Είναι κι αυτός ένας τίτλος που περνάει κάτω από τα ραντάρ της «εύκολης αναγνωσιμότητας», αλλά διατηρεί μακροπρόθεσμα την αναγνωστική υπεραξία του. Με μια ψύχραιμη ματιά, βέβαια, θα έλεγε κανείς ότι αυτό ισχύει πάντοτε στον φαύλο κύκλο των ερωτημάτων για το ποιοι τίτλοι αγγίζουν το αναγνωστικό κοινό. Τα «Βιβλία που ελευθερώνουν» (Πόλις, 2018, μετάφραση Μιχάλης Πάγκαλος), πάντως, είναι ένας τίτλος απαλλαγμένος απ΄ αυτό το «υπαρξιακό» άγχος. Το ομολογεί ήδη στην εισαγωγή ο Τζόναθαν Γκίλμποτ, διευθυντής του καναδικού εκδοτικού οίκου Novalis, ο οποίος μεταγράφει τις συνομιλίες του με έναν από τους σημαντικότερους στοχαστές της εποχής μας: τον Τσαρλς Τέιλορ, γνωστό στις εκδόσεις Πόλις από την «Πολυπολιτισμικότητα» (1999).
Δεν πρόκειται για μια ομολογία πίστεως. Το έργο, άλλωστε, του Τέιλορ αποκλείει κάτι τέτοιο. Στις «Πηγές του εαυτού» (Ινδικτος, 2007) αναλύει την ανάδυση και εξέλιξη της νεωτερικής ταυτότητας στη δυτική χριστιανοσύνη (στην ίδια θεματική και οι «Δυσανεξίες της νεωτερικότητας», εκδ. Εκκρεμές, 2006). Με αυτό το κομβικό έργο, άλλωστε, εντάσσεται σε ένα ρεύμα στοχαστών (Αλασντερ Μακιντάιρ, Μάικλ Γουόλτσερ, Μάικλ Σαντέλ) οι οποίοι ασκούν κριτική μέσω του «κοινοτισμού» στη φιλελελεύθερη θεωρία για τη συγκρότηση της ταυτότητας: στη διαδικασία αυτή, επισημαίνουν, βαρύνουσα σημασία έχουν οι κοινωνικοί θεσμοί – όχι το άτομο. Στο «Μια κοσμική εποχή» (Ινδικτος, 2015), από την άλλη, περιγράφει τη θεμελιώδη αλλαγή στο δυτικό κόσμο που «μας πάει από μια κοινωνία στην οποία ήταν πρακτικά αδύνατο να μην πιστεύει κανείς στον Θεό σε μιαν άλλη στην οποία η πίστη, ακόμη και για τον πιο ακλόνητο πιστό, αποτελεί ανθρώπινη δυνατότητα μεταξύ άλλων». Σ’ αυτή τη συνθήκη, ούτε ο «Θεός πεθαίνει», αλλά ούτε και οι αρνητές του ακυρώνονται.
ΜΠΟΝΤΛΕΡ ΚΑΙ ΝΤΟΣΤΟΓΕΦΣΚΙ. Στις συνομιλίες του με τον Γκίλμποτ χρησιμοποιεί πέντε βιβλία ισάριθμών συγγραφέων για να περιγράψει τα αδιέξοδα της ανθρώπινης περιπέτειας και τους διανοιγόμενους δρόμους της πίστης: τη «Φαινομενολογία της αντίληψης» του Μορίς Μερλό Ποντί, τα «Ποιήματα» του Φρίντριχ Χέλντερλιν, τα «Ανθη του κακού» του Μποντλέρ, τους «Αδερφούς Καραμάζοφ» του Ντοστογέφσκι και το «Πιστός στο μέλλον: ακούγοντας το μήνυμα του καρδιναλίου Κονγκάρ» του αδελφού Αιμίλιου, της αδελφότητας του Τεζέ.
Σ’ αυτή τη «διαδρομή» ιδεών όλες οι παρατηρήσεις του Τέιλορ είναι ίσες μεταξύ τους, αλλά ορισμένες πιο ίσες: «Αυτό που συνιστά την ιδιαιτερότητα του Μποντλέρ», σημειώνει στο αντίστοιχο κεφάλαιο, «και καθιστά δύσκολη τη συμπερίληψή του στον χριστιανισμό, είναι ότι… δύο δρόμοι ανοίγονται για τον ποιητή και για εμάς τους αναγνώστες: μια ορμή προς τον Θεό και μια ορμή απομάκρυνσης από Αυτόν… Μπορεί, αφενός, να προσπαθήσουμε να αναζητήσουμε το νόημα με ανανεωμένη διαύγεια, που πηγάζει από την τραυματική εμπειρία που είχαμε, την εμπειρία του μηδενισμού της σημασίας της ύπαρξης: αυτή είναι η λύση που αντιπροσωπεύει θαυμάσια ο Τ.Σ. Ελιοτ, και η οποία συνάδει με τον χριστιανισμό. Σκεφθείτε την εγκατάλειψη του Χριστού πάνω στον Σταυρό…». Και αλλού: «Ας είμαστε έντιμοι και ας αναγνωρίσουμε ότι η σχέση του Μποντλέρ με τη σεξουαλικότητα και τις γυναίκες είναι όχι τόσο καρπός πνευματικής ελευθερίας όσο αποτέλεσμα εγωισμού και μισογυνισμού».
Οι δύο συνομιλητές φτάνουν στη συνέχεια στον Ντοστογέφσκι, επειδή ο Τέιλορ επιλέγει τους «Καραμάζοφ» ως τέταρτο καθοριστικό έργο για τη χριστιανική του πίστη: «Ο εθνικισμός του ρώσου μυθιστοριογράφου μού είναι εντελώς ξένος. Μερικές φορές φτάνει ώς τον σοβινισμό. Οι μομφές του, ωστόσο, είναι πολλές φορές δίκαιες. Δεν έχει άδικο όταν σκέφτεται, ανατρέχοντας στην αφήγηση των πειρασμών στους οποίους αντιστέκεται ο Χριστός, ότι η Καθολική Εκκλησία δεν στάθηκε στο ύψος του Κυρίου της. Και οι συνέπειες αυτής της αυταρχικής εκτροπής της Εκκλησίας είναι πασίγνωστες: ο προτεσταντισμός, από τη μια, και ο Διαφωτισμός, από την άλλη».