παρουσιάζεται τόσο σε μεταλλικές πινακίδες στο έδαφος και δίπλα στις εισόδους όσο και πάνω στις υπερκατασκευές των εισόδων και των αεραγωγών. Ακόμη διατηρούνται οι μεταλλικές πόρτες που υπήρχαν στις διπλές εισόδους τους εκτός από μία. Σήμερα είναι εγκαταλειμμένα, ενώ από την επίσκεψη στο εσωτερικό τους διαπιστώσαμε ότι συντηρούνταν και ελέγχονταν μέχρι πριν από κάποια χρόνια. Μερικά από τα καταφύγια χρησιμοποιήθηκαν και ως αποθηκευτικοί χώροι, εντός των οποίων υπάρχουν ακόμη κάποια αντικείμενα», συμπληρώνει.
Αποτέλεσμα συγχώνευσηςδύο επιχειρήσεων
Οταν, όμως, το Πυριτιδοποιείο βρέθηκε αντιμέτωπο με τον κίνδυνο του οικονομικού μαρασμού, οι επιχειρήσεις συγχωνεύτηκαν ως Εταιρεία Ελληνικού Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου, εν συντομία ΠΥΡΚΑΛ, η οποία θα εξελισσόταν στην πρώτη εθνική βιομηχανία πυρομαχικών με εγκαταστάσεις στο Αιγάλεω, την Ελευσίνα και το Λαύριο. Με την αγορά εξελιγμένων μηχανημάτων και την εισαγωγή τεχνογνωσίας από τη Γερμανία και το Βέλγιο πολύ σύντομα θα δημιουργούνταν ένα εργοστάσιο εθνικής σημασίας που όμοιά του υπήρχαν λίγα στην Ευρώπη. «Επί γερμανικής Κατοχής τόσο οι εγκαταστάσεις της Ελευσίνας όσο και του Αιγάλεω επιτάχθηκαν και λειτούργησαν για λογαριασμό του γερμανικού στρατού. Μετά την απελευθέρωση βρέθηκαν υπό αγγλική κατοχή, σε άθλια κατάσταση, λεηλατημένες και ερειπωμένες.
Στην Ελευσίνα οι ζημιές ήταν μεγαλύτερες, καθώς τα περισσότερα από τα κτίρια είχαν ανατιναχθεί» επισημαίνει ο Πάνος Δευτεραίος. «Ωστόσο, ο Μποδοσάκης ως προπολεμικός ιδιοκτήτης της επιχείρησης ζήτησε και κατάφερε την άρση της επίταξης των εργοστασίων του έπειτα από συνάντηση που είχε στις 6/9/1946 με τον βρετανό ταγματάρχη Ατκινσον. Αρκετά χρόνια αργότερα, όταν το εργοστάσιο του Αιγάλεω έκλεισε, κατά τη δεκαετία του 1970, πολλά από τα μηχανήματα μεταφέρθηκαν στην Ελευσίνα και κάποια στο Λαύριο».